Η νεώτερη Ελλάδα ως εκ γεννετής δημιούργημα-προτεκτοράτο
Για όσους δεν τρέφουν αυταπάτες είναι γνωστό ότι η νεώτερη Ελλάδα άρχισε τη ζωή της ως ένα δημιούργημα της βρετανικής αποικιοκρατίας, ένα προτεκτοράτο. Αν το 1828 οι ευρωπαϊκοί στόλοι της Μεσογείου δεν είχαν βυθίσει – με πρωτοβουλία των άγγλων- τον τουρκικό στο Ναβαρίνο, η επανάσταση θα είχε κατασταλεί από τους οθωμανούς.
Αλλά οι άγγλοι χρειάζονταν ένα κράτος-μαριονέττα στην ανατολική Μεσόγειο για να ελέγχουν τους αποικιοκρατικούς δρόμους προς την Μέση Ανατολή και τη νότια Ασία. Από τότε μέχρι λίγο μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο –όταν “μπάστακες” της περιοχής ανέλαβαν οι αμερικάνοι- το νεοελληνικό κρατίδιο δεν πήγαινε ούτε “προς νερού” του χωρίς την έγκριση της βρετανικής αποικιοκρατίας. Αυτή ήταν και η πραγματική αιτία της εισόδου της Ελλάδας στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο.
Σε αυτόν τον πόλεμο, όπως και στον προηγούμενο, οι ανταγωνιζόμενοι ιδιοκτήτες του πλανήτη έστειλαν τους λαούς που ήλεγχαν, να σφαχτούν –πατριωτικά- μεταξύ τους για την αναδιανομή του (και όχι φυσικά για την “σωτηρία του ελεύθερου κόσμου από τον φασισμό” και τα άλλα στομφώδη που μας λένε(1)). Για άλλη μια φορά οι συμμορίες των διεθνών αφεντικών δεν πολέμησαν μεταξύ τους οι ίδιες, αλλά ιδεολογικοποίησαν αριστοτεχνικά τη σύγκρουσή τους, δίνοντας έτσι στα αφελή ποίμνια έναν λόγο για να νομίζουν ότι πεθαίνουν, ή σακατεύονται για κάτι σπουδαίο.
Η είσοδος της Ελλάδας στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο (2)
Σε αυτόν τον πόλεμο η Ελλάδα μπορούσε να μείνει ουδέτερη, όπως η γειτονική -και ίσης στρατηγικής σημασίας, ή ασημαντότητας- Τουρκία, αλλά τελικά ενεπλάκη μόνο και μόνο επειδή οι άγγλοι ήθελαν να προσβάλλουν τον Άξονα στο μαλακό του υπογάστριο, στα Βαλκάνια. Αντίθετα με ό,τι μας λέει η σχολική προπαγάνδα, οι δυνάμεις του Άξονα δεν επιτέθηκαν στην Ελλάδα στα καλά καθούμενα, γιατί ήσαν κακοί και ήθελαν να μας “σκλαβώσουν”, ή επειδή η Ελλάδα ήταν γι’ αυτούς στρατηγικής σημασίας. Το ότι η Ελλάδα δεν είχε καμμία στρατηγική σημασία για τον Άξονα αποδεικνύεται εξ άλλου και από το ότι δεν αξιοποιήθηκε από αυτόν καθόλου μετά την κατάκτησή της (πράγμα, που οι προπαγανδιστές τής υποτιθέμενης στρατηγικής θέσης τής Ελλάδας και άρα της δήθεν αναπόφευκτης εμπλοκής της στον πόλεμο, προσπερνούν σφυρίζοντας τάχα αδιάφορα). Ούτε οι ιταλοί, ούτε οι γερμανοί είχαν διάθεση να ανοίξουν άλλο ένα μέτωπο. Δεν θα είχαν κανένα λόγο να εισβάλλουν στην Ελλάδα αν δεν απειλούνταν από διείσδυση των άγγλων στα βαλκανικά νώτα τους. Αυτή την απειλή η Ελλάδα όφειλε να τη διασκεδάσει και όχι να την επιβεβαιώσει, προκαλώντας έτσι την εναντίον της εισβολή.
