Πώς να εξηγήσουμε τις επιτυχίες των ελληνικών ΑΕΙ στα διεθνή συστήματα αξιολόγησης; Πώς συνάδουν οι διεθνείς επιτυχίες των ΑΕΙ με την απαξίωσή τους στο εσωτερικό της χώρας;
Δημοσιεύτηκε στην Αυγή, 24 Ιουλίου 2011
H εικόνα των ελληνικών πανεπιστημίων στο εξωτερικό είναι πολύ διαφορετική από την προσπάθεια απαξίωσής τους που προωθείται στο εσωτερικό. Στις διεθνείς αξιολογήσεις που επιχειρούν, καλώς ή κακώς, να παρουσιαστούν ως ενδεικτική εικόνα των διαφόρων συστημάτων εκπαίδευσης, διαπιστώνουμε ότι τα πανεπιστήμια Αθηνών και Θεσσαλονίκης καθώς και το Μετσόβιο Πολυτεχνείο σταθερά βελτιώνουν τη θέση τους. Το Πανεπιστήμιο Αθηνών σταθερά κατατάσσεται ανάμεσα στα 200-300 παγκοσμίως καλύτερα ΑΕΙ. Πέντε ελληνικά πανεπιστήμια (Αθηνών, Θεσσαλονίκης, Μετσόβιο, Πάτρας και Κρήτης) κατατάχθηκαν το 2010 στις πρώτες 200 παγκοσμίως θέσεις ορισμένων κλάδων. Τα πανεπιστήμια Θεσσαλονίκης, Κρήτης και το Μετσόβιο κατατάσσονται στις πρώτες 51 παγκοσμίως θέσεις για τους κλάδους των ηλεκτρολόγων μηχανικών, πολιτικών μηχανικών και μηχανολόγων μηχανικών.
Tο «μερίδιο» των διεθνών επιστημονικών δημοσιεύσεων που παράγονται στην Ελλάδα υπερδιπλασιάστηκε στην περίοδο 1993-2008, προσομοιάζοντας αυτό της Δανίας, της Φιλανδίας και της Αυστρίας. H Ελλάδα καταγράφει συντελεστή μεταβολής (αύξησης) των επιστημονικών δημοσιεύσεων υπερδιπλάσιο του μέσου όρου των χωρών μελών της ΕΕ και του ΟΟΣΑ (ΕΚΤ & ΕΙΕ 2010). Ο δείκτης αριθμού δημοσιεύσεων σε σχέση με τον πληθυσμό τοποθετεί τη χώρα μας 17η μεταξύ των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ ξεπερνώντας χώρες όπως η Ιαπωνία και η Ισπανία (2007). Ο «συντελεστής απήχησης» των προερχόμενων από την Ελλάδα επιστημονικών δημοσιεύσεων βελτιώνεται στην ίδια περίοδο από 0,52% σε 0,73%. Το 81% των δημοσιεύσεων προέρχεται από τα πανεπιστήμια (Τhomson Reuters NSI & ΝCR).
Σε σύνολο 235 χωρών, η Ελλάδα κατατάχθηκε το 2009 στην 26η παγκοσμίως θέση αναφορικά με την παραγωγή «επιστημονικού έργου», ξεπερνώντας χώρες με πολύ πιο ανεπτυγμένα συστήματα Ανώτατης Eκπαίδευσης όπως η Νορβηγία, η Αυστρία, η Δανία, η Νέα Ζηλανδία, το Μεξικό κ.ά. (SCImago Scopus 2009). Οι απόφοιτοι ελληνικών πανεπιστημίων διακρίνονται στην κατάκτηση των πιο ανταγωνιστικών παγκοσμίως υποτροφιών. Το Μετσόβιο κατέχει την έκτη θέση πανευρωπαϊκά ανάμεσα σε όλους τους φορείς έρευνας στους επιστημονικούς κλάδους που θεραπεύει, όσον αφορά τις επιτυχίες του στα έξι Προγράμματα-Πλαίσιο. Η Ελλάδα είναι ένατη ανάμεσα στις 27 χώρες της Ε.Ε. σε αριθμό συμμετεχόντων και σε χρηματοδότηση από το 7ο Πρόγραμμα Πλαίσιο για την έρευνα και πετυχαίνει τη μέγιστη αναλογία χρημάτων ανά ερευνητή συγκριτικά με τις άλλες χώρες της Ε.Ε. στα ευρωπαϊκά προγράμματα (Nature, 9/4/2009).
