διαβάστε την Κυριακή και την Δευτέρα
Μέρα Τρίτη
Ξύπνησα πρωί πολύ πρωί με το πρώτο λάλημα. Όταν το πιοτό είναι αγνό και καθαρό με δύο ώρες ύπνο ξυπνάει ο άνθρωπος και είναι σαν να μην έχει πιει τίποτα. Τόσο καλά. Πλύθηκα νίφτηκα και κατέβηκα στην αυλή. Η αυλή μου είναι προσήλια την πιάνει ο πρώτος ήλιος και είναι χάρμα να κάθεσαι εκεί και να απολαμβάνεις την ανατολή κι εκείνο το πρώτο φύσημα τ’ ανέμου την ώρα που το πρώτο ζέσταμα αγγίζει το δέρμα. Πνοή ζωής στην καλημέρα. Στο κέντρο της αυλής βρίσκεται μια μεγάλη λαξεμένη πέτρα παραλληλόγραμμη με κατεύθυνση από ανατολή προς δύση, ίσα με το γόνατο σε ύψος και μια οργιά σε πλάτος. Δημιουργεί ένα φυσικό τραπέζι και η στιλπνή από τα χρόνια επιφάνεια χωρίζεται νοητά σε δύο μέρη. Αν σταθεί κάποιος μπροστά της κοιτώντας προς τον βοριά έχει στην δεξιά μεριά (την ανατολική) ένα βαθούλωμα για φωτιά και στην αριστερή (την δυτική) μια λεία γυαλιστερή επιφάνεια που πάνω της τα νερά της πέτρας είναι αρκετά για να δώσουν μια ζωγραφιά απαράμιλλης τέχνης, από αυτές που μόνο η φύση μπορεί να φτιάξει. Η δε θέα κοιτώντας βόρια, είναι απίστευτα όμορφη με σχεδόν όλη την βόρεια Πελοπόννησο με όλες τις κορυφές, σ’ ένα ενθουσιαστικό ανάγλυφο που σταματάει μόνο στον ορίζοντα. Την πέτρα αυτή την είχε στήσει ο προπάππος μου όταν σήκωσαν για πρώτη φορά το σπίτι εν έτη 1873. Αυτή είναι η ψησταριά του σπιτιού. Το μπάρμπεκιου όπως λέμε στα νέα ελληνικά.
Συμμάζεψα ένα γύρω, έβαλα πάνω στην πέτρα μια χούφτα στάρι, και βγήκα να πα’ ν’ ανοίξω το κοτέτσι που είναι μακριά από το σπίτι, ένα τσιγάρο δρόμο. Τι όμορφα που είναι αυτά τα καλοκαιρινά πρωινά στην φύση. Αναπνέει ο άνθρωπος και το χαίρεται, αναγαλλιάζει η καρδούλα του. Ο ήλιος ήδη είχε αρχίσει να δίνει τα πρώτα χρώματα στον ουρανό. Χρώματα έντονα αυτά του αυγουστιάτικου πρωινού που ζεσταίνουν το μυαλό πριν ζεσταθεί το σώμα, σαν να το προετοιμάζουν λες για την κάψα που ‘ρχεται. Ξύπνια απ’ ώρα τα πουλιά ήπιαν το νερό τους και τώρα τιτιβίζουν ολόγυρα μεσ’ στην τρελή χαρά, παίζοντας στις κλάρες και κουτρουβαλώντας μεταξύ τους όταν κάνας καλός μεζές έσκαγε το κεφάλι του από το χώμα. Ε ρε γλέντια και πανηγύρια που κάνει η ζωή. Με την πρώτη αχτίδα τα χρώματα έδειξαν όλο το μεγαλείο τους. Με κυρίαρχο το πράσινο υπάρχουν όλα σ’ ένα τρελό ανακάτεμα, σε μια τρελή συνύπαρξη που όσες φορές και να την δεις πάντα θα είναι σαν να το βλέπεις πρώτη φορά. Γνωστό και άγνωστο ταυτόχρονα όπως και η ζωή μας.
Έτσι τρισευτυχισμένος περπατώντας έφτασα στο κοτέτσι τ’ άνοιξα, μάζεψα τ’ αυγά στο δισάκι κι άλλαξα νερό, μα καρπούς δεν τάισα σήμερα. Όταν είναι για να φάμε πουλί δεν τα ταΐζουμε το πρωί, μόνο τ’ αφήνουμε να βόσκουν ελεύθερα. Μέχρι να συγυρίσω και να μαζέψω και μια αγκαλιά πουρναρόξυλα ξερά φώτισε πια για τα καλά και μαζί με τον ήλιο έπιασε και η ζέστη, εκείνη η πρωινή που αχνίζει την γη μέχρι να την στεγνώσει. Εντωμεταξύ από την ράχη απέναντι ακουγότανε το τροκάνι του τράγου, σήμα πως ο κουμπάρος είχε τελειώσει τ’ άρμεγμα και τα ‘χε βγάλει για βοσκή. Κίνησα προς το μαντρί συνεχίζοντας τον πρωινό μου περίπατο πήρα φρέσκο γάλα και γύρισα στο σπίτι να φάμε πρωινό.
