Έχω τη γνώμη ότι οι εκλογές της 25ης Ιαν ’15, θα καταγραφούν στην ιστορία μας ως φαινόμενο πρωτοφανούς πολιτικής ευκαιριακότητας και επιπολαιότητας. Ίσως και να πρόκειται για την αναπόφευκτη συνέπεια των σειριακών αξιακών μεταλλάξεων από τις οποίες υποφέρει το πολιτικό σύστημα. Σε αυτό το άρθρο επιχειρώ να προσεγγίσω, με γνώσεις δανεικές από την επιστήμη μου, την προέλευση του κυρίαρχου χαρακτηριστικού αυτών των εκλογών: του κυνισμού και της ιδιοτέλειας πολλών από τους πρωταγωνιστές τους.
Αρκετοί υποτιμούν τη σημειολογία που έχουν οι εσωτερικές διαδικασίες των κομμάτων. Κι όμως, η εσωκομματική λειτουργία ενός πολιτικού κόμματος είναι μικρογραφία του μοντέλου διακυβέρνησης που θα ασκήσει όταν έρθει στην εξουσία. Αν παρατηρήσει κανείς προσεκτικά πως έχει η οργάνωσή τους, αν διαβάσει τα καταστατικά τους και συνεκτιμήσει το βαθμό στον οποίο αυτά εφαρμόζονται, αν παρακολουθήσει τις σχέσεις του ηγέτη τους με τους συνεργάτες του, θα σχηματίσει μια αρκετά ασφαλή άποψη σχετικά με τις ρεαλιστικές προσδοκίες που μπορεί να έχει από αυτά. Κυρίως, όμως, θα βρει τα οδηγά σημεία στην πορεία της ερμηνείας παράδοξων συμπτωμάτων, όπως οι αναπάντεχες μετεγγραφές πολιτικών, η ανάβλυση κομμάτων από το πουθενά, κ.α. Παρόλα αυτά, οι ίδιοι οι οπαδοί των κομμάτων δείχνουν συχνά να εθελοτυφλούν, να αποφεύγουν, ή ακόμη και να ενοχλούνται από την κριτική που εστιάζει σε όλα τα παραπάνω. Τι εξηγεί αυτή την ιδιότυπη άρνηση που επιτρέπει σε πολιτικούς ηγέτες και στελέχη να περιφρονούν τους κανόνες και την ηθική τάξη, με ελάχιστες συνέπειες για τους ίδιους; Η απάντηση στην ερώτηση είναι προαπαιτούμενη γνώση για την υπόθεση αυτού του άρθρου.
Στη μονογραφία του “Ομαδική ψυχολογία και ανάλυση του Εγώ”, ο Freud γράφει ότι σε συνθήκες ομάδας τα άτομα υπόκεινται σε υποβολή και επηρεάζονται εύκολα από άλλους. Μάλιστα, το επίπεδο της ευαισθησίας τους είναι τόσο υψηλό, ώστε μοιάζουν να βυθίζονται σε μια κατάσταση έκστασης, συγκρίσιμη με εκείνη των ατόμων που υπνωτίζονται. O Freud υποστηρίζει ότι αυτή η κατάσταση του νου εμπλέκει μια “παλινδρόμηση” σε ένα κατώτερο επίπεδο νοητικής αντίληψης, όπου τα άτομα καθοδηγούνται εύκολα από τα λόγια και τα έργα των ηγετών προς δραματικές ενέργειες και με ταχέως εναλλασσόμενα συναισθήματα. Δεν μπορώ να σκεφτώ καλύτερο παράδειγμα σε αυτό από τη μαζική συμπαράταξη της Γερμανικής κοινωνίας με τους Ναζί, στη δεκαετία του ’30. Μολονότι ακραία εκδήλωση, η ίδια ακριβώς χειριστική λειτουργία παρατηρείται με διάφορες εκφράσεις σε όλες τις εποχές και στα περισσότερα πολιτικά σχήματα (και όχι μόνο).
