Κοντά στα τέλη της δεκαετίας του ’50, ένας παλιός μάστορας απ’ τα Κουκούλια Τζουμέρκων, ο μπάρμπα Κώστας Τσιάρας, μου έλεγε με φυσική απλότητα και υπαινικτική σοφία: «Τον τόπο μας, παιδί μου, τον έσωσε η αγιοσύνη των βουνών». Η κουβέντα του με παρέπεμψε συνειρμικά στους ομοιότροπους στίχους του Ελύτη: «Τα θεμέλιά μου στα βουνά/ και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο της/ και πάνω τους η μνήμη καίει/ άκαυτη βάτος», Ήταν στίχοι γραμμένοι τον ίδιο περίπου καιρό. Σκέφτομαι, λοιπόν, πως ίσως είναι τώρα η σειρά μας να σώσουμε την… «αγιοσύνη» των βουνών.
Αν το γενικεύσουμε, να σώσουμε την «αγιοσύνη» του ελληνικού μας τόπου σε τούτους τους ομιχλώδεις καιρούς της «παγκοσμιοποίησης».
Και επειδή αυτό δεν είναι ούτε απλό ούτε εύκολο, σπεύδω να εστιάσω στον πολιτισμό των τοπικών κοινωνιών, που είναι απ’ τους θεμελιακούς όρους για να μη χαθεί η ταυτοτική πολιτιστική μας ιδιαιτερότητα. Προτάσσω δύο αναγκαίες διευκρινιστικές παρατηρήσεις:
Πρώτον, μιλώντας για τοπικές κοινωνίες δεν πρέπει να τις ταυτίζουμε με κάποιο φανταστικό υποκατάστατο παλαιότερων μορφών τους. Εκείνες οι κοινωνίες χαρακτηρίζονταν από μια εξαιρετική πολιτιστική πολυμορφία, με ζώσες, λειτουργικές και λειτουργούμενες πολιτιστικές υποχρεώσεις. Από χωριό σε χωριό υπήρχαν αποχρώσεις, ανά ομάδες χωριών υπήρχαν αποχρώσεις, πολύ περισσότερο ανά επαρχίες και ευρύτερες γεωγραφικές ενότητες υπήρχαν πολιτιστικές αποχρώσεις. Επρόκειτο για ένα μοναδικό πλούτο με στρώματα αιώνων στο ιστορικό του βάθος. Τί όμως έχει απομείνει απ’ αυτές τις τοπικές κοινωνίες; Είναι ζωντανό και λειτουργούμενο το παραδοσιακό αξιακό τους σύστημα, ή όλο και περισσότερο τα υπολείμματα τους αποχρωματίζονται και ομογενοποιούνται σε ισοπεδωτική πολιτιστική κατεύθυνση; Χωρίς, προφανώς, σωστή απάντηση σε τέτοια ερωτήματα δεν μπορούμε να μιλήσουμε σοβαρά για πολιτιστική αντίσταση των τοπικών κοινωνιών.
Δεύτερον, μιλώντας για πολιτιστική αντίσταση τι εννοούμε; Υπέρ τίνος, γιατί και πώς πρέπει να αντιστέκονται οι τοπικές κοινωνίες; Γιατί μια αντίσταση με χαρακτήρα περιχαράκωσης είναι και αφελής και ατελέσφορη. Καμία κοινωνία δεν ανασαίνει, αν δεν παίρνει και δεν δίνει πολιτιστικά στοιχεία. Κοινωνία που κλείνεται στον εαυτό της αργά ή γρήγορα θα πάψει να έχει εαυτό. Και δεν λείπουν δυστυχώς αυτοί που εμμένουν στην πάντοτε ανύπαρκτη πολιτιστική και πολύ περισσότερο στη βιολογική μας καθαρότητα, συγχέοντας την καθαρότητα με την ιδιαιτερότητα, που είναι η συστατική βάση του πολιτιστικού πλουραλισμού. Όσο όμως αντιδραστική είναι η πολιτική της καθαρολογικής περιχαράκωσης κάποιων «Ελληναράδων», άλλο τόσο λαθεμένη είναι και η πολιτική της αδιαφορίας, το «μπάτε σκύλοι αλέστε κι αλεστικό μη δίνετε» κάποιων προοδευτικοφανών «αντι-Ελληναράδων». Κι αυτοί απ’ τη μεριά τους συγχέουν (σκοπίμως!) την πολιτιστική ιδιαιτερότητα με την εθνικιστική και ρατσιστική καθαρολογία.