Έτσι, ενώ από το 1939 ο τριτοκοσμικός δικτατορίσκος Μεταξάς διακήρυττε υποκριτικά την “ουδετερότητα” της Ελλάδας απέναντι στον επερχόμενο παγκόσμιο πόλεμο, άγγλοι διπλωμάτες και στρατοκράτες πηγαινοέρχονταν αδιάκοπα και απροκάλυπτα σε αυτήν και έδιναν πολιτικές και στρατιωτικές ντιρεκτίβες στο μεταξικό καθεστώς-οπερέτα. Παράλληλα –όπως ήταν και τότε καταχρεωμένη- την εκβίαζαν οικονομικά(3) ώστε να φανεί συνεπής στις “συμμαχικές υποχρεώσεις” της και στην “πατροπαράδοτη φιλία των δύο λαών”. Αλλά, ακόμα κι έτσι, οι άγγλοι δεν είχαν τη δύναμη να της επιβάλλουν τη θέλησή τους αφού ήσαν σε δεινή θέση σε όλα τα αποικιοκρατικά τους μέτωπα: πολεμούσαν ήδη με τους γερμανούς στην Ευρώπη και με τους ιάπωνες στην νοτιοανατολική Ασία και ετοιμάζονταν για διπλό πόλεμο με ιταλούς και γερμανούς στην βόρειο Αφρική. Άλλωστε και στην Τουρκία ασκούσαν ανάλογες πιέσεις χωρίς αποτέλεσμα. Επομένως, αν το νεοελληνικό κρατίδιο δέχτηκε να παίξει τον ρόλο που ήθελαν οι προτέκτορές του, ήταν μόνο και μόνο επειδή έχει μάθει να λειτουργεί με τα αντανακλαστικά του πιστού μαντρόσκυλου. Δείχνοντας δηλαδή δουλική χαμέρπεια στους πάτρωνές του και στυγνότητα στους υπηκόους του, τους οποίους θα έστελνε αδίστακτα στο σφαγείο. Και οι οποίοι, ζαλισμένοι από την προπαγάνδα, υποδέχτηκαν τον πόλεμο κρατώντας ελληνικά –αντί για αγγλικά όπως θα ταίριαζε πραγματικά- σημαιάκια. Ένας λαός κι ένα κράτος, γνήσια δημιουργήματα της αποικιοκρατίας…
Έτσι η Ελλάδα ενεπλάκη για λογαριασμό άλλων σε έναν πόλεμο που δεν την αφορούσε, κάτι που απέφυγε –μαζί με όλες τις προδιαγεγραμμένες συνέπειες- η πραγματικά ουδέτερη Τουρκία. Μια από τις πιο ολέθριες αυτές συνέπειες ήταν το ότι στον πόλεμο σκοτώθηκαν ή σακατεύτηκαν χιλιάδες επιστρατευμένοι αγρότες, αλλά και επιταγμένα αγροτικά υποζύγια, με αποτέλεσμα να πέσει κατακόρυφα η αγροτική παραγωγή κατά τη διάρκεια της κατοχής που ακολούθησε, και να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για τον γνωστό κατοχικό λιμό.
Το πολυδιαφημισμένο “Όχι” του Μεταξά στον Άξονα, το οποίο κάνει τους αποικιακούς καρπαζοεισπράκτορες νεοέλληνες (δεξιούς κι αριστερούς), να κορδώνονται από εθνική υπερηφάνεια, ήταν στην πραγματικότητα ένα χαμερπέστατο “Yes” στην βρετανική αποικιοκρατία.
Ιωάννης Μεταξάς: Κατέλαβε πραξικοπηματικά την εξουσία (με συναίνεση τού αγγλόφιλου βασιλιά Γεωργίου) στις 4/8/1936. Μειωμένης αντιληπτικής ικανότητας, με πάμπτωχο λεξιλόγιο, λατρεία για τις επιδείξεις / τσίρκα τύπου “Καλλιμάρμαρου”, με αυξημένα τα απωθημένα τού προϊσταμενίσκου, τού χωροφύλακα και τού εθνοσωτήρα, και -το κυριότερο- πιστοποιημένος αγγλόφιλος (ως βενιζελικός), ήδη από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, εκπλήρωνε όλες τις προδιαγραφές, που θέτουν οι αποικιοκρατίες στους ευτελείς τριτοκοσμικούς δικτατορίσκους, τούς οποίους διορίζουν ως τοποτηρητές των συμφερόντων τους. Το περιλάλητο “ΟΧΙ” του yesman Μεταξά στους Ιταλούς κρύβει αριστοτεχνικά ένα δουλοπρεπέστατο “ΝΑΙ” στη βρετανική αποικιοκρατία, η οποία μεθόδευε επί έτη την εμπλοκή τής Ελλάδας στον διαφαινόμενο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ωστόσο η εθνοπατριωτική προπαγάνδα -δεξιά και αριστερή- έχει παγιδεύσει τον περισσότερο κόσμο σε ομφαλοσκοπικά ψευτοδιλήμματα όπως το εάν το “ΟΧΙ” το είπε τελικά ο Μεταξάς, ή ο “λαός”...