Ο Goethals1 σημειώνει ότι οι άνθρωποι έχουν την αρχαϊκή μνήμη ενός άνδρα αρχηγού, που τον φοβούνταν και τον αγαπούσαν ταυτόχρονα. Πράγματι, η “ηγεσία” φαίνεται να αναδύεται ως φυσική συνέπεια της δίψας μιας ομάδας για υπακοή και της προθυμίας των ατόμων να υποτάσσονται, ενστικτωδώς, σε εκείνον που διορίζει τον εαυτό του ως αρχηγό. Αυτό το σχεδόν ενστικτώδες πάθος για την εξουσία είναι εξάλλου αρκετά συναφές με την πρόταση του Δαρβίνου ότι η πρωταρχική μορφή της ανθρώπινης κοινωνίας ήταν εκείνη μιας ορδής που την κυβερνούσε δεσποτικά ένα ισχυρό αρσενικό. Ο Freud πίστευε ότι αυτή η πρωταρχική μορφή έχει αφήσει άφθαρτα ίχνη στην εξέλιξη του είδους και ότι τα άτομα βιώνουν μια υποσυνείδητη, νοσταλγική, επιθυμία να υπακούουν σε κανόνες και να ακολουθούν ηγέτες.
Στο πλαίσιο της κοινωνικής ψυχολογίας, η επιστημονική μελέτη του φαινομένου της ηγεσίας έχει καταλήξει σε τρία μοτίβα:
1. Χαρισματική ηγεσία. Ο ηγέτης με οραματισμό και την ικανότητα να κινητοποιεί και να εμπνέει αισιοδοξία στους άλλους 2, με εξαιρετικές επικοινωνιακές δεξιότητες, όπως ο συναρπαστικός τόνος της φωνής και κυρίως η διαρκής αλληλεπίδραση με τους υφισταμένους που δημιουργεί εμπιστοσύνη και πραγματική συμμετοχικότητα.3
2. Μεταρρυθμιστική ηγεσία. Ο χαρισματικός ηγέτης που υιοθετεί, επιπλέον, ηθικά κριτήρια και χρησιμοποιεί την επικοινωνία για τη μετάδοση ενός οράματος ικανού να επιφέρει αλλαγές στις αξίες, στις προσδοκίες και στα κίνητρα των οπαδών, με αποτέλεσμα εκείνοι να θυσιάζουν τα προσωπικά τους συμφέροντα υπέρ των συλλογικών.4
3. Συναλλακτική ηγεσία. Ο ηγέτης με την τάση να ελέγχει τις συμπεριφορές των οπαδών και να ασκεί επιρροή προσφέροντας αμοιβές (διαφόρων ειδών) έναντι της συμμόρφωσης. Σε αυτή την περίπτωση οι οπαδοί, ή οι “υφιστάμενοι”, εκχωρούν την ηγεσία στον αρχηγό έναντι ανταλλάγματος. Ο δε ηγέτης είναι μάλλον απρόθυμος να παραχωρεί ευθύνες στη λήψη αποφάσεων σε τρίτους.5 Πρόκειται για μια πραγματική σχέση συναλλαγής μεταξύ ηγέτη και οπαδών, η οποία μοιάζει με μια εμπορική ή επιχειρηματική συμφωνία. Σε αυτό το μοτίβο παρατηρείται, ωστόσο, η εξής “παρενέργεια”. Τόσο οι οπαδοί, όσο και οι συνεργάτες εγκαταλείπουν εύκολα τον ηγέτη και κατ’ επέκταση την ομάδα. Όπως ακριβώς οι υπάλληλοι που εργάζονται με την ανταπόδοση του μισθού τους και ακολουθούν τις οδηγίες και τους κανόνες για όσο διάστημα παραμένουν ικανοποιημένοι από το προσφερόμενο αντάλλαγμα. Όταν ο μισθός γίνει πολύ μικρός, ή τα ανταλλάγματα περιορίζονται, ενδέχεται να επιλέξουν να σπάσουν τη συμφωνία και να δώσουν τέλος στη συναλλακτική σχέση τους με τον ηγέτη, μετακινούμενοι σε μια άλλη …”εταιρία”.