Η μέρα κύλησε όμορφα όπως κυλούν όλες οι μέρες των διακοπών όπου η ανεμελιά έχει την εορτή της. Ήταν νωρίς το απόγευμα κι εγώ χαρχάλευα στον κήπο όταν φάνηκε ο γιός μου και μου κανε σήμα.
-Έλα μπαμπά ήρθε το δείπνο.
Τράβηξα για την αυλή. Το πετεινάρι είχε βρει τους καρπούς είχε ανέβει στην πέτρα και λάλαγε όλο καμάρι με τα λειριά φουσκωμένα. Ε ρε δόλιε σκέφτηκα, αν ήξερες τι σε περιμένει. Πλησίασα ήρεμα και μέχρι το πουλί να καταλάβει τι συμβαίνει το είχα κιόλας τελειώσει και καθώς τον ξεπουπούλιαζα πριν κρυώσει άκουσα μια πνιχτή κραυγή που μου έκανε εντύπωση. Γύρισα το κεφάλι προς το μπαλκόνι και είδα την Μαρία να με κοιτάζει με μια αποστροφή και μια αηδία λες και της είχα σφάξει τον πατέρα.
-τον προτιμάς ψητό στην κατσαρόλα με πατάτες για κοκκινιστό;
Την ρώτησα αλλά απάντηση δεν πήρα. Μου γύρισε την πλάτη επιδεικτικά και μπήκε στην κουζίνα λέγοντας κάτι στην Χριστίνα που όμως εγώ δεν άκουγα. Σε πέντε λεπτά τελείωσα το ξεπουπούλιασμα και κρατώντας το πετεινάρι από τα πόδια ανέβηκα στην κουζίνα να το ετοιμάσω για την κατσαρόλα. Μπαίνοντας έπεσα πάνω στην Μαρία που μόλις με είδε έβγαλε μια τσιρίδα και κοιτώντας μια εμένα και μια τον κόκορα τραβήχτηκε στην άκρη και σωριάστηκε πάνω σε μια καρέκλα κοιτώντας με μια απέχθεια που ούτε ο χειρότερος εχθρός μου δεν θα με κοίταζε. Άφησα το κόκορη στον πάγκο έβαλα ένα ποτήρι νερό και κάθισα στο τραπέζι απέναντι από την Μαρία. Η Χριστίνα είχε ήδη αναλάβει την προετοιμασία του δείπνου μα ήταν και αυτή σκεφτική. Είχα καταλάβει τι συμβαίνει μα δεν ήθελα να το αφήσω να περάσει έτσι οπότε άνοιξα την κουβέντα.
-Μαρία σε βλέπω λίγο χλωμή. Καλά είσαι;
-καλά. Μου απάντησε ξερά.
-ναι μα κάτι έχεις. Σε πείραξε κάτι;
-κοίτα εγώ είμαι άνθρωπος που τα λέει στα ίσα, γι αυτό θα στο πω. Είσαι εγκληματίας δολοφόνος.
Δεν πρόλαβα να απαντήσω και γυρίζοντας η Χριστίνα παραπονέθηκε.
-Ε όχι κι εγκληματίας βρε Μαρία. Έναν κόκορα έσφαξε ο άνθρωπος να φάμε για βράδυ που έχουμε τραπέζι στους κουμπάρους.
Η Μαρία δεν μίλαγε ούτε κι εγώ. Νεκρική σιγή είχε πέσει στην κουζίνα πράγμα ξένο για μένα. Εγώ έχω μάθει πως σε τέτοιες περιπτώσεις η χαρά είναι που κυριαρχεί στον χώρο, αλλά περιέργως σήμερα μόνο χαρά δεν υπήρχε.
-Μαρία μήπως είσαι χορτοφάγος; τόλμησα να ρωτήσω αλλά πριν πάρω απάντηση μπήκε η κόρη μου και μες την τρελή χαρά μου σκάει ένα φιλί όλο ζουμί και έχοντας πέσει μέσα στην αγκαλιά μου εν χορό φώναξε:
-εγώ τον θέλω ψητό της κατσαρόλας με πατάτες.
Ώχουυυ τι θελε και το ‘πε πετάγεται με μιας η Μαρία και δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει εξαφανίστηκε για τον ξενώνα.
-μπαμπα τι έπαθε αυτή κι έφυγε έτσι; Με ρώτησε η κόρη μου ενώ ταυτόχρονα μπήκε και ο γιός μου μέσα.
-μπαμπα καλά είναι η Μαρία; Την είδα να τρέχει προς τον ξενώνα σχεδόν κλαίγοντας.