Κατά καιρούς πολλοί έχουν παρασυρθεί από τον πιθηκισμό τού Μεταξά σχετικά με τους εξωτερικούς τύπους τού χιτλερικού καθεστώτος (π.χ. ίδρυση τής Ε.Ο.Ν., νεολαίας με επιφανειακές χιτλερικές αναφορές και τυπικά) φτάνοντας στο σημείο να τον θεωρούν γερμανόφιλο. Ο μύθος τού δήθεν γερμανόφιλου Μεταξά αναπαράγεται από την υποκείμενη στις αποικιοκρατικές ντιρεκτίβες προπαγάνδα τού ελληνόφωνου προτεκτοράτου, ώστε να εξακολουθεί να αποκρύπτεται η -μέσω του Μεταξά- βρετανική αποικιοκρατική διείσδυση στην Ελλάδα κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μια “λειτουργική” προπαγανδιστική “βερσιόν” τής μυθοποίησής του (για εγχώρια όμως χρήση), τον παρουσιάζει μάλιστα ως γερμανόφιλο, ο οποίος τελικώς λειτούργησε “εθνικά” παραμερίζοντας με …ανωτερότητα ψυχής την υποτιθέμενη γερμανοφιλία του. Έτσι ο γραφικός αυτός πίθηκος του φασισμού και ανδρείκελο των βρετανών αποικιοκρατών, έχει μετατραπεί σε “εθνικό” σύμβολο, προ τού οποίου, ακόμα και οι “δημοκρατικοί” πολιτικάντηδες στέκονται “σούζα” σε ...ένδειξη σεβασμού.
Η προδοσία των εργαζομένων από τα ευρωπαϊκά Κ.Κ.
Ήταν η εποχή που τα απανταχού Κ.Κ. απέδειξαν με τον πιο απροκάλυπτο τρόπο ότι δεν είχαν καμιά σχέση με την διεθνιστική οπτική των εργαζομένων για τη χειραφέτησή τους.
Κι αυτό, μόνο και μόνο επειδή η σταλινική νομεκλατούρα είχε ανάγκη τη συμμαχία των άγγλων αποικιοκρατών εναντίον της ξαφνικής επίθεσης που δέχτηκε από τους -μέχρι εκείνη τη στιγμή συμμάχους της- γερμανούς αποικιοκράτες. Προσάρμοσαν λοιπόν την δράση τους (με ασυνήθιστο μάλιστα δυναμισμό), όχι στην κατεύθυνση της διεθνούς κοινωνικής επανάστασης ως μοναδικής απάντησης στον παγκόσμιο πόλεμο των αφεντικών, αλλά στην υπεράσπιση των συμφερόντων της “μεγάλης σοσιαλιστικής πατρίδας” Ε.Σ.Σ.Δ..