Που σημαίνει πως η πολιτιστική αντίσταση, με αυτονόητη την επιλεκτική αφομοίωση ξένων πολιτιστικών στοιχείων και με δεδομένη την προσπάθεια για διαρκή ενδυνάμωση της ταυτοτικής μας ιδιαιτερότητας, είναι απολύτως αναγκαία. Το τι όμως «κρατάμε» αμυνόμενοι, γιατί και πώς, είναι εξόχως κυρίαρχο, καθώς δεν έχει νόημα να προσπαθείς να «κρατάς» κάτι που δεν αντέχει στον χρόνο και που δεν στηρίζει ένα ποιοτικό πολιτιστικώς ζην. Δεν έχει δηλαδή νόημα να προσπαθείς να «κρατάς» έναν τρόπο ζωής που δεν απαντάει στις βαθύτερες ανάγκες και δεν συνυφαίνεται με το ίδιο το νόημα της ζωής, που δεν γεμίζει την ανθρώπινη ζωή. Είναι γι’ αυτό εύκολο να μιλάμε για πολιτιστική άμυνα, πολύ δύσκολο όμως να έχουμε ανοιχτή στο μέλλον πολιτική πολιτιστικής άμυνας, που δεν θα είναι φολκλορικού χαρακτήρα. Θέλουμε πολιτιστική άμυνα που να διατηρεί ζώσα, λειτουργούμενη και γι’ αυτό λειτουργική την τοπική πολιτιστική ιδιαιτερότητα και το αξιακό της υπόβαθρο.
Ξαναγνωρίζοντας τις τοπικές κοινωνίες και τη σημερινή τους πραγματικότητα, πρέπει να έχουμε βαθιά συνείδηση για τι μιλάμε. Να έχουμε προπαντός συνείδηση πως έχουν υποστεί τις συνέπειες της μεγάλης εσωτερικής και εξωτερικής μετανάστευσης και κυρίως του καταναλωτικού τρόπου ζωής. Και τα δύο μαζί, μέσα στις συνθήκες της συντελούμενης παγκοσμιοποίησης, επηρέασαν και επηρεάζουν καθοριστικά το παραδοσιακό αξιακό πρότυπο, αν δεν το έχουν ήδη καταστήσει παντελώς διάτρητο. Που σημαίνει πως βρισκόμαστε προ πολλού μπροστά σε μια εντελώς νέα πραγματικότητα, καθώς αυτές που λέμε τοπικές κοινωνίες όλο και περισσότερο νοούνται χωρίς χωριά, όπως τα ξέραμε, ή με ελάχιστα, πληθυσμιακώς συρρικνωμένα και εξακολουθητικώς συρρικνούμενα χωριά, με λίγες διογκούμενες κωμοπόλεις και με υπερδιογκούμενες πρωτεύουσες νομών. Όλα μαζί, υπολείμματα χωριών, κωμόπολεις και περιφερειακές πόλεις, ψάχνουν το νέο πολιτιστικό τους πρόσωπο, υπό την καταλυτική επήρεια της τηλεοπτικής υποκουλτούρας, εσπέριας και εγχώριας.
Ποια όμως είναι τα «άυλα σύνορα», τα κληρονομημένα ταυτοτικά στοιχεία των τοπικών κοινωνιών, για τα οποία αξίζει να αντισταθούν;
Σίγουρα η συναισθηματικού και νοσταλγικού χαρακτήρα πολιτιστική αντίσταση ημών των παλιότερων είναι δήθεν αντίσταση. Είναι μια εκτονωτική αναπόληση των γενεών που έχουμε μνήμες, συχνά εξιδανικευμένες, απ’ το άλλοτε ποτέ λειτουργικό πολιτιστικό μας πρότυπο. Δεν είναι πολιτιστική αντίσταση που αντιστοιχεί στη σύγχρονη πραγματικότητα και κοιτάζει στο μέλλον. Όπως δεν είναι πολιτιστική αντίσταση οι φολκλορικού χαρακτήρα πολιτιστικές εκδηλώσεις δήμων, κοινοτήτων και πολιτιστικών συλλόγων στη ζώνη του Αυγούστου, που στερούνται πολιτιστικής ποιότητας, βάθους και προοπτικής. Χωρίς αμφιβολία η μόνη σωστή και αναγκαία πολιτιστική αντίσταση είναι αυτή που, εκκινώντας απ’ τον ανθεκτικό στο χρόνο αξιακό και ταυτοτικό πυρήνα, εκφράζεται με εμπνευσμένη δημιουργικότητα, ανατροφοδοτώντας, εμπλουτίζοντας και ανανεώνοντας την τοπική και την εθνική πολιτιστική μας ιδιαιτερότητα.
