Πριν πολλά χρόνια μια ζωή πριν τότε που ακόμα ήμουν νιός με χνούδια στο μουστάκι ορφανός από πατέρα με μάνα άνεργη κι αδερφή μικρή, άνεργος κι εγώ, άφραγκος με την κυριολεξία της λέξης και μονίμως πεινασμένος ξυπνούσα το πρωί έπαιρνα μια μπατανόβουρτσα ένα ρολό έναν κασμά ένα φτυάρι κι ένα ζεμπίλι και κατέβαινα με την αυγούλα νηστικός ή μ’ ένα ξινόγαλο παπάρα με παξιμάδι, κατέβαινα στην πλατεία αξημέρωτα και περίμενα κάποιος να περάσει να με πάρει μεροκάματο. Ο,τιδήποτε μεροκάματο! Από το να ξεπετρώσω χωράφι αυλή και κήπο μέχρι βάψιμο κουβάλημα καθάρισμα κι ό,τι άλλο ήθελε ο καθείς αρκεί να έδινε ένα τίμιο μεροκάματο. Άλλες φορές έβρισκα μεροκάματο κι άλλες όχι οπότε και γυρνούσα νηστικός κι άφραγκος στο σπίτι έτρωγα λίγο τραχανά και κοιτούσα να δω τι σκατά θα κάνω. Η αλήθεια; Κανείς δεν γύριζε να με κοιτάξει. Κανείς δεν νοιάστηκε ποτέ αν είχαμε να φάμε ή να ζεσταθούμε. Βλέπετε ήταν όλοι βολεμένοι από τους βολευτές τους κι ήταν όλοι αφεντικά. Όλοι εκτός από μένα και κάτι λίγους ακόμα απόκληρους συν τους συνήθεις ύποπτους (ρομά) με τους οποίους άλλωστε αναγκαστικά λόγω φτώχειας και περιθωριοποίησης συμπορευόμουν. Αυτοί οι συνήθεις ύποπτοι, οι ρομά ήταν και οι μοναδικοί που όταν μ’ έβλεπαν να ζαλίζομαι από την πείνα μου έβαζαν μια μπουκιά ψωμί στο στόμα να κρατηθώ. Οι Ρομά και ο κυρ Στόλης.
Ο κυρ-Στόλης ήταν ο φούρναρης της γειτονιάς που με ήξερε από παιδί και κάθε φορά που μ’ έβλεπε να επιστρέφω από το μεροκάματο και να περνώ μπροστά από τον φούρνο χωρίς να μπάινω μέσα όταν λεφτά δεν υπήρχαν (διότι αν είχα κάνει μεροκάματο η είσοδός μου στον φούρνο ήταν απολύτως βέβαιη) έβγαινε αυτός έξω με μια φρατζόλα ψωμί και μου την έδινε χωρίς να περιμένει ούτε ευχαριστώ ν’ ακούσει. Εγώ από την μεριά μου σημείωνα πόσα ψωμιά μου είχε δώσει και με το πρώτο μεροκάματο πήγαινα τρέχοντας και του τα ξεπλήρωνα. Άνθρωπος με το Α κεφάλαιο ο κυρ-Στόλης.
Τις προάλλες λοιπόν πήγα στον φούρνο να πάρω ψωμί. Δεν το συνηθίζω, ζυμώνω μόνος μου αλλά που και που γι αλλαγή πάω και στον φούρνο. Καθώς λοιπόν περίμενα να πληρώσω στο ταμείο μπαίνει μέσα στο πολύ άνετο στυλ ένας άντρας γύρω στα 40, δερμάτινο μπουφάν αξίας ενός μηνιάτικου, παντελονάκι σένιο, παπουτσάκι πρώτη μούρη τσιγαριά μάλμπουρο στο ένα χέρι και καπουτσίνο φρέντο σχεδόν τελειωμένο στο άλλο χέρι. ώρα 13:00 ντάλα μεσημέρι αρπάζει ένα μπουρεκάκι με κρέμα μυζήθρας και κανέλλα από το ταψί το δείχνει στον φούρναρη και με ύφος χιλίων καρδιναλίων του λέει «λοιπόν, άκου να δεις ναούμ εγώ θα έρχομαι κάθε μέρα και θα σου παίρνω τσάμπα ένα τέτοιο». Κοίταζα μια αυτόν και μια τον φούρναρη που δεν αντέδρασε καθόλου οπότε πήρα τον λόγο κι απευθυνόμενος στον μπουρεκάκια του λέω «ωραίο το μπουρεκάκι ε;» οπότε γυρνάει ο τύπος με το ίδιο ύφος των χιλίων καρδιναλίων και μου λέει «είμαι άνεργος ναούμ κι από το πρωί μ’ ένα καφέ ναούμ και πείνασα, κατάλαβες»;
Τα πήρα στο κρανίο αλλά δεν το έδειξα. Τον ρώτησα ευγενικά «μα καλά αφού είσαι άνεργος και πεινάς γιατί έδωσες 3 ευρώ για καπουτσίνο φρέντο κι αρπάζεις και το μπουρεκάκι άλλα τρία ευρώ αντί ζητήσεις μια φρατζόλα ψωμί που στοιχίζει 75 λεπτά και θα σε κρατήσει όλη μέρα κι αντί να δώσεις τα τελευταία σου 3 ευρώ για καπουτσίνο γιατί δεν τα πήρες ντομάτες και μαρούλια να καρδαμώσεις και να μην φτάνεις στο σημείο ν’ αρπάζεις ετσιθελικά από τον φούρνο ό,τι σου καπνίσει;
Με είπε μαλάκα κι έφυγε. Ε λοιπόν αν ήταν δικός μου ο φούρνος αυτόν θα τον πέταγα έξω με τις κλωτσιές κι ας πάει να μαζέψει σαλιγκάρια και χόρτα να φάει που και νόστιμα είναι και υγιεινά και άφθονα αυτή την εποχή. Εγώ τα τρώω κι ας μην μου λείπει το φαί, ας τα φάει κι αυτός που πεινάει κιόλας, όχι που μου θέλει και μπουρεκάκια τσάμπα το ρεμάλι! Αλλιώς ας ψοφήσει από την πείνα, χέστηκα. Αρκετά με τους ελληναράδες βλαχομπαρόκ.
*ο σώφρον άνθρωπος υπομένει την φτώχεια με αξιοπρέπεια. – Δημόκριτος.