του Διόδοτου
Γιατί δεν έρχεστε στην Ελλάδα για επενδύσεις (και για να μας σώσετε);
Κακοί, κακοί επενδυτές!
Εδώ και δεκαετίες οι ελληνικές κυβερνήσεις προσπαθούν να «προσελκύσουν» το ενδιαφέρον ξένων επενδυτών (δηλ. να ξεπουλήσουν τη χώρα). Θυμίζουν τους παρακμασμένους βυζαντινούς φεουδάρχες και την εκκλησία, που υποδέχτηκαν/προκάλεσαν την οθωμανική κατάκτηση, για να μην τούς καταβροχθίσει το ανερχόμενο δυτικοευρωπαϊκό εμπόριο και η βιομηχανία. Οι Τούρκοι φυσικά τούς αντάμειψαν με προνόμια που δεν είχαν ούτε επί βυζαντινής αυτοκρατορίας: η εκκλησία αναγορεύτηκε σε… εθνάρχη του υπότουρκου έθνους (με όλα τα οικονομικά οφέλη που αυτό σημαίνει), ενώ οι πρώην βυζαντινοί φεουδάρχες αποτέλεσαν την τάξη των φοροεισπρακτόρων των Τούρκων (οι γνωστοί κοτζαμπάσηδες, ή «βρωμεροί και χυδαιότατοι», όπως τούς αποκαλούσε το 1806 ο Ανώνυμος της «Ελληνικής Νομαρχίας»).
Σήμερα, τα άχρηστα και αρπακτικά παράσιτα – απόγονοι των κοτζαμπάσηδων της τουρκοκρατίας- που αυτοαποκαλούνται με θράσος «παραγωγικές τάξεις» (λες και δεν είναι παραγωγική η δουλειά του γιατρού, του δάσκαλου, ή ακόμη και του οδοκαθαριστή), έχοντας ξεπεραστεί για άλλη μια φορά από τον δυτικό καπιταλισμό, κατεβάζουν τη κυλόττα της χώρας και επιδεικνύουν την –επενδυτική- παρθενία της (μετά, εννοείται, από πολλές «επενδυτικές» παρθενορραφές).
Τι ελπίζουν τα εν λόγω παράσιτα; Μα ό,τι και οι φιλότουρκοι προπαππούδες τους: να σωθούν από την οικονομική καταστροφή (στην οποία τους οδηγεί η ανικανότητά τους καθώς και το ότι αφαίμαξαν τη χώρα), και να συνεχίσουν να παρασιτοζωούν αρπάζοντας καμιά ευκαιρία, από αυτές που θα προκύψουν από το επενδυτικό τραπέζωμα των ξένων. Επί δεκαετίες λειτουργούσαν ανασχετικά σαν μεσάζοντες, κερδοσκόποι, μιζαδόροι, και δεν επέτρεψαν να δημιουργηθεί μια σοβαρή εθνική οικονομία (δηλ. μια οικονομία παραγωγής). Π.χ. επί δεκαετίες εισπράττονται διόδια για να συντηρούνται/εκσυγχρονίζονται οι δρόμοι και παρ’ όλα αυτά κανείς δεν ξέρει πού πάνε αυτά τα χρήματα, αφού οι δρόμοι έχουν αφεθεί την τύχη τους και τα όποια «έργα» αποδεικνύονται ελαττωματικά μετά από λίγον καιρό. Έτσι οι διαχειριστές μιζαδόροι του δημόσιου χρήματος μας προσβάλλουν λέγοντάς μας ότι, πληρώναμε δήθεν φτηνά διόδια και γι’ αυτό δεν φτιάχνονται όπως πρέπει οι δρόμοι. Ενώ θα πρέπει τα οδικά έργα να ανατίθενται –φυσικά!- σε ιδιώτες «επενδυτές» όχι μόνο προς κατασκευή αλλά και προς εκμετάλλευση!. Η ίδια τακτική ακολουθήθηκε σε όλους τους κλάδους όχι μόνο του δημόσιου αλλά και του ιδιωτικού τομέα (καταστροφή της δημόσιας υγείας και ανάθεσή της -ως εμπορίου πλέον- σε ιδιώτες «επενδυτές», καταστροφή της δημόσιας παιδείας και επίσης ανάθεσή της –ως παραπαιδείας πλέον- σε ιδιώτες «επενδυτές», στραγγαλισμός κάθε γνήσια δημιουργικής επιχειρηματικής δραστηριότητας, αγροτικής, τεχνολογικής κ.α. προς όφελος των δεινοσαύρων των καρτέλ κλπ.). Έτσι τώρα προσβλέπουν στους ξένους, για να ξαναγίνει η χώρα γόνιμη (ώστε να την ξανά λεηλατήσουν στο μέλλον).