Προχωρώντας περαιτέρω την παράθεση των διεθνώς διαθέσιμων στοιχείων, διαπιστώνουμε ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις επί διετία δεν κάλυπταν τις συνδρομές των διεθνών επιστημονικών περιοδικών. Η έρευνα χρηματοδοτούνταν το 2009 με 0,5% του ΑΕΠ, όταν ο μέσος ευρωπαϊκός όρος υπερέβαινε το 2%. Οι αμοιβές των πανεπιστημιακών υπολείπονται των αποδοχών των πανεπιστημιακών στις περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης και αντιστοιχούν στο 40% των αντίστοιχων αμοιβών στο Πανεπιστήμιο της Κύπρου. Οι ετήσιες ανά φοιτητή κρατικές δαπάνες υπολείπονται, εδώ και μια επταετία (ΟΟΣΑ 2005), του μέσου όρου δαπανών στις χώρες του ΟΟΣΑ και πλησιάζουν αυτές της Ινδίας…
Αρνητικές πτυχές της ανώτατης εκπαίδευση: ψέματα και αλήθειες
Η συμπλήρωση των δεινών της Ανώτατης Εκπαίδευσης μπορεί να γίνει ανατρέχοντας στον ελληνικό Τύπο αλλά και στις δηλώσεις της πολιτικής μας ηγεσίας. Πληθώρα άρθρων αναφέρονται στις πελατειακές σχέσεις, στην αναξιοκρατία και στη νομοθέτηση αντιφατικών και «φωτογραφικών» προβλέψεων που αφορούν την ακαδημαϊκή κοινότητα. Αρκετά άρθρα αναφέρονται στους βανδαλισμούς στα ΑΕΙ, αλλά αδυνατούν να εξηγήσουν τις αιτίες τους και αρκούνται απλώς σε καταγγελίες ή προτάσεις κατασταλτικών μέτρων. Συχνές είναι οι αναφορές στο υψηλό κόστος λειτουργίας των ΑΕΙ και στο «χαμηλό επίπεδο σπουδών και έρευνας». Η κατανόηση των αρνητικών πτυχών της Ανώτατης Εκπαίδευσης οφείλει να λάβει υπόψη της τη διάκριση ψεύδους και αλήθειας.
Το κόστος λειτουργίας των ΑΕΙ υπολείπεται του αντίστοιχου κόστους στις περισσότερες χώρες της ευρωζώνης. Οι πελατειακές σχέσεις, η αναξιοκρατία και οι «φωτογραφικές» νομικές προβλέψεις συνιστούν απόρροια συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών των ασκούντων τη νομοθετική εξουσία που συναλλάσσονται με μειοψηφίες του διδακτικού προσωπικού και με τους δυνητικά ισχυρότερους μηχανισμούς επιρροής των φοιτητών (ΔΑΠ, ΠΑΣΠ). Έτσι προέκυψε, για παράδειγμα, η μη στάθμιση της συμμετοχής στις εκλογές διοικητικών οργάνων των ΑΕΙ, η εκτίναξη των λειτουργικών εξόδων καθαριότητας και φύλαξης λόγω απαγόρευσης της αυτεπιστασίας τους από τα ΑΕΙ, η παραίτηση του Γενικού Γραμματέα Έρευνας και Τεχνολογίας που κατήγγειλε την ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας για καθυστέρηση ερευνητικών χρηματοδοτήσεων 1 δισ. ευρώ διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων και την «υποτίμηση της σημασίας να δοθούν στα πανεπιστήμια με αξιοκρατικά κριτήρια και πλήρη διαφάνεια»…
Πώς μπορούμε όμως να εξηγήσουμε τις επιτυχίες των ελληνικών ΑΕΙ στα διεθνή συστήματα αξιολόγησης, δεδομένων των τριτοκοσμικών χρηματοδοτήσεων, των παρεμβάσεων της πολιτικής εξουσίας, των πελατειακών δικτύων, της αδιέξοδης βίας; Επιπλέον, πώς συνάδουν οι διεθνείς επιτυχίες των ΑΕΙ με την απαξίωσή τους στο εσωτερικό της χώρας και τις κατηγορίες περί «χαμηλού επιπέδου σπουδών και έρευνας»; Θέτοντας αυτά τα ερωτήματα, δεν επιδιώκουμε να παρουσιάσουμε μια ωραιοποιημένη εικόνα των πανεπιστημίων μας. Ευελπιστούμε να συνεισφέρουμε στην κατανόηση των επιτυχιών των ελληνικών ΑΕΙ στα διεθνή συστήματα αξιολόγησης αλλά και στον αναστοχασμό για το τι, εν τέλει, μπορεί να θεωρείται ως «επιτυχία» της ανώτατης εκπαίδευσης.
