«Γιατί; Μα γιατί; Ήταν τόσο ωραίο, τόσο πραγματικό μα και τόσο εξωπραγματικό ταυτόχρονα! Γιατί το πετάς; Τι σου έκανε; Εμένα μου έδωσε τόσα πολλά…! Μου έδειξε δρόμους μυστικούς, πανέμορφους, σαν από παραμύθι αλλά ζωντανούς και υπαρκτούς γι αυτούς που μπορούν να δουν, τους ιχνηλάτες όπως τους λες! Εγώ το θέλω, άστο σε μένα αν δεν το ήθελες, μα εσύ το σκίζεις και το πετάς; Μα γιατί;;; Μήνες το έφτιαχνες, μήνες χανόσουν μέσα σε λευκές σελίδες και τώρα τις πετάς λες και ποτέ δεν υπήρξαν! Πες μου γιατί!»
Αυτά μου είπε η Μούσα όταν με είδε να το σκίζω σε κομματάκια άπειρα και να το πετώ κι αυτό όπως κι άλλα προηγούμενα. Καλή μου Μούσα! Έπρεπε εσύ να το κάνεις πριν από μένα, όμως σ’ εσένα και μόνο για σένα θ’ απαντήσω με τους «στερνούς στίχους» του Αντρέ Ζιντ από τις «γήινες τροφές» και θέλω να με καταλάβεις, γιατί σ’ αγαπώ.
ΣΤΕΡΝΟΙ ΣΤΙΧΟΙ
Πέταξε τώρα το βιβλίο μου Ναθαναήλ! Χειραφετήσου. Φεύγα από μένα, φεύγα. Μ’ ενοχλείς τώρα. Με κρατάς. Ο έρωτας που σου ‘δειξα μ’ απασχολεί. Κουράστηκα να υποκρίνομαι ότι επιθυμώ να διαπαιδαγωγήσω κάποιον. Είπα ποτέ πως σε θέλω να μου μοιάζεις; Επειδή διαφέρουμε σ’ αγαπώ. Δεν αγαπώ σε σένα παρά ό,τι διαφέρει από μένα. Στην πραγματικότητα δεν διαπαιδαγωγούσα άλλον από τον εαυτό μου. Να σου πω κι αυτό, Ναθαναήλ; Διαρκώς μορφώνομαι. Δεν εκτιμώ τον εαυτό μου παρά μόνο σαν σκέφτομαι τι θα μπορούσε να κάνει.
Πέταξε το βιβλίο μου Ναθαναήλ! Μην αρκείσαι σ’ αυτό. Μην πιστεύεις ότι η αλήθεια ΣΟΥ μπορεί να βρεθεί από έναν άλλον. Να ντρέπεσαι πολύ αν το πιστεύεις. Αν σου ‘φερνα τροφές, να μην πεινάς, να μην τις γευτείς. Αν σου ‘στρωνα κρεβάτι, να μην νυστάζεις, να μην θες να ξαπλώσεις. Πέταξε το βιβλίο μου. Πες πως είναι μόνο μια από τις χίλιες στάσεις που μπορεί κανείς να πάρει στο πρόβλημα της ζωής. Ζήτησε να βρεις την δική σου. Ό,τι ένας άλλος μπορεί να κάνει το ίδιο καλά μ’ εσένα, να το αποφεύγεις. Ότι ένας άλλος μπορεί να πει το ίδιο καλά μ’ εσένα, να μην το πεις. Ό,τι μπορεί να γράψει, να μην το γράψεις. Να μην δεθείς με κάτι αν δεν βεβαιωθείς πως είναι μοναδικό, κατάδικό σου, δημιούργημά σου. Κάτι που το ‘φτιαξες με ανυπομονησία και υπομονή, εσύ, το πιο αναντικατάστατο από τα πλάσματα.
thanx klitor. Μάλλον αυτό είχε διαβάσει ο Στέφεν Κινγκ και έγραψε το Μίζερι. Στο συστήνω ανεπιφύλακτα (ΟΧΙ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ!!!)
ΑπάντησηΔιαγραφή