Δηλαδή αυτοί οι ίδιοι που στέρεψαν και ρήμαξαν κάθε πόρο αυτής της χώρας, αυτοί που τόσα χρόνια ροκάνιζαν το δέντρο, που πάνω του παρασιτοζωούσαν, τώρα αναζητούν, με θρασύτατη κουτοπονηριά, τήν σωτηρία τους στους ξένους επενδυτές.
Αλλά οι ξένοι δεν φαίνονται. Γιατί άραγε;
Mήπως γιατί, όπως μας λένε οι μάνατζερς, που παριστάνουν τους οικονομικούς υπουργούς του ρωμαίικου κρατιδίου, το κόστος της εργασίας στην Ελλάδα είναι… υψηλό; Ε, τότε να μειώσουμε οικειοθελώς οι εργαζόμενοι τα προκλητικά μεροκάματά μας, για να σωθεί η «πατρίδα». Μάλιστα πολλοί είμαστε τόσο φιλοχρήματοι που κάνουμε δύο, ή τρεις δουλειές: ας συνεχίσουμε, λοιπόν, χαρίζοντας στο εξής τον μισθό της μιάς (τουλάχιστον), στην «πατρίδα». Ή να δουλέψουμε κι άλλες απλήρωτες υπερωρίες, ή κι άλλες μέρες μαύρης εργασίας
Μήπως φταίει –πάλι- το εργατικό δυναμικό της χώρας, που καθημερινά καθυβρίζεται ως, δήθεν, ανεπαρκώς καταρτισμένο (σε αντίθεση με τους… υπερκαταρτισμένους νεοέλληνες πολιτικάντηδες, που δεν έχουν εργαστεί ποτέ στη ζωή τους και που δεν θα τους προσλάμβανε κανένας εργοδότης, ούτε καν για να τού σκουπίζουν την είσοδο του μαγαζιού του);
Μήπως γιατί, όπως μας λένε, φταίνε οι άτιμοι οι συνδικαλιστές, που κατέστρεψαν π.χ. την Ολυμπιακή και τώρα δεν μπορεί αυτή να πουληθεί ούτε σαν τρακαρισμένο αυτοκίνητο, για ανταλλακτικά; Και ποιοι τα λένε αυτά; Μήπως οι ίδιοι αυτοί πάλαι ποτέ συνδικαλιστές, που τώρα ενδεχομένως παριστάνουν τους υπουργούς, υφυπουργούς και βο(υ)λευτές της εθνικής σωτηρίας;
Οι ξένοι δεν έρχονται, παρ’ όλο που είμαστε αποδεδειγμένα διατεθειμένοι μέχρι και να κάψουμε τη χώρα, ώστε να τη μετατρέψουμε σε γήπεδο γκολφ ( η νέα ανερχόμενη μορφή τουρισμού, όπως θα διαπιστώσουμε σύντομα στα, προς επενδυτική «αξιοποίηση», αποκαΐδια της Ηλείας).
Ωστόσο, παρά τα όσα λένε οι διάφοροι αποτυχημένοι καθηγητάδες των οικονομικών πανεπιστημίων, που παριστάνουν τους υπουργούς των οικονομικών, το ρωμαίικο κρατίδιο έχει αποδειχτεί γιγάντιος επενδυτής όταν το θέλησε. Επενδυτής που μπροστά του ωχριούν οι μεγαλύτερες αμερικανικές πολυεθνικές.
