Στη γλώσσα μας η διάκριση είναι σαφής: άλλος ο έρωτας , άλλη η αγάπη.
Στην καθημερινότητά μας ωστόσο συγχέουμε τις δύο έννοιες και λέμε «σ’ αγαπώ» σ’ αυτόν, με τον οποίο είμαστε ερωτευμένοι, «σ’ αγαπώ» λέμε και στο παιδί μας, το ίδιο και στον καλό μας φίλο, το ίδιο λέμε και στο σκυλάκι μας, την ώρα που παίζουμε μαζί του.
Το να λέμε «σ’ αγαπώ» σ’ αυτόν που ο έρωτάς του μας κάνει να χάνουμε τον κόσμο, είναι γλωσσικό ατύχημα κατά τη γνώμη μου. Δεν ξέρω πώς κατέληξε αυτό το ρήμα να εκτοπίσει το αρχαίο ρήμα «εράω/ ερώ» που σήμαινε επιθυμώ, ποθώ κάτι με μανία, ενώ το «αγαπάω/αγαπώ» σήμαινε είμαι ευχαριστημένος με κάποιον, τον αγαπώ τρυφερά και «αγάπη» σήμαινε ψυχική κλίση και συγγένεια. Είχαμε επίσης και το ρήμα «φιλέω/φιλώ» που σήμαινε περίπου ό,τι και το αγαπώ όχι όμως ό,τι και το ερώ.
Από αυτά τα τρία ρήματα, ερώ, αγαπώ, φιλώ, προέκυψαν μερικές λέξεις που προκάλεσαν τη σημερινή μας σύγχυση.
Αγάπη, αγαπημένος, αγαπητικός.
Έρωτας, εραστής, ερωμένος, ερωτικός.
Φιλία, φίλος, φιλί.
Υποπτεύομαι ότι αυτή τη σύγχυση την επέτεινε η χριστιανική αντίληψη περί του πώς πρέπει να νιώθουμε τον ερωτικό πόθο για τον άλλον. Πρέπει αυτός ο πόθος να είναι εξαγνισμένος από καθετί το ποταπό (την πρόσκαιρη δηλαδή σωματική ικανοποίηση) και αναμεμιγμένος (νοθευμένος, θα έλεγα εγώ) με αγάπη, δηλαδή με ανιδιοτελή συναισθήματα τρυφερότητας, φιλίας, εκτίμησης, σεβασμού.
Με αυτά τα ανιδιοτελή συναισθήματα στήνεται πράγματι ένα γερό σπιτικό,ο γάμος έχει πολλές εγγυήσεις επιβίωσης και η οικογένεια που θα προκύψει, θα είναι δεμένη με τους ισχυρούς δεσμούς της αγάπης. Έρωτα όμως δεν θα έχει. Αλλά οι πρώτοι χριστιανοί, αυτοί που καθόρισαν τις αξίες της χριστιανικής κοινωνίας, δεν συμπαθούσαν τον έρωτα, δηλαδή τον ερωτικό πόθο και μάλιστα τον εκτός γάμου και γι αυτό προσπάθησαν να τον εκτρέψουν από την αρχική του σημασία και να τον εξαϋλώσουν μιλώντας ακόμα και για τον έρωτα που νιώθει ο πιστός για το Θεό. (Δυσκολεύομαι πολύ να το φανταστώ αυτό. Τέλος πάντων).
Με τέτοιες διαστρεβλώσεις όμως το μόνο που πέτυχαν ήταν να αλλοιώσουν τις έννοιες των λέξεων. Ο ίδιος ο έρωτας δεν διαστρεβλώθηκε. Παραμένει κυρίαρχος στις ζωές των ανθρώπων είτε έχει το αρχαίο του όνομα είτε το χριστιανικό βαφτιστικό του.