Γιατί, τόσο στις συρρικνωμένες κοινότητες όσο και στις μικρότερες ή μεγαλύτερες «χοάνες» των τωρινών κωμοπόλεων και πόλεων της περιφέρειας, οι άνθρωποι, ανεξαρτήτως της ιδιαίτερης τοπικής πολιτιστικής τους αφετηρίας, έχουν στα ενδότερα μια κοινή αξιακή βάση. Αυτή η κοινή αξιακή βάση των τοπικών κοινωνιών, ο ελάχιστος κοινός πολιτιστικός τους παρονομαστής, είναι και το έσχατο πολιτιστικό τους οχυρό που δεν πρέπει ποτέ να αλωθεί.
Πρώτο και συνεκτικό στοιχείο αυτής της κοινής αξιακής βάσης είναι η γλώσσα και μαζί της όλα εκείνα τα αξιακά στοιχεία που συνθέτουν τον πολύ σημαντικό πολιτιστικό και ηθικό κώδικα. Αυτόν που προσδιορίζει την ελληνική στάση ζωής τόσο στην καθημερινή της διάσταση όσο και στις μεγάλες οριακές της στιγμές, όπως, για παράδειγμα, αυτή του έπους του ΄40 και της εθνικής αντίστασης.
Και επειδή τίθεται πιεστικά το ερώτημα για το ποια είναι τα αξιακά στοιχεία, απλώς θα παραπέμψω στην εξαιρετική μελέτη του Ερατοσθένη Καψωμένου «Αναζητώντας τον χαμένο ευρωπαϊκό πολιτισμό» (Εκδ. Πατάκη). Πρόκειται για μοναδική επιστημονική μελέτη του παραδοσιακού πολιτιστικού μας προτύπου με βάση τον νεοελληνικό ποιοτικό λόγο.
Τα αξιακά στοιχεία εδράζονται σε τρεις θεμελιώδεις για τον ανθρώπινο πολιτισμό ισορροπίες: α) την μεταξύ ανθρώπου-φύσης, β) πολιτισμού-φύσης και γ) ατόμου-κοινωνίας. Έχουν κρίσιμη σημασία η ενότητα ανθρώπου-φύσης, η ισότητα φυσικών και ηθικών αξιών, η ταύτιση κάλλους και αγαθού, η ενότητα υλικού και πνευματικού κόσμου, η όχι εργαλειακή περί ορθού λόγου εκδοχή, η συνύπαρξη των αντιθέτων και η συνύπαρξη ατομικών και κοινωνικών αξιών.
Αν στα ευρήματα Καψωμένου προσθέσουμε: τις πολιτικές αξίες,όπως αυτές επέζησαν στις ελληνικές κοινότητες, τη φιλοξενία, με το αντιρατσιστικό της βάθος, το φιλότιμο, ως έκφραση βαθιάς αξιοπρέπειας και ευγενούς υπερηφάνειας, τη λεβεντιά, που θέλει τον ήρωα να σκοτώνεται για τους άλλους και όχι να σκοτώνει τους άλλους, όπως οι Ράμπο του παγκοσμιοποιημένου αμερικανικού προτύπου, και τον καημό, με τον έρωτα για τη ζωή στο βάθος τους, θα έχουμε την ανεκτίμητη «μαγιά» μιας πολιτιστικής πρότασης. Μιας πρότασης που βρίσκεται στο αντίποδα του κυρίαρχου «αμερικανο-δυτικού» και καταστρεπτικού για τον πλανήτη και την ανθρωπότητα καταναλωτικού πολιτιστικού προτύπου.