Οι σαραντάρηδες θα θυμούνται τις προειδοποιήσεις της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας στην δεκαετία του 1980. Τότε που εκρούετο ο κώδων τού κινδύνου, περί τού ότι, με την υπογεννητικότητα που υπήρχε, ο πληθυσμός της χώρας θα μειωνόταν στην δεκαετία 2010-2020 στα 7,5 εκατομμύρια. (κάτι που, σε ό,τι αφορά τους γηγενείς κατοίκους, βλέπουμε να επαληθεύεται). Τα λαμόγια της εθνικής οικονομίας, οι λεγόμενες «παραγωγικές» τάξεις, το έπιασαν το μήνυμα των καιρών: τέτοια πτώση του πληθυσμού θα σήμαινε δραματική μείωση στην προσφορά εργασίας, κάτι που θα τούς υποχρέωνε να ανεβάσουν αισθητά τους μισθούς και τα ημερομίσθια (αρχής γενομένης από τον εθνικό βασικό μισθό, που είτε «σπρώχνει» όλους τους άλλους μισθούς προς τα πάνω, είτε τους «τραβάει» προς τα κάτω). Η λύση που δόθηκε και που αποτελεί ίσως την μεγαλύτερη «επένδυση» που έγινε ποτέ στην Ελλάδα, ήταν η εισαγωγή ανειδίκευτου μεταναστευτικού εργατικού δυναμικού. Έτσι, η προσφορά εργασίας αυξήθηκε τεχνητά και η τιμή τής εργασίας παρέμεινε έκτοτε ουσιαστικά στάσιμη στα επίπεδα του 1990, δηλ. στα πρό της εισαγωγής μεταναστών. Αν δεν είχαν εισαχθεί ένα-ενάμισυ εκατομμύριο ανειδίκευτοι μετανάστες, οι δουλειές, που –δικαιολογημένα- απαξιούσε να κάνει ο Έλληνας για λίγες ψωροδραχμές (οικοδόμος, κουβαλητής παντός είδους, κλπ.) τώρα θα χρυσοπληρώνονταν (όπως σε όλη την υπόλοιπη Δ. Ευρώπη) και θα γίνονταν με πολύ περισσότερη προθυμία από Έλληνες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα σπρώχνονταν προς τα πάνω και οι υπόλοιποι μισθοί π.χ. τών κάθε είδους πτυχιούχων, ή απλώς ειδικευμένων.
Ταυτόχρονα η εισαγωγή μεταναστών απαξίωσε για πολλοστή φορά με τον πιο βυζαντινό και μεσαιωνικό τρόπο, την γνώση, την μόρφωση και τις ικανότητες. Είναι απελπιστικό το ποσοστό των ειδικευμένων Ελλήνων που, λόγω του χαμηλότατου βασικού μισθού και της μεθοδευμένης παραγωγικής δυσπραγίας, είτε αμείβεται εξευτελιστικά, είτε ετεροαπασχολείται, κάνοντας αναγκαστικά κάτι εντελώς άσχετο από αυτό που σπούδασε. Αυτό από μόνο του θα αρκούσε για να δείξει την υποκρισία όσων μιλούν για «επενδύσεις»: από τη μια ευτελίζουν το ειδικευμένο εργασιακό δυναμικό της χώρας, που χρειάστηκε επενδύσεις εκατομμυρίων για να εκπαιδευθεί κι από την άλλη εισάγουν ανειδίκευτους από τριτοκοσμικές χώρες, θεωρώντας το «επένδυση».
Επιπλέον η εισαγωγή μεταναστών εργαζομένων εξασφάλισε την κοινωνική ειρήνη, που είναι τόσο απαραίτητη για το καλό «οικονομικό κλίμα». Οι μετανάστες (που αντιμετωπίζονται από την αριστερά ως δυνάμει ψηφοφόροι της και από τους εξωκοινοβουλευτικούς ως… «ξένοι εργάτες, αδέρφια μας»), ήρθαν εδώ ακριβώς για να αποφύγουν την εξέγερση, που ήσαν αναγκασμένοι να κάνουν στις χώρες τους. Ήρθαν δηλ. εδώ για να καθίσουν φρόνιμα. Και αυτό ακριβώς κάνουν. Σε πείσμα της αριστεράς και των εξωκοινοβουλευτικών που, συναινώντας στην εισαγωγή μεταναστών, μιλούν ήδη τη γλώσσα της «ελεύθερης» αγοράς. Ενώ οι χώρες προέλευσης των μεταναστών έκαναν απλώς μια εξαγωγή ενός εσωτερικού τους προβλήματος σε εμάς (τούς μ…). Έτσι τα αφεντικά π.χ. του Πακιστάν και τα αφεντικά της Ελλάδας είναι αμοιβαία εξυπηρετούμενοι και ευχαριστημένοι.
