Διαβάστε μια άποψη που με βρίσκει εν πολλοίς σύμφωνο. Δίνω μόνο ένα μικρό δείγμα. Όποιος ενδιαφέρεται για περαιτέρω ας ακολουθήσει τον σύνδεσμο.
Αλλά ειδικά στην περίπτωση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η βρετανική παρέμβαση υπήρξε η πλέον εξόφθαλμη και πιεστική (τουλάχιστον για όποιους δεν τρέφουν γραφικές αυταπάτες περί μιας Ελλάδος «πτωχής πλην τιμίας», που αντιστάθηκε στον Άξονα γιατί …«έτσι κάνουν οι Έλληνες» και άλλα φαιδρά). Γιατί, αν υποθέσουμε ότι το νεοελληνικό κρατίδιο (και όχι ο νεοελληνικός λαός) είχε κάποιο συμφέρον να εμπλακεί στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο, ή στη Μικρά Ασία, ωστόσο το 1940 δεν υπήρχε απολύτως κανένας λόγος πολεμικής εμπλοκής του. Ούτε τα εγχώρια αφεντικά (πολιτικάντηδες κλήρος, εικονικοί ψευτοβιομήχανοι, παρασιτικοί μεσάζοντες και λοιποί μεταλλαγμένοι πρώην τουρκοκοτσαμπασήδες) της νεοελλάδας είχαν κάποιες βλέψεις από αυτόν τον πόλεμο (οι «σύμμαχοί» τους άλλωστε -και ειδικά οι θαλασσοκράτορες Βρετανοί- τούς είχαν κόψει τον επεκτατικό τους «αέρα» το 1922), αλλά ούτε και ο ελληνικός λαός είχε να περιμένει κάτι ο,τιδήποτε θετικό από έναν πόλεμο.
Παρ’ όλα αυτά το νεοελληνικό κρατίδιο εισήλθε στον πόλεμο με φανφάρες και τυμπανοκρουσίες, σαν να επρόκειτο για δική του υπόθεση. Για τη στάση του αυτή επικαλέστηκε διάφορες αστείες δικαιολογίες, οι οποίες έχουν σαν κοινό σημείο τό ότι όλες τους ήσαν (και παραμένουν και σήμερα) παρμένες από την πολεμική προπαγάνδα της εποχής: Ο πόλεμος καθαγιάστηκε σαν «πατριωτικός», σαν «άμυνα της πατρίδας», ή σαν «αντιφασιστικός αγώνας» κ.α. Είναι ευνόητο, ότι αν αυτές οι αιτιάσεις αποδειχθούν (όπως θα επιδιώξουμε στη συνέχεια) ωραιοποιήσεις προορισμένες για τα αφελή σφάγια, που θα ντυθούνε στο χακί, τότε το μοναδικό συμπέρασμα, που οδηγείται κάποιος είναι ότι: Η Ελλάδα θα έπρεπε να αποφύγει με κάθε τρόπο την εμπλοκή της στον πόλεμο, είτε επιδιώκοντας σοβαρά μια πειστική και ξεκάθαρη ουδετερότητα, ή, αν αυτό δεν γινόταν εφικτό, μή δεχόμενη να πολεμήσει με κανένα τρόπο.
Οι μύθοι της προπαγάνδας
Οι αιτιάσεις, που προέβαλε το κρατίδιο, για να σύρει στον πόλεμο τον λαό, που κατέχει, είναι δύο ειδών:
α. Αρχικά, μια αιτίαση, υποτίθεται, «ευνόητη», σύμφωνα με την οποία η είσοδος στον πόλεμο παρουσιάζεται σαν περίπου αναπόφευκτη (συνήθης και διαχρονικά δοκιμασμένη μέθοδος όλων των εξουσιών να παρουσιάζουν σαν αναπόφευκτο αυτό που έχουν ύπουλα μεθοδεύσει), αφού η «κακή» Ιταλία μας επιτέθηκε και εμείς έπρεπε να «αμυνθούμε»,
β. μεταγενέστερα, μια αιτίαση «υπερβατική» και θεμελιωμένη σε μιά «πολιτική» θεώρηση επιπέδου νεοελληνικού καφενείου, σύμφωνα με την οποία ο πόλεμος δεν ήταν μόνο πατριωτικοαμυντικός αλλά και …διεθνοποιημένος αντιφασιστικός. Αυτή η αιτίαση «ανακαλύφθηκε» πολύ αργότερα τής έναρξης των εχθροπραξιών με την Ιταλία (στην πραγματικότητα εισήχθη από το ιδεολογικό προπαγανδιστικό οπλοστάσιο των συμμάχων).