Αντί τα Κ.Κ. να υποδαυλίσουν –όπως όφειλαν σύμφωνα με τις ίδιες τις “ιερές γραφές” τους- συγχρονισμένες και αλληλέγγυες κοινωνικές επαναστάσεις στις εμπόλεμες χώρες ως απάντηση στον παγκόσμιο πόλεμο των αφεντικών, τις ανέστειλαν εν ονόματι της πατριωτικής απάτης και άρα υπέρ της ιμπεριαλιστικής σύρραξης. Έλεγαν π.χ. στον –πολύ τότε- κόσμο που ήλεγχαν ότι εν όψει του παγκοσμίου πολέμου η διεθνής κοινωνική επανάσταση έπρεπε να … αναβληθεί –ενώ ακριβώς τότε ήταν που έπρεπε να επιδιωχθεί- και οι ανά εθνική επικράτεια εργαζόμενοι όφειλαν να συμμαχήσουν με τους εγχώριους ταξικούς εκμεταλλευτές τους εναντίον του “φασισμού”. Με άλλα λόγια οι εργαζόμενοι έπρεπε να διευκολύνουν τα αφεντικά τους στην αναδιανομή του κόσμου. Λες και για έναν εργαζόμενο οι “δημοκρατικοί” άγγλοι αποικιοκράτες είχαν διαφορετικό στόχο από τους “φασίστες” ομοίους τους, με τους οποίους συγκρούονταν για την αναδιανομή του πλανήτη. Και λες κι οι εργαζόμενοι έπρεπε να διαλέξουν μοιρολατρικά το “καλύτερο” αφεντικό, που πάει να πει: να υπερασπιστούν αυτό που ήδη είχαν... Οι σταλινικοί αντεπαναστάτες είχαν “ξεχάσει” ότι τους εργαζόμενους δεν πρέπει να τους αφορούν οι δήθεν “εθνικοί” πόλεμοι των αφεντικών τους, αλλά μόνο ο διεθνοποιημένος κοινωνικός πόλεμος για τη χειραφέτησή τους. Είχαν “ξεχάσει” ότι ένας παγκόσμιος πόλεμος των αφεντικών είναι μοναδικά ευνοϊκή συγκυρία για να επιταχυνθεί το ξέσπασμα ενός εξίσου παγκόσμιου κοινωνικού πολέμου στα νώτα τους. Είχαν “ξεχάσει” ότι η “εθνική ενότητα” είναι μια διανοητική και συναισθηματική παγίδα κι ότι οι εκμεταλλευόμενοι δεν έχουν πατρίδα. Είχαν “ξεχάσει” αυτό που αναφέρει ο αείμνηστος διεθνιστής επαναστάτης Α. Στίνας (4), ότι δηλαδή για το διεθνές εργατικό κίνημα η λέξη “πατριώτης” αποτελούσε μέχρι τότε βρισιά.
Ο ψυχοδιανοητικός οδοστρωτήρας της σωβινιστικής προπαγάνδας τόσο των δυτικών, όσο και των σταλινικών κατά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο ήταν τέτοιος, που μάταια οι –κυνηγημένοι από εθνικόφρονες και σταλινικούς- διεθνιστές προειδοποιούσαν ότι “είναι πόλεμος ανάμεσα σε πεινασμένους και χορτάτους ληστές για το ξαναμοίρασμα του κόσμου. Ότι το καθήκον της εργατικής τάξης είναι και σήμερα να επωφεληθεί από αυτήν τη σύγκρουση των δημίων της και από τις δυσκολίες που δημιουργεί γι’ αυτούς ο πόλεμος, για να τους ανατρέψει και να τους ρίξει στο χάος, που οι ίδιοι έχουν ανοίξει […] ότι το νέο σε αυτόν τον πόλεμο είναι η προδοσία της σοβιετικής γραφειοκρατίας και των κομμουνιστικών κομμάτων και η μεγαλύτερη εξαχρείωση των αρχηγών των σοσιαλδημοκρατικών και κομμουνιστικών κομμάτων” (4).
Έτσι, οι άγγλοι, οι έλληνες κ.α. εργαζόμενοι έπρεπε να σφαγιασθούν στα κρεουργεία, που κατ’ ευφημισμόν αποκαλούνται “πεδία μαχών”, για λογαριασμό των “καλών”, “δημοκρατικών” –και προπαντός συμμάχων της Ε.Σ.Σ.Δ.- άγγλων αποικιοκρατών, έναντι των “κακών” γερμανών. Είχαν δηλαδή μετατραπεί τα ευρωπαϊκά Κ.Κ. σε απροκάλυπτα σωβινιστικά εκτρώματα, που προέτρεπαν τους εργαζόμενους της Ευρώπης να αλληλοσφαγιασθούν για χάρη των συνασπισμών των “εθνικών” αφεντικών τους. Μάλιστα επί ιταλικής εισβολής, με μια κατάπτυστη και δουλικότατη επιστολή της προς τον Μεταξά η ηγεσία του παράνομου ελληνικού Κ.