Είμαι βέβαιος ότι η τελευταία παράγραφος σας θυμίζει κατί. Η Ελληνική κοινωνία αποτελεί, το δίχως άλλο, θύμα – κατά συρροή – συναλλακτικών ηγεσιών. Εκείνο που αρκετοί χαρακτηρίζουν ως “πελατειακό κράτος”, είναι στην πραγματικότητα το αποτέλεσμα αυτού του μοτίβου καθοδήγησης. Η ίδια πελατειακή σχέση διέπει και τις συνεργασίες των ηγετών στο εσωτερικό των κομμάτων τους. Επομένως, καλά καταλαβαίνετε. Το τέλος των απολαβών ενός κομματικού στελέχους, ή αν προτιμάτε η ματαίωση της προσωπικής του φιλοδοξίας λόγω της αδυναμίας του ηγέτη, ή του κόμματος, να την ικανοποιήσουν περαιτέρω, ή ακόμη η υπόσχεση – αν όχι η εγγύηση – της ικανοποίησής της από ένα άλλο κόμμα με καλύτερες προοπτικές εκλογιμότητας, οδηγεί με τεράστια ευκολία στη μετεγγραφή του σε αυτό το άλλο κόμμα.
Δυσκολεύομαι να απαντήσω αν τα συναλλακτικά ήθη είναι κυρίαρχα αυτή την εποχή λόγω της απουσίας χαρισματικών ηγεσιών, ή αν ο κομήτης των ισχυρών επιχειρηματιών εξαφάνισε αποτελεσματικά τις χαρισματικές ηγεσίες από την επιφάνεια της πολιτικής ζωής, χρίζοντας τους ηγέτες. Αυτό για το οποίο είμαι βέβαιος, είναι ότι ζούμε τη δική μας εποχή μεταδημοκρατίας, στην οποία οι συναλλακτικές πρακτικές του επιχειρηματικού κλάδου εφαρμόζονται απόλυτα και στις σχέσεις των πολιτών με τα κόμματα, των πολιτικών μεταξύ τους και πρώτιστα των ίδιων των κομμάτων με το πολιτικό τους προσωπικό. Πάντως, οι μετεγγραφές πολιτικών ακολουθούν διαδικασίες ανάλογες με το επαγγελματικό ποδόσφαιρο, ή πιο σωστά με τη μεταπήδηση στελεχών από τη μία εταιρεία στην άλλη και οπωσδήποτε στερούνται πολιτικού στοχασμού ή πολιτικής τεκμηρίωσης και αξιακής συνέπειας. Υπηρετούν, επομένως, την ατομική εξέλιξη και όχι το κοινό όφελος, αποστερούμενοι σταθερής ιδεολογίας.
Το εξωφρενικό παράδοξο είναι ότι οι συναλλακτικές ηγεσίες που μετεγγράφουν στελέχη, επιμένουν να υποστηρίζουν ότι πολεμούν το πελατειακό καθεστώς, μολονότι την ίδια ακριβώς στιγμή εφαρμόζουν τους κανόνες του. Οι πολίτες, μοιραία, οδηγούνται σε σύγχυση. Ακόμη και αν βρίσκονται σε άρνηση στην αρχή, όπως περιέγραψα προηγούμενα σε αυτό το άρθρο, η ανάγκη του ανήκειν και η εξειδανίκευση του ηγέτη, ή του συνόλου της ομάδας, ισορροπούν ακροβατικά πάνω στο ετερόκλητο μίγμα που προκύπτει. Οι συγκρουσιακές σχέσεις του πολιτικού προσωπικού, που είναι αναπόφευκτες ως απόρροια της συναλλακτικής φύσης της δικής του συμμετοχής, ματαιώνουν αργά ή γρήγορα τις πραγματικές επιθυμίες των πολιτών, γιατί εκείνες αφορούν στο συλλογικό καλό. Τότε, η συναλλακτική ηγεσία κλονίζεται και το παιχνίδι αρχίζει και πάλι από την αρχή, δυστυχώς με κόστος στην εμπιστοσύνη των κοινωνιών για την ίδια τη δημοκρατία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Άλλος για το κόμμα μου;