Δεν είμαι ούτε κάποιος ούτε κάτι και ούτε θέλω να είμαι. Αν θέλετε να ξέρετε ποιος και τι είμαι πολύ ευχαρίστως να σας πω. Είμαι λοιπόν ο τρελός της γειτονιάς, ο γύφτος της πόλης, ο πούστης της παρέας, ο μετανάστης γείτονας, ο μαύρος βρωμιάρης, ο κίτρινος μαλάκας, ο μπατήρης άνεργος, ο ανήθικος, ο ζητιάνος, ο ανίκανος, ο τεμπέλης, ο ψεύτης, ο κλέφτης, ο φονιάς, ο άθεος, ο αθεόφοβος, ο αντίχριστος, ο πουτανιάρης, ο γκομενιάρης, ο τζογαδόρος, ο πρεζάκιας, ο χασικλής, ο υβριστής, ο χλεμπονιάρης, η κότα, ο δειλός, ο ανώμαλος, ο αφύσικος, το τσουτσέκι ο κερατάς, ο ανθέλληνας, ο προδότης, ο επίορκος, ο αλήτης, ο χλιμίτζουρας, το κατακάθι, το απόβρασμα και ό,τι άλλο θέλετε να είμαι. Αν οπωσδήποτε χρειάζεστε ταμπέλες μια τέτοια να μου βάλετε.
Τα πράγματα είναι απλά. Είμαι όλα αυτά και πολλά ακόμα πολύ «χειρότερα» και πολύ «καλύτερα». Όποιος όμως με πλησιάζει ως τέτοιον, ως απόκληρο να με πλησιάζει. Όποιος με πλησιάζει σαν κάτι άλλο τότε δεν τον πλησιάζω εγώ. Ξέρω καλά τους ανθρώπους, τους έχω ζήσει στο πετσί μου. Βρικόλακες σχεδόν όλοι πλην των εξαιρέσεων που επιβεβαιώνουν τον κανόνα, πλησιάζουν μόνο για να ρουφήξουν ότι βρούν κι αν δεν βρουν τίποτα ή αν δεν τους αρέσει αυτό που βρίσκουν την κάνουν με ελαφρά πηδηματάκια. Ακόμα και οι αυτοαποκαλούμενοι περιθωριακοί ακόμα κι αυτοί απλώς αρέσκονται να πλησιάζουν το περιθώριο αλλά δυστυχώς γι αυτούς ούτε του περιθωρίου είμαι. Είμαι και εξωπεριθωριακός αφού το λεγόμενο περιθώριο δεν είναι παρά άλλη μια ανθρώπινη αγέλη με μόνη τους διαφορά στα ζητούμενα. Ε λοιπόν εγώ δεν έχω ούτε ζητούμενα. Τι να ρουφήξει κάποιος απ’ όλα τα παραπάνω άλλωστε; Είμαι λοιπόν ο ζητιάνος που δεν ζητιανεύει τίποτα και από κανέναν. Μαζεύω ό,τι τύχει να βρεθεί μπροστά μου. Είμαι ένα τίποτα με μπόλικο καθόλου. Μπορείτε να δεχτείτε έναν τέτοιον; Έχω δικαίωμα να υπάρχω αφού είμαι ο χειρότερος των χειρότερων; Δέχεστε τον ξεβράκωτο; Έχω δικαίωμα να μην έχω κανόνες άλλων πλην των δικών μου;
Έτσι είναι η κοινωνία. Ξεχωρίζει τους ανθρώπους ανάλογα με το πόσο αποδέχονται τους κανόνες της και αναλόγως τους τιμά ή τους φυλακίζει, αλλά συμβαίνει όμως όλοι οι άνθρωποι να είναι δημιουργήματα της κοινωνίας. Η κοινωνία έχει φτιάξει τον επιστήμονα η κοινωνία και τον δολοφόνο πράγμα όμως που σημαίνει πως όταν φυλακίζει τον δολοφόνο φυλακίζει η κοινωνία ένα μέρος του εαυτού της που η ίδια δεν αποδέχεται. Αλλά αφού δεν τον αποδέχεται τότε γιατί τον δημιουργεί; Μήπως ακριβώς για να τον φυλακίσει; Ή μήπως τον δημιουργεί για να τον χρησιμοποιήσει σαν παράδειγμα προς αποφυγή όπως αντίστοιχα δημιουργεί τον καθωσπρέπει για παράδειγμα προς μίμηση; Η κοινωνία αρέσκεται να δείχνει με το δάχτυλο κι εγώ έχω γίνει δακτυλοδεικτούμενος και για «καλό» και για «κακό». Μ’ έχουν δείξει ως πρότυπο και μ’ έχουν δείξει και προς αποφυγή κι όταν τους χτύπησε συναγερμό η αντίφαση και προσπάθησαν να με καλουπώσουν (με πρώτους τους γονείς μου και τους δασκάλους μου), όταν απαίτησαν από μένα να επιλέξω αν θα με δείχνουν σαν «τον καλό ή τον κακό» εγώ κοίταξα το δάχτυλο της κοινωνίας. Ήταν το ίδιο δάχτυλο που έδειχνε και με τους δύο τρόπους. Ήταν το ίδιο δάχτυλο που την μια μ’ έλεγε μεγάλο και την άλλη απόβρασμα ανάλογα με τα γούστα του και με το αν ακολουθούσα τις επιταγές του. Ε λοιπόν για να ξέρετε, εγώ προτίμησα να δαγκώσω το δάχτυλο. Εκεί που μ’ έδειχνε το πλησίασα και χρακ του έδωσα μια δαγκωνιά και το ‘κοψα το μάσησα το κατάπια το χώνεψα το ‘χεσα και το ‘θαψα. Τέτοιος είμαι.