Ο αυθεντικός έρωτας δεν είναι ανιδιοτελής. Είναι αφόρητα και τυραννικά κτητικός και συνοδεύεται από σκοτεινά συναισθήματα όπως η ζήλεια και το πάθος. Είναι παράλογος και εγωιστικός. Θέλει να γίνει το δικό του και δεν τον νοιάζει μακάρι να γκρεμιστεί ο κόσμος όλος. Κι αν μείνει ανεκπλήρωτος, αν περιφρονηθεί και απορριφθεί, τότε μόνο ίσως ο θάνατος μπορεί να απαλύνει τον πόνο του.
Η Μήδεια σκοτώνει τα παιδιά της, ακόμα και το ισχυρό μητρικό φίλτρο εκμηδενίζεται μπροστά του. Η Φαίδρα τρελαίνεται από τον περιφρονημένο πόθο της και οδηγεί τον Ιππόλυτο στο θάνατο, έπειτα αυτοκτονεί κι εκείνη. Ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα προτιμούν να πεθάνουν, αφού δεν μπορούν να ζήσουν μαζί. Η Άννα Καρένινα διαλύει την οικογένειά της και αργότερα πέφτει στις ράγες του τρένου και δίνει τέρμα στη δυστυχισμένη ζωή της. Η Κάρμεν (όπως και η δική μας Στέλλα) πληρώνει με τη ζωή της την ανταρσία της, όταν αρνείται να γίνει κτήμα του εραστή της.
Αυτά στη λογοτεχνία. Στην πραγματική ζωή το τραγικό συμπλέκεται με το απεχθές και το ειδεχθές. Άγρια εγκλήματα πάθους έρχονται κάθε τόσο στη δημοσιότητα, όπου κυρίως ο δράστης είναι άντρας και θύμα η γυναίκα που ερωτεύτηκε κι εκείνη δεν ανταπέδωσε ή τον εγκατέλειψε ή ίσως δεν του έμεινε πιστή. Μερικές φορές ο δράστης αυτοκτονεί μετά το έγκλημα. Σίγουρα εδώ ο νους έχει σαλέψει από το ερωτικό πάθος.
Είναι τόσο δυνατή αυτή η φυσική ορμή που θρονιασμένη μέσα μας μάς διαφεντεύει, ώστε ακόμα κι όταν περάσει η νεότητα που είναι ο φυσικός της χώρος, αυτή εξακολουθεί να μας ζαλίζει και να μας παίρνει το μυαλό. Σεβάσμιοι ηλικιωμένοι άνθρωποι μπορεί να γίνουν ο περίγελως της κοινωνίας με τα ερωτικά καμώματά τους ή προχωρούν σε βίαιες πράξεις που καταστρέφουν τα αναμάρτητα και ειρηνικά τέλη τους. Από την εποχή του Αριστοφάνη ακόμα είναι αντικείμενο σάτιρας οι ξεδοντιασμένες γερόντισσες που γραπώνουν νεαρούς.
Κι ακόμα πιο πέρα: ο ερωτικός πόθος σαν ποταμός τρέχει μέσα μας ορμητικά κι αν βρει εμπόδια, ανοίγει παράξενους δρόμους και μας υποχρεώνει να τους ακολουθήσουμε, δρόμους που μπορεί να μας προκαλέσουν ντροπή, ενοχές και κοινωνικό στιγματισμό. Μα αυτό δεν είναι πια έρωτας, θα πουν μερικοί. Κι όμως είναι. Είναι η ίδια τυφλή και φοβερή δύναμη που μας κάνει να λατρεύουμε τον αγαπημένο μας ή να κακοποιούμε σεξουαλικά παιδιά ή να ανοίγουμε την καπαρντίνα μας και να σοκάρουμε ανύποπτες περαστικές. Ποια sites έχουν τη μεγαλύτερη επισκεψιμότητα στο διαδίκτυο; Όχι βέβαια όσα ασχολούνται με την κουλτούρα.
Πάνω σ’ αυτή την αχαλίνωτη φυσική δύναμη ο πολιτισμός έχει τελικά πολύ μικρή επιρροή. Μάλλον το αντίθετο συμβαίνει. Ο πολιτισμός παίρνει μια συγκεκριμένη κλίση, επειδή ο έρωτας είναι πάνω από αυτόν, επειδή πάνω από τον πολιτισμό είναι οι θεμελιώδεις νόμοι της φύσης, αυτός της επιβίωσης και αυτός της αναπαραγωγής.