Η Χριστίνα σκούπισε τα χέρια στην ποδιά την κρέμασε στην καρέκλα κι έφυγε να πάει να βρει την φίλη της. Εγώ ήδη είχα αρχίσει να τα παίρνω στο κρανίο πάλι. Εμ μου χάλασε την διάθεση και μου μαγάρισε το δείπνο, εμ θα πιάσουν τώρα την κουβέντα οπότε μένει και το μαγείρεμα σε μένα. Έστειλα τα παιδιά να πάνε να παίξουν φόρεσα την ποδιά και ανέλαβα τον κόκορα. «Μωρέ σ’ αρέσει δεν σ’ αρέσει θα τον κάνω εγώ λουκούμι να τον φχαριστηθούμε και χτυπήσου εσύ όσο θέλεις», σκεφτόμουνα όσο τον ετοίμαζα. Τελείωσα σκέπασα την κατσαρόλα και κίνησα για τον κήπο. Είχε πια απογευματιάσει για καλά, είχε πέσει ο ήλιος κι εγώ μ’ αυτά και μ’ αυτά δεν είχα ακόμα ποτίσει. Μετά από ώρα, στα τελειώματα, ήρθε και η Χριστίνα στον κήπο.
-ξέρεις δεν έχει ξαναδεί σφάξιμο και σοκαρίστηκε. Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι μαθημένοι στα αίματα. Προσπάθησε να την δικαιολογήσει.
-εντάξει της απάντησα, το καταλαβαίνω μόνο ελπίζω το βράδυ να μην μας χαλάσει την διάθεση έτσι; Θα έρθει στο τραπέζι;
-θα έρθει, αλλά σε παρακαλώ μην της κρατάς κακία, είναι και σε άσχημη φάση με τον άντρα της…
«Νάτος πάλι ο άντρας της και τα οικογενειακά της» σκέφτηκα αλλά δεν έδωσα συνέχεια. Μαζέψαμε τα ζαρζαβατικά για την σαλάτα και κινήσαμε εγώ να κλείσω το κοτέτσι και η Χριστίνα για το σπίτι. Έπιασε να νυχτώνει πια.
Ο κόκορας ήταν από ώρα έτοιμος. Είχα στρώσει τραπέζι στην αυλή η Χριστίνα στην κουζίνα έκανε τις τελευταίες ετοιμασίες, τα παιδιά μόλις είχαν μαζευτεί και μπανιαριζόντουσαν και η Μαρία η οποία αποφάσισε τελικά να βγει από το δωμάτιο, είχε από ώρα θρονιαστεί στο μπαλκόνι και μας κοίταζε καπνίζοντας αρειμανίως το ένα τσιγάρο πάνω απ’ τ’ άλλο όταν να ‘σου και η κουμπάρα στην αυλόπορτα κουνιστή και λυγιστή.
-καλώς την κουμπάρα. Που ‘ναι ο κουμπάρος δεν τελείωσε ακόμα;
-έρχεται έρχεται όπου να ‘ναι, μου λέει και πλησιάζοντας την αρπάζω από την μέση και της δίνω ένα ρουφηχτό φιλί μέσα στο λακκάκι του λαιμού. Σας έχω πει για την κουμπάρα; Θεά η κουμπάρα. Κορίτσαρος να την πιεις στο ποτήρι με μάγουλο ροδοκόκκινο όπως των ανθρώπων που ζουν μόνιμα στην επαρχία και δέρμα ηλιοκαμένο. Κόμματος σας λέω από τους λίγους. Όχι πως ο κουμπάρος πάει πίσω. Παλληκάρι από τα λίγα αλλά να, εγώ ως αρσενικό τα θηλυκά είναι που με τραβάνε. Αγκαλιασμένοι λοιπόν με την κουμπάρα χαριεντιζόμασταν και ανταλλάσαμε φιλοφρονήσεις όταν βλέπω την Μαρία να κατεβαίνει από την σκάλα με μια σαλάτα στα χέρια. Μας καληνύχτισε περνώντας κι έφυγε για το δώμα, έτσι ξερά.
Σήκωσα το κεφάλι και βλέπω την γυναίκα μου στο μπαλκόνι μ’ ένα ύφος χαλασμένο εντελώς, που κοίταζε. «Τι σκατά έγινε πάλι»; Αναρωτήθηκα και αφήνοντας την κουμπάρα ανέβηκα πάνω.
-τι έγινε ρε Χριστίνα πάλι; Γιατί έφυγε η Μαρία έτσι χάλια;
-θα σου πω, θα σου πω μου λέει, δεν είναι ώρα τώρα. Θα τα πούμε μετά.
«Σκασίλα μου ότι και να ‘γινε σκέφτηκα» και να ‘σου και ο κουμπάρος. Στρωθήκαμε στο τραπέζι και του δώσαμε και κατάλαβε μέχρι αργά την νύχτα. Πρέπει να ήταν πολύ μετά τα μεσάνυχτα όταν τελειώσαμε τους χορούς και τα τραγούδια. Λουκούμι ο κόκορας μας έκανε μια παρέα που όμοια της μόνο στα παραμύθια βρίσκεις. Γέλια και χαρά μέχρι τελική πτώσης.
συνεχίζεται>>>