Τίμημα; Ω ναι βεβαίως! Με μεγάλη μου ευχαρίστηση πλήρωσα το ανάλογο τίμημα. Ποιο είναι αυτό; Μα το είπα στην αρχή αρχή. Δεν είμαι κάποιος και δεν είμαι κάτι. Είμαι ένα τίποτα. Ούτε καλό ούτε κακό. Βασικά δηλαδή δεν είμαι για τους άλλους. Για μένα είμαι και θα γίνω ακόμα πολλά πράγματα (άμα θέλω) αλλά για όλους (σχεδόν) τους άλλους είμαι ένα τίποτα και πιστέψτε με έτσι θέλω να παραμείνω. Διότι το τίποτα μου δίνει την ευχέρεια να είμαι αυτό που ακριβώς θέλω εγώ, που αφού για τους άλλους είναι τίποτα σημαίνει πως δεν έχουν κάτι για ν’ ασχοληθούν αφού δεν τους δίνω τίποτα. Στην πραγματικότητα τους δίνω πολλά αλλά αυτοί δεν μπορούν να τ’ αντιληφθούν και νομίζουν πως δεν είναι τίποτα αλλά μ’ αρέσει αυτό. Πολύ μ’ αρέσει. Διότι νομίζοντας πως έχουν ν’ ασχοληθούν μ’ ένα τίποτα εγώ παίζω στα σβέρκα τους όποτε θέλω χωρίς να παίρνουν χαμπάρι… τίποτα. Ναι, αυτή είναι η αλήθεια. Χρησιμοποιώ την κοινωνία χωρίς αυτή να το αντιλαμβάνεται παρά μόνο ίσως καμιά φορά, σπάνια, από τ’ αποτελέσματα. Αποτελέσματα που βέβαια έχουν προέλθει από το.. τίποτα. Είναι ώρες ώρες δε που νοιώθω σαν θεός αφού με το τίποτα εγώ ο τιποτένιος φτιάχνω κόσμους ολόκληρους που μέσα τους κινούνται όλοι και όλα τριγύρω και το καλύτερο είναι πως ευχαριστούν τον… θεό! Δηλαδή, εμένα; Δεν σας κάνω πλάκα! Μόλις προχθές κάποιος «έπαιζε» με κάτι που εγώ είχα «δημιουργήσει» κι αναφωνούσε καταϊδρωμένος «σ’ ευχαριστώ θεέ μου, τι θα έκανα χωρίς αυτό…» και τον έβλεπα και γελούσα σκεπτόμενος πως εγώ το είχα «φτιάξει αυτό» και καθώς γελούσα γύρισε ο τύπος και με ρώτησε «τι γελάς ρε μαλάκα, που το βρίσκεις το αστείο»; Κι άντε τώρα εγώ να εξηγήσω πως δεν τρέχει… τίποτα που γελάω και να μην δίνει σημασία σε μαλάκες σαν κι εμένα. Φυσικά δεν του εξήγησα τίποτα διότι αν του εξηγούσα έστω και λίγο τότε θα χανόταν το τίποτα και αυτός θα είχε κάτι και αφού θα είχε κάτι τότε θα ξεφύτρωνε πάλι εκείνο το γαμημένο το δάχτυλο που έχεσα κάποτε, οπότε γύρισα πλάτη και τον άφησα να ευχαριστεί τον… θεό του.