Πώς όμως «προστατεύεται» και καθίσταται λειτουργική αυτή η ελαχίστη κοινή αξιακή βάση των τοπικών κοινωνιών;
Με αυτονόητο πως δεν ψάχνουμε κάποιο νέο πολιτιστικό μύθο, κάποιο πολιτιστικό δόγμα, θα ήθελα, απλώς να σηματοδοτήσω το πνεύμα μιας αναγκαίας τοπικής πολιτικής πολιτισμού στους καιρούς μας, που θα στοχεύει στην ενδυνάμωση του τοπικού πολιτιστικού χρώματος ως συστατικού στοιχείου του εθνικού μας πολιτισμού. Και να στοχεύει σ’ αυτό σωστά. Όχι με τοπικιστικές στενοκεφαλιές, ή με αφελείς εκδοχές του συνθήματος για «επιστροφή στις ρίζες», όπως πολύ συχνά συμβαίνει.
Κι αν επιμένω στη φιλοσοφία της πολιτιστικής αντίστασης είναι γιατί δεν μπορούμε αλλιώς να περάσουμε απ’ τις συμπληγάδες αφενός του ομφαλοσκοπικού και αυτιστικού «ελληνοκεντρισμού», που αγνοεί πως ο πολιτισμός μας δεν είναι θρησκεία ούτε η ελληνικότητα δόγμα, και του αστιγματικού «αντιελληνοκεντρισμού», που ενοχλείται σφόδρα από ό,τι το ελληνικό. Οι βασικοί, λοιπόν, άξονες μιας τοπικής πολιτικής πολιτισμού, είναι κατά τη γνώμη μου οι εξής:
1ον. Ουσιαστική μελέτη των τοπικών πολιτισμών, ανάδειξη και ανατροφοδότηση των ανθεκτικών στο χρόνο στοιχείων της αξιακής τους βάσης
2ον. Λειτουργική σύνδεση της τοπικής εκπαίδευσης με τις χαρακτηριστικές ποιοτικές εκφάνσεις των τοπικών πολιτισμών, προφανώς και με την ιστορία τους. Το ίδιο ισχύει και για τα τοπικά ΜΜΕ.
3ον. Ενίσχυση των πηγών της ζώσας τοπικής παράδοσης, του τοπικού λαϊκού πολιτισμού και της τοπικής λαϊκής τέχνης με ποιοτικά πάντοτε κριτήρια και με τη ματιά στο μέλλον.
4ον. Προστασία της τοπικής πολιτιστικής κληρονομιάς (αρχαίας, μεσαιωνικής και νεότερης) πρωτίστως απ’ τις ίδιες τις τοπικές κοινωνίες, αλλά και προστασία της τοπικής φυσικής κληρονομιάς.
5ον. Αυστηρά ποιοτικά κριτήρια για τη διοργάνωση φολκλορικο/τουριστικών πολιτιστικών εκδηλώσεων, όσο και για την παραγωγή τοπικών παραδοσιακών προϊόντων, ή τη δημιουργία ειδών λαϊκής τέχνης.
6ον. Δημιουργία πολιτιστικών υποδομών σε τοπική και περιφερειακή κλίμακα με την αρμονική συνεργασία των τοπικών και περιφερειακών πολιτιστικών φορέων.
Όσο τίποτε άλλο και όσο ποτέ άλλοτε ο τόπος μας σήμερα χρειάζεται μια εμπνευσμένη εθνική πολιτιστική στρατηγική βάθους και προοπτικής. Θα έλεγα, όχι μια πολιτιστική στρατηγική ελλαδικής κλίμακας, αλλά κλίμακας οικουμενικού ελληνισμού. Αυτή όμως με τη σειρά της προϋποθέτει λογική και φιλοσοφία αποκεντρωμένης λειτουργίας και συστατικού μετασχηματισμού της «Ελλάδος Λεκανοπεδίου Αττικής» σε σύγχρονη ελληνική πολιτεία.
Γιατί δεν θα είχαμε οικονομική χρεωκοπία, αν δεν είχαμε πολιτική χρεωκοπία. Στο βάθος όμως και της οικονομικής και της πολιτικής χρεωκοπίας της Μεταπολίτευσης βρίσκεται η πολιτιστική μας χρεωκοπία, το ότι χάσαμε την «ψυχή» μας.
Πολιτιστική αντίσταση των τοπικών κοινωνιών σημαίνει να ξαναβρούμε την «ψυχή» μας. Γιατί στα δύσκολα, όπως τώρα, οι λαοί κρατιούνται απ’ την «ψυχή» τους. Να ξαναβρούμε δηλαδή την «αγιοσύνη» των βουνών και του τόπου μας, να τη σώσουμε και να σωθούμε.