Κ. προσφερόταν να παραχωρήσει τα μέλη του ως “απλούς στρατιώτας υπό τας διαταγάς σας δια την σωτηρίαν της πατρίδος”. Οι ιδεολογικές κωλοτούμπες και οι παλινωδίες της “αλάθητης” καθοδήγησης του ΚΚΕ εκτέθηκαν με τον πιο πανηγυρικό τρόπο στα άρθρα του Ριζοσπάστη. Τη μια γραφόταν ότι υπεύθυνος για τον παγκόσμιο πόλεμο που ερχόταν ήταν ο γερμανικός φασισμός. Όμως λίγους μήνες μετά, όταν ο Στάλιν συμμάχησε με τον Χίτλερ, γραφόταν ότι υπεύθυνοι για τον επικείμενο πόλεμο ήσαν οι άγγλοι ιμπεριαλιστές -και οι μοναρχοφασίστες φίλοι τους στην Ελλάδα- και όχι οι γερμανοί. Ενώ όταν οι ιταλοί εισέβαλαν στην Ελλάδα, το ΚΚΕ καλούσε τα μέλη του να στρατευθούν ... υπό τον μοναρχοφασίστα Μεταξά. Αργότερα, όταν οι γερμανοί εισέβαλλαν στην Ελλάδα, τα μέλη του ΚΚΕ πανηγύριζαν, αφού οι γερμανοί ήσαν τότε σύμμαχοι του Στάλιν (χαρακτηριστικό παράδειγμα οι σταλινικοί κρατούμενοι του μεταξικού καθεστώτος, οι οποίοι υποδέχτηκαν με ζητωκραυγές τη γερμανική εισβολή, γιατί ήσαν βέβαιοι ότι οι γερμανοί θα τους απελευθέρωναν). Και μόνο όταν η λυκοφιλία Στάλιν-Χίτλερ διαλύθηκε (τέλη καλοκαιριού 1941), “θυμήθηκαν” ότι οι άγγλοι ιμπεριαλιστές ήσαν τελικά οι “σύμμαχοι” της Ελλάδας.
Αφίσα του ισπανικού αναρχοσυνδικαλισμού από την εποχή του ισπανικού εμφυλίου πολέμου 1936-1939.
Στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, δηλαδή μόλις τις παραμονές του Β΄ παγκοσμίου, σύμπασα η μετέπειτα “αντιστασιακή” Ευρώπη των “αντιφασιστών” συμμάχων, είχε στηρίξει τον πραξικοπηματία στρατηγό Φράνκο εναντίον των ισπανών δημοκρατικών. Το φασιστικό καθεστώς του Φράνκο διήρκεσε μέχρι τον θάνατό του το 1974. Η “αντιφασιστική” υποκρισία σε όλη την στυγνότητά της.
Κατά τον ίδιο τρόπο (=“κωλοτούμπα”), τα περί δήθεν αντιφασιστικού πολέμου που διεξήγαγε... η φασιστική Ελλάδα του Μεταξά μαζί με τις λεγόμενες δημοκρατικές χώρες εναντίον του Άξονα είναι αυτοαναιρούμενα μυθεύματα, τα οποία μάλιστα επινοήθηκαν πολύ αργότερα. Αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι αμέσως πριν τον πόλεμο οι “αντιφασίστες” άγγλοι, γάλλοι, ρώσοι κλπ. είχαν στηρίξει πολιτικά και στρατιωτικά, μαζί με τη ναζιστική Γερμανία και τη φασιστική Ιταλία, τον δικτάτορα Φράνκο στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο: τα τανκς που έστειλε ο Στάλιν στο ισπανικό Κ.Κ. χρησιμοποιήθηκαν από αυτό πισώπλατα εναντίον των μαχόμενων ισπανών δημοκρατικών, η Αγγλία στις συνεδριάσεις της Κοινωνίας Των Εθνών ενδιαφερόταν και ψήφιζε μόνο για τη σωτηρία των επενδύσεών της στην Ισπανία (δηλαδή υπέρ του Φράνκο, για να μην τις εθνικοποιήσουν οι δημοκρατικοί) και η Γαλλία είχε παραχωρήσει τον εναέριο χώρο της στην ελεύθερη διέλευση της γερμανικής και ιταλικής βοήθειας προς τον Φράνκο. Να υπενθυμίσουμε ακόμα ότι τους πρώτους μήνες του παγκοσμίου πολέμου, όταν η σταλινική “αντιφασιστική” Ρωσία και η χιτλερική Γερμανία ήσαν σύμμαχοι, εισέβαλλαν ταυτόχρονα στην Πολωνία, την οποία και διαμέλισαν (στην Πολωνία οι σταλινικοί διέπραξαν μαζικές εκτελέσεις που θα ζήλευαν κι οι ναζί, όπως η σφαγή πέντε χιλιάδων ανθρώπων στο Κατίν). Γι’ αυτό, όταν η Γερμανία εισέβαλλε στην Ελλάδα, οι έλληνες σταλινικοί πανηγύριζαν, αφού τότε ο Χίτλερ και ο Στάλιν ήσαν ακόμα σύμμαχοι –ενώ μόλις λίγους μήνες πριν, επί ιταλικής εισβολής, παρίσταναν τους λάβρους πατριώτες και ζητούσαν από τον Μεταξά να τους επιτρέψει να καταταγούν στον ελληνικό στρατό για να πολεμήσουν τους ιταλούς.