Θα μπορούσα ν’ αναφέρω πολλά τέτοια παραδείγματα αλλά και πάλι δεν θα το κάνω διότι απλά θα χαθεί το τίποτα και για μένα το τίποτα είναι ο θησαυρός μου. Αν δεν ήμουν ένας τιποτένιος τότε αναμφισβήτητα θα ήμουν κάτι αλλά δεν υπάρχει μεγαλύτερη φρίκη από αυτή. Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από το είναι κάποιος κάτι. Διότι όποιος είναι κάτι είναι τελειωμένος. Είναι αυτό το κάτι και πάει και τελείωσε. Δεν είναι όλα, δεν είναι πολλά, δεν μπορεί να γίνει κάτι άλλο, δεν μπορεί να δημιουργήσει τίποτα πέρα από εκείνο το κάτι που με κόπο νομίζει πως απέκτησε κι έγινε κάποιος. Κάπως έτσι σχεδόν όλοι νομίζουν πως κάτι είναι. Κάπως έτσι οι περισσότεροι νομίζουν πως είναι κάποιοι. Κάποιοι με ονοματεπώνυμο που κάνουν κάτι. Ε λοιπόν εγώ δεν είμαι τίποτα! Είμαι ένας τιποτένιος που δεν κάνει κάτι. Μόνο κάνει. Κι αν αναρωτηθεί κανείς τι κάνω, η απάντηση είναι τίποτα. Διότι αν έκανα κάτι όπως αυτοί τότε δεν θα έκανα τίποτα. Όπως ακριβώς αυτοί που νομίζουν πως κάτι κάνουν. Τι κάνουν λοιπόν ο τρελός της γειτονιάς, ο γύφτος της πόλης, ο πούστης της παρέας, ο μετανάστης γείτονας, ο μαύρος βρωμιάρης, ο κίτρινος μαλάκας, ο μπατήρης άνεργος, ο ανήθικος, ο ζητιάνος, ο ανίκανος, ο τεμπέλης, ο ψεύτης, ο κλέφτης, ο φονιάς, ο άθεος, ο αθεόφοβος, ο αντίχριστος, ο πουτανιάρης, ο γκομενιάρης, ο τζογαδόρος, ο πρεζάκιας, ο χασικλής, ο υβριστής, ο χλεμπονιάρης, η κότα, ο δειλός, ο ανώμαλος, ο αφύσικος, το τσουτσέκι ο κερατάς, ο ανθέλληνας, ο προδότης, ο επίορκος κλπ; Κάνουν κάτι όλοι αυτοί ή δεν κάνουν τίποτα; Κι αν κάνουν τι ακριβώς κάνουν; Ε λοιπόν κυρίες και κύριοι αυτή την φορά θα σας πω κάτι κι όποιος κατάλαβε, κατάλαβε. Όλοι αυτοί είναι που κάνουν το σημαντικότερο. Όλοι αυτοί οι καθένας μόνος του και όλοι μαζί είναι που κάνουν ΤΗΝ ΔΙΑΦΟΡΑ! Αν δεν υπήρχαν αυτοί δεν θα υπήρχε η ιστορία. Όλοι οι υπόλοιποι απλώς κουλαντρίζουν την υπάρξή τους με μέτρο το τίποτα των «τιποτένιων». Η κοινωνία είναι φτιαγμένη για να μην είναι κι αυτό που είναι προκύπτει ως ακούσιο αποτέλεσμα του τι δεν θέλει να είναι. Και το καλύτερο απ’ όλα είναι πως ελάχιστοι το ξέρουν. Αν το ήξεραν όλοι ο κόσμος μας θα ήταν πολύ διαφορετικός. Διότι αν δεν υπήρχαν πεινασμένοι δεν θα υπήρχαν ούτε χορτάτοι. Χορταίνουμε επειδή δεν θέλουμε να πεινάσουμε. Είμαστε κάτι για να μην είμαστε τίποτα. Είμαστε κάποιοι για να μην είμαστε ο κανένας. Όμως ας μην γελιόμαστε, μόνο σε σύγκριση με τον κανέναν είμαστε κάποιοι και μόνο σε σύγκριση με το τίποτα είμαστε κάτι. Αυτά.
Λέγεται ότι κάποτε ο Σωκράτης φώναξε σε κάποιον ρήτορα που παρουσιάστηκε στο βήμα με κουρελιασμένα ρούχα: «Νεαρέ Αθηναίε, η ματαιοδοξία σου βγαίνει απ' όλες τις τρύπες».
ΑπάντησηΔιαγραφήπράγμα που ποτέ δεν θα τολμούσε να πει στην γυναίκα του. Ο Σωκράτης!
ΑπάντησηΔιαγραφή