Δείκτες και κριτήρια αξιολόγησης
Για να κατανοήσουμε τις επιτυχίες στα διεθνή συστήματα αξιολόγησης, πρέπει να λάβουμε υπόψη τους δείκτες που χρησιμοποιούνται ως κριτήρια αξιολόγησης («διεθνείς» δημοσιεύσεις, «απήχησή» τους, αναλογία πανεπιστημιακών προς φοιτητές κλπ.). Οι εν λόγω δείκτες, πολλαπλασιαζόμενοι με συντελεστές βαρύτητας, αθροίζονται για να παράγουν ένα «αντικειμενικό» τελικό βαθμολογικό αποτέλεσμα. Οι δείκτες και οι συντελεστές βαρύτητας επιλέγονται από τους φορείς αξιολόγησης. Παρόλο που αυτά τα μεθοδολογικά δεδομένα ποικίλουν στις διάφορες αξιολογήσεις, η μεγέθυνση των πανεπιστημίων στην Ελλάδα την τελευταία δεκαπενταετία είχε ως συνέπεια την αύξηση της παραγωγής «επιστημονικού έργου». Το γεγονός αυτό επηρέασε θετικά τη συνολική αξιολόγηση της ελληνικής Ανώτατης Εκπαίδευσης. Η μεγέθυνση βέβαια δεν θα ήταν επαρκής αν τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας δεν ήταν ποιοτικά άξια να παράγουν έργο διεθνών προδιαγραφών.
Το ζητούμενο, εν τέλει, είναι να κατανοήσουμε τους παράγοντες που συντελούν στην ύπαρξη ποιοτικά αξιόλογων μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας. Η σχετική συζήτηση υπερβαίνει τις προτεραιότητες του παρόντος άρθρου και οφείλει να λάβει υπόψη της ευρύτερες διεργασίες στην ελληνική κοινωνία. Διεργασίες που συνδέονται με την αξία της ακαδημαϊκής γνώσης, το υψηλό επίπεδο σπουδών ορισμένων πανεπιστημιακών Τμημάτων, τη σχέση των ακαδημαϊκών θέσεων με την κοινωνική κινητικότητα, την ένταση μεταφοράς της επιστημονικής γνώσης από το εξωτερικό (η γενιά της επιστροφής μετά το 1974, ο ρόλος της ομογένειας και των υποτροφιών, μεταπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό και τα δίκτυα συνεργασιών που δημιουργούνται κλπ.).
Οι επιτυχίες μπορεί ακόμα να σημαίνουν ότι η ακαδημαϊκή κοινότητα έξυπνα χρησιμοποιεί τους κανόνες του «πολιτισμού της αξιολόγησης». Οι πανεπιστημιακοί, οι ερευνητές των δημόσιων ιδρυμάτων και οι υποψήφιοι διδάκτορες --κατηγορίες που «παράγουν» επιστημονικό έργο στη χώρα μας-- έχουν κατανοήσει το πλαίσιο λειτουργίας των διεθνών συστημάτων αξιολόγησης. Τέλος, στις εν λόγω επιτυχίες σίγουρα συντελεί και η ανάπτυξη των υποδομών (βιβλιοθήκες, εργαστήρια, τεχνογνωσία διοικητικού προσωπικού κλπ.). Η ανάπτυξη αυτή υπολείπεται της αντίστοιχης άλλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά προσφέρει δυνατότητες που ήταν ανύπαρκτες πριν από μια εικοσαετία.