Γι αυτό ο πολιτισμός φοβήθηκε τον έρωτα και τον ασυγκράτητο παραλογισμό του και προσπάθησε να τον διοχετεύσει στα δικά του κανάλια με σκοπό να τον κάνει λιγότερο επικίνδυνο. Μια λύση σχετικά καλή ήταν να μαντρωθεί η γυναίκα και να μεταβληθεί σε εργαλείο αναπαραγωγής ή ηδονής.
Ως τίμια γυναίκα θα παρέμενε αγνή μέχρι το γάμο. Μετά το γάμο, που γινόταν νωρίς-νωρίς, πριν αρχίσει να νιώθει έρωτες, θα γινόταν μητέρα και θα ασχολούνταν με τα παιδιά της. Αν μεσολαβούσε κανένα παρατράγουδο, θα το πλήρωνε με τη ζωή της κι έτσι οι υπόλοιπες θα παρέμεναν φρόνιμες. Μια τέτοια τακτοποίηση των γυναικών όμως δεν ήταν εκατό τοις εκατό εγγύηση ότι ταχτοποιήθηκε και ο έρωτας. Καλού κακού ελήφθησαν και επιπρόσθετα μέτρα. Φόνοι για λόγους τιμής που το εθιμικό δίκαιο επιβραβεύει. Θάνατος δια λιθοβολισμού της μοιχαλίδας. Κλειτοριδεκτομή για να μην έχει κέντρο η γυναικεία ηδονή. Ρούχα φαρδιά και πέπλα που κρύβουν τη γυναικεία σάρκα από την κορφή ως τα νύχια. Έξοδος από το σπίτι μόνο με συνοδεία και σε ειδικές περιπτώσεις. Τα αρσενικά που κυκλοφορούν ελεύθερα στους δρόμους δεν ερεθίζονται, βλέπουν μόνο κάτι κουκουλωμένα πλάσματα βουβά και φοβισμένα.
Επειδή όμως ο έρωτας είναι πληθωρικός και αχόρταγος και εύκολα μπορεί να σπάσει τα δεσμά του γάμου, έπρεπε να υπάρχουν και οι άλλες γυναίκες, οι γυναίκες της ηδονής. Σε αυτές μπορούσε να ξοδευτεί το ερωτικό περίσσευμα και η κοινωνία να μη συγκλονιστεί και να μην κινδυνέψει. Ο πάνδημος έρωτας έγινε θεσμός και κανείς ενάρετος, κανείς χριστιανός, κανείς ανηδονικός και ανέραστος δεν μπόρεσε να τον καταργήσει.
Με τον τρόπο αυτό οι περασμένες κοινωνίες προσπάθησαν να χειραγωγήσουν αυτή την άγρια δύναμη που κρύβεται μέσα σε κάθε ζωντανό πλάσμα. Λίγο πολύ τα κατάφεραν, αν και δράματα πρέπει να ξέσπαγαν κάθε τόσο, σπιτικά να διαλύονταν, αυτοκτονίες και φονικά να συνέβαιναν, τρέλες κάθε λογής να γίνονταν.
Ο έρωτας ωστόσο παντοδύναμος. Και όταν παρεμβάλλονταν εμπόδια και δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί, όπως απαιτούσε η φύση, γινόταν η αιτία τραγικών γεγονότων ή σε ευτυχέστερες περιπτώσεις γινόταν αφορμή για τέχνη, άλλο μεγάλο κανάλι αυτό για να διοχετευθούν οι εντάσεις του. Έρωτες καταδικασμένοι να μην ευοδωθούν ποτέ μεταμορφώνονταν σε μουσική και τραγούδι, σε ποίηση, σε ζωγραφική, αργότερα σε θέατρο και μυθιστόρημα.
