Πολύς ο λόγος τον τελευταίο καιρό για το καινούργιο μας μουσείο. Δεν είχα πάρει θέση αφού δεν το είχα δει και πώς να κρίνεις κάτι όταν δεν ξέρεις περί τίνος πρόκειται; Πήγα λοιπόν και το είδα. Το είδα πρώτα από μακρυά κατόπιν από κοντά και τέλος από μέσα. Με την ίδια σειρά θα εκφράσω και την άποψή μου.
Από μακριά μου άρεσε. Ένα στιβαρό κτήριο που λατρεύει το φως. Σαφώς είναι διαφορετικό από τον περιβάλλοντα χώρο όμως δένει με την ιστορία της αρχιτεκτονικής. Στην κορυφή του ιερού λόφου δεσπόζουν τα αρχιτεκτονικά ερείπια του αριστουργήματος της αρχαίας εποχής και στον πόδα αυτών χαμηλότερα αλλά όχι ταπεινά (ελληνικώ τω τρόπω δηλαδή) στέκει το αρχιτεκτονικό επίτευγμα της σύγχρονης εποχής. Ειλικρινά αυτή η εικόνα που συμπεριλάμβανε το αρχαιότατο με το νεότατο ταυτόχρονα με συγκλόνισε. Έκανε το μυαλό μου να διανύει ολόκληρο το ιστορικό ενδιάμεσο με την ταχύτητα του φωτός από το τότε στο τώρα και αντίστροφα. Μου δημιουργήθηκαν άπειρες εικόνες ολόκληρου του ιστορικού ενδιάμεσου, εικόνες που θέλοντας και μη πήρα μαζί μου και που κάθε μια από αυτές μου δίνει τροφή για σκέψη. Η όλη εικόνα της αρχαίας ακρόπολης με το σύγχρονο μουσείο με ανάγκασε όχι μόνο να διανύσω ολιστικά την ιστορία αλλά να βγάλω και συμπεράσματα για το χθες το σήμερα και το αύριο.
Το κυριότερο αυτών των συμπερασμάτων ως εξωτερικού παρατηρητή, αυτό που με συγκλόνισε και μ’ έκανε να στρέψω σφαλιστά τα μάτια μου στο Ήλιο, ήταν η επιστροφή του φωτός. Ο ναός της Παλλάδας λουζότανε στο φως τόσο εξωτερικά (πως αλλιώς;) όσο και εσωτερικά. Έλαμπε κυριολεκτικά κάτω από τον Αττικό ουρανό. Ε το ίδιο συμβαίνει και με το μουσείο. Λούζεται στο φως, φαίνεται διάφανο, αστράφτει πολλαπλασιάζοντας την ισχύ του φωτοδότη. Τα σκοτεινά χρόνια πέρασαν ανεπίστρεπτα ήταν το συμπέρασμα. Οι καιροί που οι άνθρωποι έχτιζαν σκοτεινούς ανήλιαγους ναούς πέρασε. Τα σκοτεινά κτήρια τελείωσαν και μάλιστα ανεπίστρεπτα. Η διαφορά του χειρισμού του φωτός στα δύο κτίρια ήταν αυτή που μου επιβεβαίωσε το ανεπίστρεπτο. Η Ακρόπολη άφηνε το φως να μπει άπλετο και το άφηνε να επαναδιαχυθεί άπλετο αυξάνοντας έτσι την λαμπρότητα. Το σύγχρονο μουσείο πετυχαίνει πολλαπλάσια λαμπρότητα χωρίς όμως να αφήνει όλο το φως να διαχυθεί προς τα έξω. Αντίθετα κρατάει μέσα του και κυρίως χειρίζεται, ικανή ποσότητα φωτός. Φαίνεται σαν να έχει απλώσει τα χέρια του να μαζέψει φως σαν να κοιτάει προς τον ήλιο. Προστατεύει η σύγχρονη αρχιτεκτονική την ύπαρξη φωτός, λατρεύει το φως. Δείχνει να κινείτε μαζί με τον ήλιο. Σκοτάδι δηλαδή τέλος και είναι αυτή η ηλιολατρία κοινό σημείο των δύο κτιρίων για τον εξωτερικό παρατηρητή.