Αυτά για την υποκριτική ρητορεία περί του δήθεν “αντιφασιστικού” αγώνα που έκαναν οι δήθεν “ελεύθερες” χώρες και οι “δημοκρατικές” δυνάμεις.
Προς τη δημιουργία της “εθνικής αντίστασης”
Αλλά οι αποικιοκράτες δεν αρκέστηκαν στην απλή πολεμική εμπλοκή της Ελλάδας. Μετά την αναμενόμενη ελληνική ήττα επιδίωξαν τη συνέχιση του πολέμου στο κατεχόμενο ελληνικό έδαφος προκειμένου να δημιουργήσουν όσο περισσότερα προβλήματα μπορούσαν στους ιταλογερμανούς. Γι’ αυτό ενθάρρυναν την δημιουργία “αντιστασιακών” οργανώσεων, τις οποίες εφοδίαζαν με λίρες, όπλα, ασυρμάτους και άγγλους στρατιωτικούς συνδέσμους. Η κυριότερη και η πιο επαγγελματικά στημένη ήταν φυσικά το Ε.Α.Μ., σταλινοκίνητη οργάνωση/ “ομπρέλλα”, η οποία υπό το επιτυχημένα ενδυθέν προσωπείο της “εθνικής ενότητας” κατόρθωσε να πείσει (=εξαπατήσει) ότι απευθύνεται σε όλους τους έλληνες ανεξαρτήτως των πολιτικών τους πεποιθήσεων (αυτός είναι κι ο λόγος που σε αυτό το κείμενο ασχολούμαστε κυρίως με το “αριστερόστροφο” κομμάτι της «εθνικής αντίστασης» -και όχι από ... “αντικομμουνισμό” ).
Η “ίδρυση” της “εθνικής αντίστασης” δεν έγινε με ενιαίο τρόπο, αλλά αργά και προοδευτικά, από κομμάτια του διαλυμένου προπολεμικού στρατιωτικού ή πολιτικού κόσμου, των οποίων οι θέσεις εργασίας ποτέ δεν έπαψαν να εξαρτώνται από την ισχύ της βρετανικής αποικιοκρατίας (συνήθως μικρομεσαίοι αξιωματικοί και κομματικά μέλη, αφού τα “μεγάλα κεφάλια” την είχαν κοπανήσει στο εξωτερικό φτιάχνοντας, υπό την επίβλεψη φυσικά των άγγλων, “εξόριστες κυβερνήσεις” –βλ. “κυβέρνηση του Καϊρου”). Πολλοί από αυτούς στελέχωσαν ακόμα και το βρετανοχρηματοδοτούμενο Ε.Α.Μ.. Επίσης, όπως προείπαμε, το Κ.Κ.Ε. στα πλαίσια της υπεράσπισης των συμφερόντων της “μεγάλης σοσιαλιστικής πατρίδας” Ε.Σ.Σ.Δ., έστησε τον ιδιόκτητό του υποδειγματικό “αντιστασιακό” μηχανισμό (με πανομοιότυπο τρόπο και για πανομοιότυπο λόγο έδρασαν τα Κ.Κ. σε όλες τις κατεχόμενες από τον Άξονα χώρες). Για όλους τους παραπάνω, η “εθνική αντίσταση” ισοδυναμούσε με τη συνέχιση της πολιτικής, ή στρατιωτικής καρριέρας τους σε συνθήκες κατοχής της χώρας, αλλά και ως επαγγελματική επένδυση για το μεταπολεμικό μέλλον. Εκτός φυσικά από τα κομματικά μέλη και τους στρατοκρατίσκους, τις αντιστασιακές οργανώσεις στελέχωσαν και οι διάφοροι εξίσου απαραίτητοι χρήσιμοι ηλίθιοι (=πατριώτες) λοβοτομημένοι στα εθνικιστικά σχολεία τού προτεκτοράτου, ή άλλοι που αναζητούσαν “καθοδηγητές”, “οράματα” και “ταυτότητα” σε μια εποχή που ο κόσμος άλλαζε δραματικά, ή και άσχετοι που ήθελαν απλώς να βρεθούν ένα όπλο στο χέρι εναντίον ανθρώπων με τους οποίους διατηρούσαν προσωπικούς “λογαριασμούς”. Κοινά σημεία όλων ήταν φυσικά η ανάγκη για αρχηγό, ο υψηλός δείκτης μαζοποίησης και η παντελής απουσία οποιασδήποτε διάθεσης για αυτόνομη σκέψη και αυτενέργεια.