Στα περί δήθεν αμυντικού πολέμου από πλευράς Ελλάδος θα πρέπει να υπενθυμισθεί, ότι ειδικά στη φλεγόμενη Μεσόγειο, υπήρξαν οι σθεναρές ουδετερότητες τής (φασιστικής!) Ισπανίας και, κυρίως, της γειτονικής και ίσης στρατηγικής σημασίας, Τουρκίας. Τί εμπόδιζε την Ελλάδα να πράξει το ίδιο, αλλά αντιθέτως προκάλεσε δήθεν την εναντίον της επίθεση και δήθεν την ανάγκασε να αμυνθεί; «Η στρατηγική σημασία της» λέει η νεοελληνική σχολική και δημοσιογραφική προπαγάνδα. Ωστόσο, οι ίδιοι λόγοι, που κατέστησαν δυνατή την τουρκική ουδετερότητα θα μπορούσαν ενδεχομένως να ισχύσουν και για μια ανάλογη ελληνική. Γιατί δεν εξηγείται το πώς μια χώρα, λόγω της υποτιθέμενης στρατηγικής της σημασίας (όπως μας λένε ότι είχε η Ελλάδα), να σύρεται σε έναν πόλεμο «παρά την φιλειρηνική θέλησή της», ενώ η αμέσως διπλανή της εξακολουθεί να διατελεί σαν να βρίσκεται εκατομμύρια χιλιόμετρα μακριά από αυτόν. Προφανώς:
- Ή η Ελλάδα δεν είχε στρατηγική σημασία τόσο μεγάλη, ώστε να θεωρηθεί αναπόφευκτη η είσοδός της στον συγκεκριμένο πόλεμο,
- ή, αν η Ελλάδα είχε την τεράστια στρατηγική σημασία, που μας παρουσιάζουν, τότε η εξ ίσου τεράστιας στρατηγικής σημασίας Τουρκία αφέθηκε, τόσο από τους Συμμάχους, όσο και από τον Άξονα, στρατηγικώς ανεκμετάλλευτη.
Το δεύτερο είναι αστείο και μόνο να το σκέφτεται κάποιος, οπότε καταλήγουμε αβίαστα, στο ότι: Το 1940 η Ελλάδα δεν είχε καμία στρατηγική σημασία, τέτοια που να καθιστά αναπόφευκτο το σύρσιμό της από την μία ή από την άλλη εμπόλεμη πλευρά.