Περιηγούμενος στον περίβολο του νέου μουσείου και κατευθυνόμενος τέλος προς την κύρια είσοδο, ένοιωσα δέος μπροστά στο μέγεθος. Αναλογιζόμενος δε τις αριθμητικές διαστάσεις του κτιρίου κατάλαβα πως το μεγαλείο που εκπέμπει είναι επίσης πολλαπλάσιο των πραγματικών του διαστάσεων. Με λίγα λόγια φαίνεται πολύ μεγαλύτερο απ’ ότι στην πραγματικότητα είναι. Ένοιωσα όπως περίπου θα ένοιωθε και ο αρχαίος Αθηναίος πολίτης όταν πλησίαζε στην ακρόπολη. Όπως και τότε αλλά με σύγχρονη απόδοση το κτίριο με άφηνε να δω μέσα. Δεν μου τα έδειχνε όμως όλα. Μου άφηνε κάποιες εικόνες αλλά δεν μπορούσα να δω στα άδυτά του. Με προκαλούσε να μπω δηλαδή, με τραβούσε προς την πύλη. Μεγαλείο και δέος μπροστά σε ένα οικοδόμημα που άστραφτε από μακριά και φάνταζε τεράστιο από κοντά κάνοντάς με να αισθάνομαι το ελάχιστο μέγεθός μου στο σύμπαντα κόσμο. Η δε πύλη του μου έδωσε το αίσθημα πως μπαίνω σ’ έναν άλλο κόσμο, μπαίνω μέσα σε μια διάφανη χρονοσφαίρα που θα με μεταφέρει σε κάποιον άλλο κόσμο, σε κάποιον άλλο πολιτισμό. Η πύλη μου έδωσε την αίσθηση πως μπαίνω ζωντανός μέσα σ’ ένα μύθο.
Και όντως έτσι ήταν, περιηγούμενος το εσωτερικό του μουσείου βρέθηκα πράγματι σε έναν άλλο κόσμο. Ο αρχαίος πολιτισμός βιωμένος ως πρόγονος, ως δάσκαλος και σύμβουλος. Πραγματικά η περιήγηση στο μουσείο μου έδωσε το αίσθημα πως περιηγούμαι ζωντανός μέσα σε ένα βιβλίο που μου άφησαν παρακαταθήκη οι παππούδες μου. Ανηφόρες κατηφόρες στροφές γεμάτες εκπλήξεις και πολλές φορές ο τότε κόσμος να απλώνεται κάτω από τα πόδια σου δίνοντας την αίσθηση πως αιωρούμαι στο σήμερα διαβάζοντας τα διδάγματα και την ζωή του χθες. Το σύγχρονο μουσείο ευτυχώς δεν έχει εικονική πραγματικότητα αλλά σκέτη την πραγματικότητα. Είναι φτιαγμένο για όσους θέλουν να μάθουν, να διδαχθούν βιώνοντας παντοιοτρόπως όπως και στην καθημερινή μας ζωή.
Δύο πράγματα ήταν αυτά που δεν μου άρεσαν.
1) Είδα ένα όμορφο κτήριο στην μέση μιας άσχημης πόλης. Αν θέλουμε να δείξουμε όλη την ομορφιά του μουσείου μάλλον την Αθήνα πρέπει να ανακατασκευάσουμε.
2) Τα τακούνια. Του-κου του-κου πλήθος τα τακουνάκια παντού καθ’ όλη την διάρκεια της περιήγησης στο εσωτερικό.
Στο ερώτημα περί επιστροφής των γλυπτών από την αλλοδαπή είμαι της γνώμης πως όχι ακόμα. Όχι πριν δούμε την τύχη όσων ήδη στεγάζονται στο μουσείο αλλά και του ίδιου του μουσείου. Κάτι μου λέει πως θα εγκαταλειφθεί στην τύχη του και αυτό όπως και τα ολυμπιακά έργα οι αρχαιολογικοί τόποι κλπ κλπ.