Τα σύνορα έθεσαν φραγμό στη μετανάστευσή τους, τα σύγχρονα κράτη τούς επέβαλαν τη νομιμότητά τους, η βιομηχανική ανάπτυξη έσβησε τη μαστοριά και τις τέχνες τους, παντού η κυρίαρχη εθνική κουλτούρα προσπαθεί να αλώσει τις χιλιόχρονες πολιτισμικές αξίες τους. Πλησιάζουν ίσως στο τέλος της μοναχικής τους πορείας, αυτοί οι μελαψοί αλλόγλωσσοι νομάδες που απλώθηκαν σε όλη την Ευρώπη, διαδίδοντας μύθους για την προέλευση και τον προορισμό τους, που πότε σαν οργανοπαίκτες, χαλκιάδες, καλαθοπλέχτες, αρκουδιάρηδες και άλλοτε σαν μάγοι, ζητιάνοι ή αλαφροχέρηδες, ξεχώριζαν ως περίεργο πλήθος από τις χώρες που περνούσαν. Στη Δύση τους είπαν Tsiganes, Gitans, Zigeuners, Gipsies, Bohemiens, Gitanos. Σαν γύφτους και Κατσίβελους τους γνωρίσαμε στην Ελλάδα [Σιναπίδης 1953 και 1955]. Πρόκειται για τους Ρομ, όπως οι ίδιοι ονομάζονται. Τώρα που χάνουν σταδιακά την πολιτισμική τους ταυτότητα, σε μια αναγκαστικά περιθωριακή ενσωμάτωση, είναι πλέον γνωστά μερικά γεγονότα ικανά να σκιαγραφήσουν την ιστορική διαδρομή τους.
Είναι πιθανόν ο λαός εκείνος που για άγνωστους λόγους, γύρω στο 900 μ.Χ., επέλεξε την έξοδο από την πατρική του γη Ινδία, σε μια φυγή προς την Περσία, την Αρμενία και το Βυζάντιο, να είχε κάτι από τον τρόπο ζωής των Γκαντουλίγια Λοχάρ, των περιπλανώμενων με τις βοϊδάμαξες σιδεράδων του σημερινού Ρατζαστάν [Foletier]. Μπορεί ακόμη να είχε συγγένεια με τους 12.000 Τζατ μουσικούς που φτάσανε στην Περσία στα μέσα του 10ου αιώνα [M’Bow] ή τους ακροβάτες Λορς που γύριζαν στη Συρία και την Αίγυπτο το 14ο αιώνα.
Σίγουρο ωστόσο είναι ότι από τη σφαίρα αυτών των υποθέσεων, περνάμε στις πρώτες ιστορικές μαρτυρίες με ένα γεωργιανό κείμενο του 1068 μ.Χ., το “βίο του Αγίου Γεωργίου του Αθωνίτη”. Εδώ πρωτοσυναντάμε τους Adsincani, διαβόητους κακούργους (Maleficiis Famosi), απόγονους του μάγου Σίμωνα, οι οποίοι εντυπωσίασαν το έτος 1059 μ.Χ. τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Μονομάχο, εξολοθρεύοντας με φαρμακωμένο κρέας άγρια θηρία που κατέστρεφαν τη θήρα του βασιλικού άλσους. Οι “Αθίγγανοι” ξαναεμφανίζονται σε σχόλιο του Θεόδωρου Βαλσαμώνα (+ 1024) σαν σατανικά άτομα ισχυριζόμενα την πρόβλεψη του μέλλοντος, σε επιστολή του πατριάρχη Αθανασίου 1ου (1289 – 1293 και 1303 – 1309) ως δάσκαλοι διαβολικών πραγμάτων, σε πραγματεία του Ιωσήφ Βρυέννιου (1340 – 1431) συσχετιζόμενοι με μάγους, προφήτες και γόητες.
Το όνομα της θρησκευτικής αίρεσης των Αθιγγάνων φαίνεται πως χρησιμοποιήθηκε από τους βυζαντινούς λόγιους αντί του δημώδους και αγνώστου ετυμολογίας Ατζίγγανοι. Με υβριστική σημασία απαντάται το τελευταίο σε δύο σατυρικά ποιήματα του 14ου αιώνα: “Κορμοφηκάρα, παίγνιον των μωροατζιγγάνων”, “αλλ’ είσαι ψεματάρισσα, κλέπτρια και τζιγκάνα” [Παιδιόφραστος διήγησις των τετραπόδων ζώων, στίχοι 846, 285] και “ατζίγγανε, μαυρότεχνε, εμέν τα συντυχαίνεις;” [Ο Πουλολόγος, στίχος 127].