Η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο μόνο και μόνο, γιατί η Βρετανία σκόπευε να την χρησιμοποιήσει σαν αεροπορική και ναυτική βάση στη Μεσόγειο. Τής δόθηκε έτσι μιά στρατηγική σημασία, που (όπως και η Τουρκία) δεν την διέθετε αφ’ εαυτής. Αυτή ήταν η αιτία, που κατέστησε την Ελλάδα στόχο του Άξονα και ειδικά της Γερμανίας. Αλλά η Βρετανία δεν είχε καμμία δύναμη επιβολής στην περίπτωση, που η Ελλάδα αρνούνταν αυτό τον ρόλο. Ήταν ήδη σε δυσχερή θέση σε όλα τα αποικιοκρατικά της μέτωπα: στην Ευρώπη, στην Βόρειο Αφρική, στην Άπω Ανατολή, παντού. Ωστόσο, το νεοελληνικό κρατίδιο δέχτηκε να παίξει τον ρόλο, που ήθελαν οι προτέκτορές του μόνο και μόνο επειδή έχει μάθει να λειτουργεί με τα αντανακλαστικά του πιστού μαντρόσκυλου. Δείχνοντας δηλαδή δουλική χαμέρπεια στους πάτρωνές του και στυγνότητα στους υπηκόους του, τους οποίους θα έστελνε αδίστακτα στο σφαγείο. Ένα γνήσιο δημιούργημα της αποικιοκρατίας…
Οι συνεχείς διπλωματικές επαφές με τους Βρετανούς τις παραμονές του πολέμου, η -έκδηλη σαν κοινό μυστικό- θέληση των Βρετανών να χρησιμοποιήσουν την «σύμμαχό» τους Ελλάδα σαν στρατιωτική βάση, η αστεία και κατάφωρη διπροσωπία της ελληνικής κυβέρνησης, που διακήρυττε τις φιλειρηνικές της διαθέσεις και την «ουδετερότητά» της δεν έπειθαν κανέναν, εκτός από τον -ως συνήθως- εύπιστο λαό.
Τα περί δήθεν διεθνούς «αντιφασιστικού» πολέμου είναι αρκετά ευκολότερο να τα καταρρίψει κάποιος. Ως γνωστόν μια Ελλάδα φασιστοκρατούμενη, υπό τον δικτάτορα και πίθηκο του φασισμού Μεταξά δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι πολεμά τον φασισμό. Παρ’ όλα αυτά, η προπαγάνδα τής μεταγενέστερης αυτοαποκαλούμενης «Εθνικής Αντίστασης» εισηγήθηκε την αιτίαση του πολέμου ως δήθεν «αντιφασιστικού». Αυτό το φαεινό προπαγανδιστικό εύρημα χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από το νεοελληνικό εθνοκράτος (το οποίο έχει πλέον αναγνωρίσει την «Εθνική Αντίσταση» ως έναν από τους θεμελιώδεις μύθους του). Μάλιστα στο προπαγανδιστικό αυτό εύρημα δόθηκε «αναδρομική» εξηγητική ισχύς, έτσι ώστε η είσοδος της χώρας στον πόλεμο να ερμηνεύεται ως οφειλόμενη σε μια δήθεν εξ’ αρχής αντιφασιστική στάση, παρά την ύπαρξη, κατά το πρώτο έτος του πολέμου, μιας εγχώριας φασιστικής δικτατορίας.
Στην πραγματικότητα, τα περί «αντιφασιστικού» αγώνα δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια περαιτέρω θεωρητικοποίηση και ωραιοποίηση του πολέμου. Η ωραιοποίηση αυτή, όπως άλλωστε αποδείχθηκε και από την μεταπολεμική σύρραξη των «αντιστασιακών» νεοελληνικών στρατών (στην πραγματικότητα πρόκειται για συμμοριτοπόλεμο ελεγχόμενο από ξενοκίνητες «εθνικόφρονες», ή σταλινικές ηγεσίες/συμμορίες, ο οποίος καταχρηστικά και κατ’ ευφημισμόν ωραιοποιήθηκε ως «εμφύλιος»), είχε σαν μοναδικό σκοπό να προετοιμάσει την εδραίωση των διαφαινομένων συμμαχικών μεταπολεμικών καθεστώτων και το εκ νέου μοίρασμα του πλανήτη (αφού, από το 1942 η ήττα της Γερμανίας θεωρείτο αναμενόμενη). Αυτή ήταν στην πραγματικότητα η αποστολή των κατά τόπους «εθνικών αντιστάσεων» στις κατεχόμενες από τον Άξονα χώρες(3).