Η ίδια η “εθνική αντίσταση” ποτέ δεν έπαψε να έχει μια βαθύτατα υπαλληλική σχέση υφισταμένου με τούς εκτός Ελλάδος “συμμαχικούς” προϊσταμένους της (“εξόριστες” ελληνικές “κυβερνήσεις”, βρετανικές και σταλινικές μυστικές υπηρεσίες κλπ.). Όπως το ελληνόφωνο προτεκτοράτο από το οποίο προέρχονταν, έτσι και οι εν Ελλάδι αντίπαλες “συνιστώσες” της “εθνικής αντίστασης” δεν πήγαιναν ούτε για τσίσα χωρίς να ρωτήσουν τους εκτός Ελλάδος αλλοεθνείς προϊσταμένους τους (για τόσο “εθνική” αντίσταση μιλάμε...).
Η “εθνική αντίσταση” δεν είχε λοιπόν τίποτα το αυθόρμητο και το γνήσια λαϊκό, όπως θέλουν να μας την παρουσιάζουν. Απόδειξη το ότι δεν άρχισε αμέσως μετά την κατάκτηση της χώρας, τον Απρίλιο του 1941 (πλάνη στην οποία έχουν εντέχνως αφεθεί οι περισσότεροι νεοέλληνες) αλλά περισσότερο από έναν χρόνο μετά, δηλαδή το καλοκαίρι προς φθινόπωρο του 1942 (έναρξη των πρώτων εχθροπραξιών με τις στρατιωτικές δυνάμεις των ιταλογερμανών): η πλειοψηφία του πληθυσμού, εξουθενωμένη από τον πολύμηνο πόλεμο που είχε προηγηθεί και απασχολημένη περισσότερο από ποτέ με την καθημερινή επιβίωσή της, δεν έδειχνε καμία διάθεση να μπει σε νέες περιπέτειες. Επιπλέον πρέπει να επισημανθεί ότι ο κόσμος είχε ανακουφιστεί από την παύση των εχθροπραξιών: δεν χτυπούσαν πια οι σειρήνες που προειδοποιούσαν για βομβαρδισμό, δεν έτρεχε να κρυφτεί στα καταφύγια, δεν κινδύνευε να χάσει κι άλλα αγαπημένα του πρόσωπα, δεν έβλεπε τις περιουσίες του να συνεχίζουν να καταστρέφονται. Πάνω απ’ όλα μπορούσε να σκεφτεί αφού το κεφάλι του δεν υπέφερε πια από το σφυροκόπημα της πατριωτικής πολεμικής προπαγάνδας. Και φυσικά το μόνο που ήθελε ήταν να περιμένει να τελειώσει ο πόλεμος και στον υπόλοιπο κόσμο. Γι’ αυτό, αντίθετα με ό,τι μας μαθαίνουν στο σχολείο, οι περισσότεροι έδειχναν απροθυμία να συνεχίσουν τον πόλεμο μέσω της “αντίστασης”. Πολύ περισσότερο, δεν είχαν καμία διάθεση να συμμετάσχουν στις ίντριγκες και στους ένοπλους σκυλοκαβγάδες, που ήσαν στην ημερησία διάταξη ανάμεσα στις πολιτικώς αντίπαλες “αντιστασιακές” φατρίες.
Ναπολέων Ζέρβας, ιδρυτής του "αντιστασιακού" Ε.Δ.Ε.Σ..