Πολιτισμός και έρωτας σφιχταγκαλιάστηκαν, αν και το ένα αντιπαθούσε το άλλο. Αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά, έπρεπε να συνυπάρξουν, να βρουν τρόπους να συνεννοηθούν. Έτσι μέσω της τέχνης ο έρωτας καθαγιάζεται, περνά ένα νέο εξαγνισμό μετά το χριστιανικό, και γίνεται κι αυτός αξία. Η κοινωνία μας σήμερα τον θεωρεί αξία, μπορεί τώρα να σταθεί δίπλα στις άλλες αξίες, όπως αυτές της φιλοπατρίας, της φιλανθρωπίας, της αγάπης, της φιλίας. Πρέπει όμως να έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: να είναι ένας έρωτας πιστός, αφοσιωμένος και μονογαμικός, όχι μόνο σαρκικός αλλά και πνευματικός, να υπάρχει κοινωνία ψυχών, να εκδηλώνει ευγενικά συναισθήματα και οπωσδήποτε να μην έχει στοιχεία διαστροφής, σαδομαζοχισμό ή φετιχισμό ή εφαψιομανία ή άλλα τέτοια παράξενα πράγματα.
Και η γυναίκα από ερωτικό αντικείμενο γίνεται τώρα ερωτικό υποκείμενο. Έχει φτάσει η εποχή που θα βγει από το σπίτι και θα πάρει μια θέση ισότιμη με τον άντρα. Ανάμεσα στα άλλα προνόμια που θα αποχτήσει, θα μπορεί να ερωτευτεί φανερά και να διεκδικήσει τον αγαπημένο της. Θα τον ζωγραφίσει, θα του γράψει ποιήματα, θα τον τραγουδήσει, θα τον βάλει στα μυθιστορήματα που θα γράψει. Κι αν τον κατακτήσει, θα τον φέρει στο κρεβάτι της και θα τον χαρεί, όσο καιρό ο έρωτάς της γι αυτόν θα την καίει.
Και ενώ τα αρχαία κανάλια που είχε επινοήσει η κοινωνία για να διοχετεύει τις ερωτικές εντάσεις, αχρηστεύονται σιγά-σιγά, εμφανίζεται ο Φρόιντ και μια ολόκληρη επιστήμη, η ψυχιατρική, στρέφεται προς τον έρωτα και προσπαθεί να τον ερμηνεύσει. Δεν μας λέει όμορφα πράγματα. Πολλές φορές μας κάνει και ντρεπόμαστε. Άλλοτε μας τρομάζει. Κυρίως όμως μας εξηγεί ότι ο έρωτας είναι μια αρχέγονη, ασίγαστη και κυρίαρχη δύναμη που μας υποτάσσει όλους στην εξουσία της και που για τους απείθαρχους φυλάει τιμωρίες τρομερές.
Έτσι ο έρωτας έχει δυο όψεις τελικά: Με τη μία είναι αξία, είναι ομορφιά, είναι ευτυχία, είναι ο παράδεισος, είναι η τέχνη, είναι η ίδια η ζωή. Με την άλλη είναι σκοτεινή δύναμη, είναι τυραννία, είναι κόλαση, είναι ψυχική αρρώστια, είναι ο φόνος και ο θάνατος. Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από την εξουσία του. Και όποιος το κάνει, το πληρώνει πολύ ακριβά.
Όμως ο έρωτας παρά τις άλλες ιδιότητές του τις ακατανίκητες, έχει μια εγγενή αδυναμία: δεν μπορεί να κρατήσει πολύ. Όταν ενσκήψει, είναι σαν τη θύελλα. Όταν η θύελλα περάσει, δεν έχει απομείνει τίποτα εκτός απ’ την ανάμνησή της.
Καμιά φορά μένει και κάτι άλλο. Είναι αυτό για το οποίο γίνεται όλη αυτή η φασαρία, όλο αυτό το ξόδεμα της ύπαρξής μας, όλη αυτή η ευτυχία και η δυστυχία που εξουσιάζουν τη ζωή μας. Είναι αυτό που μέρα νύχτα σιγοψιθυρίζει η φύση μέσα μας:
«Κάνε κι εσύ ένα παιδί».