Επειδή έχω περάσει από τις διαδικασίες της μετανάστευσης, κατανοώ και το φαινόμενο της μετανάστευσης και την ιδιαίτερη ψυχολογία του μετανάστη. Αλλά παρ’ όλα αυτά δεν μπορώ να κατανοήσω με ποιο σκεπτικό η Ελλάδα μετατράπηκε σε χώρα υποδοχής μεταναστών. Μήπως εξήλθε πρόσφατα ερειπωμένη και λείψανδρη από κάποιον πόλεμο, όπως π.χ. η Γερμανία από τον Β’ Παγκόσμιο, και κάλεσε τα αλλοδαπά εργατικά χέρια για να την ανοικοδομήσουν;
Μήπως είναι η χώρα των τρελών ευκαιριών, όπως οι Η.Π.Α. της δεκαετίας του 1930;
Mήπως βρέθηκε σε φάση ταχείας οικονομικής ανόδου, όπως η σημερινή Αγγλία, και χρειάστηκε επειγόντως ειδικευμένους; (αλλά οι μετανάστες της Ελλάδας είναι στην πλειοψηφία τους αγράμματοι και κατατρεγμένοι άνθρωποι).
Στη δεκαετία του 1990, στην Ολλανδία, οι αρμόδιες υπηρεσίες της χώρας είχαν υπολογίσει ότι στο διάστημα 2000-2010, θα υπήρχε ανάγκη από 150.000 πτυχιούχους, όλων των ειδικοτήτων, αριθμό τον οποίο η χώρα δεν μπορούσε να καλύψει. Με διαδικασίες εξπρές, λοιπόν, αντιστοιχούσαν τον βαθμό ισοτιμίας τού πτυχίου σου με τα δικά τους και αμέσως άρχιζαν να ψάχνουν για να σού βρουν εργασία στην ειδικότητά σου. Αυτό θα πεί συγκροτημένη μεταναστευτική πολιτική. Αντίθετα ο αρπακολλατζίδικος τρόπος που εισήχθησαν οι μετανάστες στην Ελλάδα αλλά, προπάντων, η παντελής ανυπαρξία ανάγκης τους, αποδεικνύουν το ότι η μετανάστευση στη Ελλάδα αποτελεί το μεγαλύτερο «κόλπο», που έγινε ποτέ σε αυτή την τελευταία φεουδαρχία της Ευρώπης. Μεγαλύτερο κι από το κόλπο του Χρηματιστηρίου το 1999 και από όλες τις μίζες από ιδρύσεως νεοελληνικού κράτους μαζί.
Όσο για τους ξένους επενδυτές, που δεν λένε να εμφανιστούν, γιατί να το κάνουν; Για να βοηθήσουν τους ανίκανους νεο-κοτζαμπάσηδες της Ελλάδας να ανακάμψουν, να συνεχίσουν να υπάρχουν ως βδέλλες και να ρημάζουν τον νέο πλούτο που θα δημιουργείται; Σοβαρά; Τι μας λέτε ρε υπουργάντζες! Έχει κι άλλα έξυπνα παιδιά η μάνα σας σαν κι εσάς;
Αυτή η χώρα επί χιλιετίες είχε τη δυνατότητα να θρέφει ικανοποιητικά τους κατοίκους της. Ακόμα και σε εξαιρετικά δύσκολες περιόδους. Όπως π.χ. επί τουρκοκρατίας και παρά την άγρια φορολόγηση από Τούρκους, κοτζαμπάσηδες και εκκλησία, ο λαός αυτής της χώρας κατόρθωσε να δείξει δημιουργικότητα: μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, η Ελλάδα ήταν μια χώρα με υπολογίσιμη αγροτική οικονομία, δεινή ναυτιλία και πολλά υποσχόμενη βιομηχανία. Μια χώρα που είχε όλες τις προδιαγραφές για να γίνει οικονομική υπερδύναμη π.χ. σαν την Ολλανδία. Και να σκεφτεί κανείς ότι οι βασικές οικονομικές της υποδομές είχαν όλες δημιουργηθεί, όχι λόγω άσκησης αποικιοκρατικής πολιτικής αλλά, αντιθέτως, επί τουρκικής κατοχής!