Σαν μέλη της φυλής Χαμ παρουσιάζονται στην Κρήτη, σύμφωνα με περιγραφή φραγκισκανού μοναχού προσκυνητή του 1322. Γυρίζουν στο νησί, δίχως να μένουν σε έναν τόπο περισσότερο από τριάντα ημέρες. Ζουν σε μαύρα μικρά χαμηλά και στενόμακρα αντίσκηνα, τα δε μέρη που κατασκηνώνουν δεν πλησιάζονται από τη βρόμα [Liégeois και Foletier].
Με το όνομα Romniti και εγκαταστημένοι εκτός των τειχών της Μεθώνης, αναφέρονται από περιηγητή του 1384. Την ίδια εποχή βρίσκονται στην περιοχή του Ναυπλίου. Οι Βενετσιάνοι τους έχουν παραχωρήσει προνόμια. Έχουν δικό τους αρχηγό, τον Johanes Cinganus, κάτοχο του τίτλου Drugarus Acinganorum. Ο συγγραφέας του έργου Επιδημία Μάζαρι εν Άιδου, γράφοντας το 1415 “εν Πελοποννήσω οικεί αναμίξ γένη πολιτευόμενα πάμπολλα”, σημειώνει εκτός των άλλων και τους Αιγύπτιους. Οι Αιγύπτιοι της Επιδημίας ή Μικροί Αιγύπτιοι σύμφωνα με τον ταξιδιώτη Harff (1497), προέρχονται από τη χώρα του Gyppe, τη λεγόμενη Tzingania, σαράντα μίλια μακριά της Μεθώνης [Soulis]. Από το ψευδές Αιγύπτιος θα προκύψει στο μέλλον το νεοελληνικό Γύφτος.
Feudum Acinganorum υπάρχει στην Κέρκυρα από το 1381 τουλάχιστον. Διατηρείται μέχρι το 19ο αιώνα, είναι πλούσιο σε έσοδα και ο βαρόνος του διαθέτει σχεδόν απόλυτη πολιτική και δικαστική εξουσία πάνω στους δουλοπάροικους. Τσιγγάνοι σιδεράδες δουλεύουν στη Ζάκυνθο το 1518, με τον ίδιο τρόπο όπως και στη Μεθώνη [Liégeois και Soulis]. Οι Cinquanes της Κύπρου, οι πρόγονοι των Κιλίντζιρων, διακρίνονται το 1580 στη χειρομαντεία και τη νεκρομαντεία [Κύρρης και Μένανδρος].
Για αρκετούς από τους Ρομ, η Ελλάδα θεωρείται κατάλληλος τόπος εγκατάστασης (με την έννοια της εποχικής μετανάστευσης εντός του συγκεκριμένου χώρου), άλλοι όμως, οι περισσότεροι, διασκορπίζονται στα Βαλκάνια και την υπόλοιπη Ευρώπη. Οι ιστορικές πηγές σημειώνουν τη διαδρομή τους:
Δύο άτομα της φυλής αιτούνται στη Δημοκρατία της Ραγούζας το 1362 επιστροφή καταθέσεων από έναν τραπεζίτη. Σαράντα οικογένειες δίνονται σκλάβοι το 1370 σε μοναστήρι της Βλαχίας. Στα δικαστικά χρονικά του Ζάγκρεμπ το 1378 και στο βιβλίο θανατικών καταδικών της Βοημίας του 1399 καταγράφονται για παρανομίες. Την προσφορά τροφίμων και χρημάτων χωρικών της Τρανσυλβανίας δέχονται 120 σύντροφοι του Emaus d’ Egypte το 1416. Την Ουγγαρία, Γερμανία και Ελβετία διασχίζουν το 1418 εφοδιασμένοι με επιστολές προστασίας του αυτοκράτορα Σιγισμόνδου. Στη Γαλλία, στον Άγιο Λαυρέντιο κοντά στον ποταμό Σάο, ο τοπικός πληθυσμός εντυπωσιάζεται το 1419 με αυτούς τους ανθρώπους “που τρέχουν στους κάμπους σαν τα αγρίμια”. Ταραχή προκαλούν στη Μπολόνια το 1422 οι γυναίκες της ομάδας του δούκα Αντρέα. Κυκλοφορούν με πουκαμίσες, ελάχιστα καλυμμένες και χρυσούς κρίκους στα αυτιά. Στις επόμενες περιπλανήσεις τους ο δούκας δείχνει στις αρχές συστατικό γράμμα με τη βούλα του Πάπα Μαρτίνου V. Αν και η επίσκεψη στο Βατικανό μάλλον δεν έγινε ποτέ, το πλαστό έγγραφο έκανε ευκολότερο το δρόμο τους. Ένας άλλος “ευγενής”, ο ντον Τζοάν της Μικρής Αιγύπτου εξασφαλίζει για τους πιστούς του το 1425, διαβατήριο από το βασιλιά Αλφόνσο V. Η τσιγγάνικη πορεία συνεχίζεται: Πολωνία (1428), Ρωσία (1501), Σκοτία και Δανία (1505), Σουηδία (1512), Αγγλία (1514), Φιλανδία (1515), Νορβηγία (1544) [Okely, Liégeois, Soulis, Foletier].