Κριτικές των ελληνικών πανεπιστημίων από διαφορετικές αφετηρίες
Πώς όμως συνάδουν οι διεθνείς επιτυχίες των ΑΕΙ με την απαξίωσή τους στο εσωτερικό της χώρας; Οι ιδεολογικές και πολιτικές παραδοχές των συστημάτων αξιολόγησης των πανεπιστημίων εντάσσονται σε μια νεοφιλελεύθερη αντίληψη που ποσοτικοποιεί το «προϊόν» που παράγουν τα πανεπιστήμια και κρίνει τη συμβολή του με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια. Η σχετική με τις διεθνείς αξιολογήσεις αναφορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης Πανεπιστημίων χαρακτηρίζει υποτιμητικά τις πληροφορίες που αυτές παρέχουν ως «business-like» (ΕUA 2011). Το παράδοξο όμως είναι ότι οι πλέον απαξιωτικές κριτικές της ελληνικής ανώτατης εκπαίδευσης προέρχονται από διανοούμενους που εντάσσονται στο ίδιο ιδεολογικοπολιτικό πλαίσιο που διέπει τις παραδοχές των διεθνών συστημάτων αξιολόγησης! Αδυνατούμε να πιστέψουμε ότι οι εν λόγω διανοούμενοι αγνοούν τα αποτελέσματα πληθώρας διεθνών αξιολογήσεων των ελληνικών ΑΕΙ. Η αντίφαση αυτή ίσως να οφείλεται στο ότι η πλειονότητα των συγκεκριμένων κριτικών, όπως επισήμανε και ο Κ. Τσουκαλάς, «δεν επιδιώκει καν την άρση ή άμβλυνση των δυσλειτουργιών μιας “ανίατης” δημόσιας εκπαίδευσης μέσα από επιμέρους αλλαγές και μεταρρυθμίσεις», αλλά την πλήρη αντικατάστασή της από την «ιδέα της ιδιωτικής εκπαίδευσης».
Υπάρχουν βέβαια και πολλές κριτικές της ελληνικής ανώτατης εκπαίδευσης που εκκινούν από τις ιδεολογικοπολιτικές αρχές που ενέπνευσαν τη δημιουργία του ευρωπαϊκού universitas. Οι βασικές κοινές παραδοχές αυτών των κριτικών τονίζουν τον ρόλο της γνώσης ως δημόσιου αγαθού και τον ρόλο των πανεπιστημίων ως αυτόνομων θεσμών προαγωγής της επιστήμης, εκπαίδευσης πολιτών, αναπαραγωγής του πολιτισμού, ενίσχυσης της κοινωνικής συνοχής. Οι κριτικές αυτές εστιάζονται σε παθογένειες που αίρουν τον δημόσιο χαρακτήρα του πανεπιστημίου και το απροϋπόθετο της επιστημονικής γνώσης (μηχανισμοί ιδιοποίησης και εξάρτησης του πανεπιστημίου).
Οι επιτυχίες των ελληνικών πανεπιστημίων στα διεθνή συστήματα αξιολόγησης της ανώτατης εκπαίδευσης βρίσκονται εκτός του ενδιαφέροντος αυτών των κριτικών. Αυτό εξηγείται δεδομένου του ότι η θεώρηση της γνώσης ως αγοραίου και ποσοτικά μετρήσιμου «προϊόντος» αντιβαίνει με τις βασικές παραδοχές του ευρωπαϊκού universitas. Oι κριτικές αυτές επισημαίνουν τα μεθοδολογικά κενά των διεθνών αξιολογήσεων, τον αφελή θετικισμό τους, την εμμονή στην ιεράρχηση και κατάταξη των εκπαιδευτικών θεσμών, αλλά και τον πολιτισμικό φετιχισμό στην «ποιότητα» και στην ποσοτικοποίηση της που συνιστά «ομότροπη λειτουργία προς την επιμέτρηση της ακροαματικότητας των τηλεοπτικών εκπομπών» - όπως εύστοχα παρατήρησε ο Παναγιώτης Νούτσος. Υπ’ αυτή την έννοια, εύστοχα γίνονται παραλληλισμοί ανάμεσα στο ρόλους των φορέων διεθνών ακαδημαϊκών αξιολογήσεων και των οίκων αξιολόγησης των εθνικών οικονομιών. Κοινωνός μιας τέτοιας κριτικής αντίληψης φαίνεται να είναι και η Ευρωπαϊκή Ένωση Πανεπιστημίων, που επισημαίνει ότι «προς το παρόν είναι δύσκολο να υποστηρίξουμε ότι τα οφέλη που παρέχονται από τις πληροφορίες των διεθνών συστημάτων αξιολόγησης είναι μεγαλύτερα από τα αρνητικές επιδράσεις των “ανεπιθύμητων συνεπειών” των αξιολογήσεων» (ΕUA 2011: 68). Ταυτόχρονα όμως οι εμπνεόμενες από τις αρχές του ευρωπαϊκού universitas κριτικές δεν έχουν να επιδείξουν μια εναλλακτική διαδικασία έκθεσης των θετικών επιτευγμάτων των ελληνικών ΑΕΙ.