Σήμερα, μετά από διακόσια χρόνια «ελεύθερου» βίου δεν παράγουμε σχεδόν τίποτα, ούτε καν από βασικά είδη πρώτης ανάγκης. Αντίθετα, καταστρέψαμε την αγροτική μας οικονομία (ελέω Ε.Ε.) και εισάγουμε ντομάτες από την …Ολλανδία. Δηλ. από μια χώρα, που κανονικά θα έπρεπε, λόγω του κλίματός της, να λιμοκτονεί. Η Σουηδία, μια χώρα μικρότερη από την Ελλάδα, κατασκευάζει κορυφαία αυτοκίνητα και νταλίκες, ενώ έγινε καταπράσινη επιδοτώντας με ενάμισι δολάριο το φύτεμα κάθε ελάτου. Η Νορβηγία, χωρίς να κατασκευάζει τίποτα (ξέρετε κανένα νορβηγικό προϊόν;) αλλά βασισμένη στα λιμάνια της (τα οποία στην Ελλάδα θέλουν να …αποκρατικοποιήσουν), στο υπέδαφός της (το οποίο στην Ελλάδα κάποιοι θα ήθελαν πολύ, επίσης να αποκρατικοποιήσουν) και στην υδροηλεκτρική της ενεργειακή αυτάρκεια, είναι η χώρα με το υψηλότερο ίσως βιοτικό επίπεδο στην Ευρώπη (αν όχι στον κόσμο). Ενώ η ακόμα μικρότερη Φινλανδία σαρώνει στην απαιτητική μικροτεχνολογία της ασύρματης τηλεφωνίας. Χώρες μικρότερες από την Ελλάδα, με πολύ αποθαρρυντικές φυσικές προδιαγραφές, έχουν καταφέρει να ζουν με αξιοπρέπεια τα παιδιά τους, αντί να τα κάνουν να νιώθουν ανεπιθύμητα στον ίδιο τους τον τόπο.
Κατ’ επέκταση, η σημερινή Ελλάδα αντί να ζητιανεύει αλά επενδυτικά, δεν έχει άλλη επιλογή από το να επενδύσει στις δικές της αποδεδειγμένες δυνάμεις. Κι όχι να θεωρεί «επένδυση» π.χ. την υπερχρέωση του ελληνικού πληθυσμού, που οι τράπεζες έχουν αναγάγει σε επιστήμη. Η δύναμη (και η αδυναμία) κάθε χώρας είναι πάντοτε οι άνθρωποί της. Και η σημαντικότερη επένδυση επίσης. Τα νέα παιδιά που δουλεύουν, συχνότατα ανασφάλιστα, για 600 μόλις ευρώ αλλά, έχουν τόσο αυτοσεβασμό, ώστε να μην θέλουν ούτε να γλείψουν, ούτε να ρουφιανέψουν, ούτε να γραφτούν σε κάποιο κόμμα για να βελτιώσουν τη μοίρα τους. Οι οικογενειάρχες, άντρες και γυναίκες, που σφίγγουν τα δόντια και κάνουν δύό και τρεις δουλειές για να ζήσουν τα παιδιά τους. Ο αγρότης, που τον έχουν λιώσει οι μεσάζοντες. Ο γνήσια δημιουργικός ανεξάρτητος επαγγελματίας, που δρα σε έναν ωκεανό στημένου «ανταγωνισμού». Ο πιτσαδόρος, που το πρωί είναι δάσκαλος. Ένας φίλος χειρουργός, που δουλεύει ταξί ενόσω περιμένει ενάμισι χρόνο τον διορισμό…
Αλλά εδώ, στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας, στη χώρα της παραοικονομίας, τής παραεργασίας, της παραπαιδείας, περιμένουμε τους σωτήρες… επενδυτές.