Ο γύφτικος μύθος της αιγυπτιακής καταγωγής τους, που διέδιδαν σκόπιμα οι “μετανοημένοι ειδωλολάτρες - ευλαβείς χριστιανοί προσκυνητές” του μεσαίωνα, αμφισβητήθηκε σοβαρά μόνο στα τέλη του 18ου αιώνα. Η τιμή ανήκει στον Ούγγρο Stephan Valyi που υπέθεσε πρώτος την ινδική τους προέλευση. Στην κατεύθυνση αυτή προσανατολίστηκαν οι εργασίες των γλωσσολόγων Rudiger, Grellmann, Bryant, Pott κ.ά. δίνοντας οριστική απάντηση στο πρόβλημα της κοιτίδας [Grellmann και Pott].
Η ρομάνι τσιμπ, η γλώσσα των Ρομ,[ii] άσχετη με την αραβική και επομένως την μητέρα Αίγυπτο [πρβλ. Μπίρης 1942 και 1954] είναι θυγατρική της σανσκριτικής και συγγενής των νεοϊνδικών Χιντί και Παντζάμπι [Buck και Coulson]. Υπάρχουν σε αυτή λέξεις με περσική, αρμενική, ελληνική, σλαβική, ρουμάνικη, ουγγρική και γερμανική ρίζα. Ο αριθμός των δάνειων λέξεων είναι ανάλογος με το χρόνο παραμονής τους στις διάφορες χώρες. Με βάση την κοινή ρομάνι δημιουργήθηκαν στη συνέχεια επτά διάλεκτοι,[iii] ορισμένες των οποίων δεν έχουν ερευνηθεί εκτενώς [Liégeois και Soravia].
Τα τουρκογύφτικα των οικισμών Εϊβάν Σεράι και Σουλού Κουλέ της Κωνσταντινούπολης μελετήθηκαν το 1857 – 1870 από το γιατρό Αλέξανδρο Πασπάτη [Πασπάτης και Paspati]. Δύο μεικτές συνθηματικές ελληνογύφτικες διαλέκτους[iv] εξετάζουν τρία κείμενα: Αυτά των Χρίστου Σούλη (1929) και Αναστασίου Ευθυμίου (1954), παρουσιάζουν μικρά γλωσσάρια των Ρόμκα της Ηπείρου [Σούλης και Ευθυμίου], ενώ ένα του Μανόλη Τριανταφυλλίδη (1923) ακροθιγώς αναφέρεται στα Ντόρτικα της Ευρυτανίας [Τριανταφυλλίδης].