Αλλά η επινόηση του δήθεν «αντιφασιστικού» χαρακτήρα του πολέμου είχε και μια πολύ σπουδαιότερη αποστολή: να αποτρέψει τον νεοελληνικό και τους άλλους λαούς, όπου κι αν χρησιμοποιήθηκε, από το να εκμεταλλευθούν την πολεμική αναμπουμπούλα για να εξεγερθούν εναντίον των ομοεθνών αφεντικών τους. Ας μην ξεχνάμε, ότι ο μεσοπόλεμος υπήρξε μια περίοδος πλήρης κοινωνικών εκρήξεων, (στη Γερμανία το 1923, στη «σοβιετική» Ρωσία, όπου συνέβησαν επανειλημμένες εργατικές -αλλά όχι και φιλοτσαρικές- εξεγέρσεις εναντίον του «εργατικού κράτους», στην Ισπανία το 1936-1939 κ.λπ.). Μερικές από αυτές εκδηλώθηκαν ως κοινωνικές συνέπειες του Α’ παγκοσμίου πολέμου. Μάλιστα το πρόσφατο παράδειγμα της συντριβής της Ισπανικής επανάστασης από τη συμπαιγνία όλων των ισχυρών κυβερνήσεων, «δημοκρατικών», «εργατικών» και φασιστικών αποδεικνύει, ότι αυτό που ανησυχούσε περισσότερο τους εξουσιαστές του πλανήτη ήταν να μην προκληθεί γενικευμένη διεθνής επαναστατική ανάφλεξη, την στιγμή, που απεργάζονταν τον δικό τους πόλεμο για την αναδιανομή του κόσμου(4). Το ενδεχόμενο να μετατραπεί ο παγκόσμιος πόλεμος μεταξύ των αφεντικών του πλανήτη σε παγκόσμιο κοινωνικό πόλεμο, δηλαδή σε μια περίπου παγκόσμια επανάσταση των λαών εναντίον των κυριάρχων τους αποτελούσε και τον κυριότερο φόβο όλων των εξουσιαστών της εποχής. Πόσο μάλλον όταν είχαν περάσει μόλις είκοσι χρόνια από τον προηγούμενο παγκόσμιο πόλεμο και η σιωπηρή ανοχή των μελλοθανάτων λαών, που προορίζονταν να σταλούν για μια ακόμη φορά στο σφαγείο, θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να φτάσει στα όριά της.
Ακόμα και μια μόνο κοινωνική εξέγερση σε κάποια χώρα του συμμαχικού συνασπισμού (είτε «ελεύθερη», είτε κατεχόμενη, π.χ. στην μονίμως «άτακτη» Γαλλία, ή στην φρεσκοεξεγερμένη Ρωσία), τόν απειλούσε με στρατιωτική κατάρρευση (το πρόβλημα είναι τόσο παληό, που το είχε επισημάνει και ο Πλάτων: πρόκειται απλώς για τον προαιώνιο φόβο των κυριάρχων να μην εκδηλωθεί ανταρσία των κοινωνικώς δυσαρεστημένων σε περίπτωση πολέμου(5)). Γι’ αυτό η επίκληση από τις συμμαχικές κυβερνήσεις τών αντιφασιστικών αισθημάτων των λαών τους είναι εμετικά υποκριτική: λίγους μόνο μήνες πριν το ξέσπασμα του πολέμου οι ίδιες αυτές «δημοκρατικές» κυβερνήσεις είχαν χαρίσει τη νίκη στον ισπανικό φασισμό. Η προπαγανδιστική απάτη του «αντιφασιστικού» πολέμου χρησιμοποιήθηκε από όλους τους συμμάχους ανεξαρτήτως των άλλων διαφορών τους και πέτυχε να παροχετεύσει την κοινωνική δυσαρέσκεια και υποψία για τον πόλεμο, σε ανώδυνα για την εξουσία ιδεολογικά κανάλια. Έτσι οι λαοί προσέφεραν με περισσότερη προθυμία τον αυχένα τους στα τσεκούρια των δημίων, πιστεύοντας αφελώς, ότι αγωνίζονται για «υψηλά» ιδεώδη.