Αυτό που τελικά συμβαίνει είναι ότι τα ελληνικά πανεπιστήμια απαξιώνονται εντός Ελλάδας από κριτικές που εκκινούν από διαφορετικές αφετηρίες και που σπάνια τονίζουν τα θετικά επιτεύγματα της Ανώτατης Εκπαίδευσης - με όποιο τρόπο και βάσει των όποιων κριτηρίων αυτά μπορούν να διαγνωστούν. Κοινό χαρακτηριστικό των περισσότερων κριτικών είναι ότι ανάγουν τα αρνητικά φαινόμενα που εμφανίζονται σε μεμονωμένα πλαίσια ως την αντιπροσωπευτική εικόνα των ΑΕΙ. Μεγάλα πανεπιστήμια με υποδομές και παράδοση 175 ετών λειτουργίας στοιχίζονται με πανεπιστήμια που ιδρύθηκαν προ τριετίας. Αξιόλογα πανεπιστημιακά Τμήματα κατηγοριοποιούνται μαζί με Τμήματα «τιποτολογίας». Σ’ αυτή την τάση αρνητικής γενίκευσης συντελεί και η αυξημένη θεατότητα των θεσμικών παρεκτροπών στα ΑΕΙ. Η πανεπιστημιακή διοίκηση είναι, εξαιτίας του Ν. 1268/82, περισσότερο «διάφανη» από κάθε άλλο διοικητικό μηχανισμό του κράτους (π.χ. τοπική αυτοδιοίκηση, υπουργεία). Επιπλέον, οι σχέσεις αρκετών πανεπιστημιακών με τα ΜΜΕ προσφέρουν τη δυνατότητα δημοσιοποίησης των θεσμικών ατοπημάτων, δημοσιοποίηση που επιπλέον συστηματικά προωθείται από κυβερνητικές πηγές.
Κριτήρια αξιολόγησης: ένα βαθύτατα πολιτικό ζήτημα
Οι επιτυχίες των ελληνικών ΑΕΙ στα διεθνή συστήματα αξιολόγησης αναδεικνύουν το βαθύτατα πολιτικό ζήτημα των κριτηρίων αξιολόγησης της Ανώτατης Εκπαίδευσης. Επιπλέον, αποδεικνύουν ότι οι κριτικές των ελληνικών πανεπιστημίων που εκκινούν από τη θεώρηση της εκπαίδευσης ως αγοραίας διαδικασίας συνιστούν απλώς και μόνο μια ιδεολογική εμμονή. Εμμονή που επιδιώκει τη μετάβαση από τη χρόνια προσπάθεια ιδιοποίησης των ΑΕΙ στην ιδιωτικοποίηση τους. Για όσους εκκινούν από τις αρχές του ευρωπαϊκού universitas επείγει η ανάγκη έκθεσης των επιτευγμάτων των ελληνικών ΑΕΙ στην ελληνική κοινωνία. Επιτευγμάτων που αφορούν τη συμβολή των πανεπιστημίων στην προαγωγή της επιστήμης, στη διάχυση της γνώσης ως δημόσιου αγαθού, στη βελτίωση του επιπέδου εκπαίδευσης όσων κατοικούν στην Ελλάδα, στην ανάπτυξη της κοινωνικής συνοχής, στην κοινωνικοποίηση κριτικά σκεπτόμενων ενεργών πολιτών, στην οικονομική ανάπτυξη και στην καλλιέργεια του πολιτισμού.
*Ο Γιώργος Αγγελόπουλος διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
Σ.Σ. Διαβάσατε το κείμενο είδατε και τις εικόνες, ο καθένας ας βγάλει τα συμπεράσματά του…
Δεν λαμβανεται υποψιν οτι η αριστεια προερχεται απο το 1/3 των πανεπιστημιακών, τα δυο τριτα ειναι για πεταμα και οι δομες μοιαζουν με με τις αντιστοιχες της εποχης της τουρκοκρατιας
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν εχει σωστη ενημερωση ο κυριος, τα ελληνικά ΑΕΙ εχουν το μεγαλυτερο ποσοστο χρηματοδοτησης πανευρωπαΙκά, διοτι τεραστια ποσα δινονται για τα δωρεαν (στην πλειοψηφια τους αχρηστα) συγγραμματα για να πλουτισουν οι εκδοτες και οι καθηγητες
ΑπάντησηΔιαγραφή