Είναι η παράδοση των Τσιγγάνων που διατήρησε το νομαδισμό ή τα επαγγέλματα που ασκούσαν επέβαλαν τον πλάνητα βίο; Οι απομονωμένοι μεταξύ τους οικισμοί της προβιομηχανικής κοινωνίας με την κλειστή οικονομία τους, περιοδικά χρειάζονταν τις υπηρεσίες τεχνιτών και γυρολόγων που αδυνατούσαν μονίμως να συντηρήσουν. Έτσι σαν περαστικοί σιδεράδες, γανωτζήδες, καρεκλάδες, παλιατζήδες, πραματευτάδες, έμποροι χαλιών και αλόγων, σαν εποχικοί εργάτες σε αγροτικές εργασίες κι ακόμα σαν εξορκιστές – πνευματιστές, παρασκευαστές μαγικών φίλτρων και φυλαχτών ή μουσικοί στα πανηγύρια, έκαναν τη σύντομη παρουσία τους επιθυμητή. Από την άλλη η ροπή τους στη ζητιανιά και στις μικροκλοπές, έργο κυρίως των παιδιών και των γυναικών, συντηρούσε την επιφυλακτικότητα των χωρικών, που πολλές φορές γινόταν απροκάλυπτη εχθρότητα απέναντι στους αλλόκοτους ξένους [Charlemagne, Tomka, Γιαννακόπουλος]. Η καθημερινή ζωή των Γύφτων, η συναλλαγή και η επαφή τους με τους πάση φύσεως αλλόφυλους (τους γκατζέ ή μπελαμέ), αναπαρήγαγε τις πατρικές τέχνες και τους ξανάδενε με τις παραδόσεις.
Βέβαια ήταν η φαινομενική ελευθεριότητα της εξωτικά ντυμένης Γύφτισσας, η κοινοβιακή ζωή του τσαντιριού, η επιφανειακή αποδοχή των τοπικών θρησκευτικών δοξασιών, η εμμονή σε παγανιστικές λατρείες και μαγγανείες, η υπέρμετρη πονηριά, η απειθαρχία στους ισχυρούς και άλλα πολλά τα οποία μεγάλωναν το χάσμα των δύο πλευρών [Grande, Γιαννακόπουλος].
Στο τέλος, τα όρια συνύπαρξης και ανοχής στένεψαν ιδιαίτερα για τον ασθενέστερο της αναγκαστικής γειτονίας. Η σύγχρονη οικονομία κατέστρεψε τη χειροτεχνία, ο πολιτισμός της βιομηχανικής κοινωνίας απέρριψε την κουλτούρα της άμαξας και του αντίσκηνου, το εθνικό ευρωπαϊκό κράτος υποχρέωσε τους Τσιγγάνους σε άρνηση του εθιμικού τους δικαίου. Η σύσταση του Ρομάνο Κογκρέσο και της συνεργαζόμενης με την Ουνέσκο Εταιρείας Τσιγγάνικων Σπουδών, μοιάζει να είναι η ύστατη προσπάθεια λίγων διανοουμένων για τη διάσωση της τσιγγανότητας, σε ένα κόσμο που ραγδαία μεταβάλλεται.
Στη βαλκανική, οι μετακινήσεις τους περιορίστηκαν μετά τους πολέμους του 1912 – 1922 και τη διάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Με την “ανταλλαγή” των πληθυσμών, εντός των ελληνικών συνόρων (με εξαίρεση τη Δυτική Θράκη) παρέμειναν όσοι αληθώς ή ψευδώς δήλωσαν ορθόδοξοι Έλληνες [Ανδριώτης, Δαλέζιος, Καλονάρος, Σκαλιέρης]. Ομάδες και φάρες με διακριτικά ονόματα όπως Λαουτάρηδες, Χαντάρουρα, Μπράχοι, Καλπαζάνοι, Ζάπαρι, Φιτσίρα, Φιλιπίτζοι κ.ά. χάραξαν τα νέα ετήσια δρομολόγια βάση της προσφοράς αγροτικής εργασίας ή εγκαταστάθηκαν σε παραπήγματα στις παρυφές των πόλεων [Αναγνωστόπουλος, Φαλτάιτς 1931 και 1935, Γιαννακόπουλος, Θεοδωράκη].
Το ελληνικό κράτος προσπάθησε να κρύψει στις απογραφές τον πραγματικό αριθμό τους. Το 1928 κατέγραψε 4.998 άτομα που μιλούσαν την αθιγγανική (από αυτούς οι 3.853 ήταν ορθόδοξοι χριστιανοί και οι 1.130 μουσουλμάνοι). Το 1940 εμφανίζει να μιλούν την τσιγγάνικη γλώσσα 8.141 άτομα, τα οποία τα μειώνει σε 7.429 το 1951. Σήμερα πανεπιστημιακές ερευνητικές ομάδες κάνουν λόγο για κάποιες εκατοντάδες χιλιάδες Τσιγγάνων που ζουν στην Ελλάδα, διεσπαρμένοι σε όλη τη χώρα.[v
Lithoksou.net