Καιροσκόπος και μηχανορράφος από τους λίγους, σκόπευε σε υψηλή μεταπολεμική πολιτική καριέρρα και γι’ αυτό συνομωτούσε, πότε με τους φιλομοναρχικούς Άγγλους και την εξόριστη βασιλική "κυβέρνηση" του Καΐρου, πότε με τους παραμείναντες εν Ελλάδι "αντιστασιακούς" αντιμοναρχικούς και πότε με τις διάφορες "αντιστασιακές" οργανώσεις. Παθιασμένος με τον τζόγο και το αλκοόλ, όταν οι άγγλοι σύνδεσμοι στην Ελλάδα τον ρώτησαν τί ανάγκες είχε σε πολεμικό υλικό, ώστε να του το ρίξουν με αλεξίπτωτα, σαν γνήσιος συμμορίτης ζήτησε μερικά κιβώτια… γνήσιο αγγλικό ουίσκι (όπως αναφέρει ο καθηγητής Νεότερης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Χάγκεν Φλάισερ, στο βιβλίο του "Στέμμα και Σβάστικα, η Ελλάδα της κατοχής και της αντίστασης", τόμος Α΄, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1987). Αξίζει να προσεχθεί η ασυνείδητη επίδειξη του περιστρόφου ως υποκατάστατο του ανδρικού μορίου.
Βέβαια, κατά τη διάρκεια της “αντίστασης” οι σταλινικοί, παρ’ όλο που είχαν πάντα απλωμένο και ορθάνοιχτο το χέρι προς την αγγλική βοήθεια, δούλευαν –εννοείται όπως και οι άγγλοι- για τους δικούς τους σκοπούς. Ήξεραν ότι κάποτε ο πόλεμος θα τελείωνε και ότι ο πλανήτης θα ξαναμοιραζόταν με νέα δεδομένα. Σαν ευσυνείδητοι πράκτορες επιδίωκαν να δημιουργήσουν στη “ζώνη ευθύνης” τους τετελεσμένα γεγονότα, ώστε οι ρώσοι πολιτικοί τους προϊστάμενοι να βρεθούν, όσο γινόταν περισσότερο, σε θέση ισχύος κατά τη μεταπολεμική διανομή του κόσμου. Βέβαια αυτά δεν τα αγνοούσαν οι άγγλοι, αλλά για τα λίγα κατοχικά χρόνια η συμφεροντολογική αλληλοχρησιμοποίηση άγγλων και σταλινικών τούς εξυπηρετούσε αμοιβαία.
Παράλληλα το βρετανικό πολεμικό ναυτικό είχε εφαρμόσει ασφυκτικό αποκλεισμό των ελληνικών λιμανιών, έτσι ώστε η διεθνής ανθρωπιστική βοήθεια σε τρόφιμα και φάρμακα προς την κατεχόμενη Ελλάδα δεν μπορούσε να φτάσει στους αποδέκτες της (5) . Η Ελλάδα είχε άμεση ανάγκη από διατροφική βοήθεια λόγω της σχεδόν κατεστραμμένης από τον πόλεμο αγροτικής οικονομίας της. Αλλά ο στόχος των άγγλων ήταν να λιμοκτονήσουν οι έλληνες προκειμένου να αναγκαστούν να συμμετάσχουν στην “αντίσταση”. Την ίδια τακτική ναυτικού αποκλεισμού είχαν εφαρμόσει οι άγγλοι στις κατεχόμενες Βέλγιο και Νορβηγία. Σημειωτέον ότι οι γερμανοί κι οι ιταλοί δεν είχαν κανένα συμφέρον να μην επιτρέψουν τη βοήθεια που απέστελλε π.χ. ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός, ή άλλες διεθνείς οργανώσεις προς τις κατεχόμενες χώρες. Αντίθετα, επειδή δεν ήθελαν να παίξουν το παιχνίδι των άγγλων, προσπαθούσαν να αποφύγουν κάθε αφορμή που θα οδηγούσε τον πληθυσμό σε απόγνωση και άρα θα τον έστελνε μαζικά σε αντιστασιακή στράτευση. Π.χ. προσπαθούσαν να διασφαλίσουν την ομαλή και διαφανή κυκλοφορία των περιορισμένων ποσοτήτων τροφίμων και δεν δίσταζαν να εκτελούν ομαδικά και δημοσίως όσους μαυραγορίτες συνελάμβαναν. Παρά την ψυχρότητά τους οι γερμανοί υπήρξαν απείρως πιο ανθρώπινοι με τον κατεχόμενο πληθυσμό, από τους έλληνες χωροφύλακες, ταγματασφαλίτες, και κρατικούς αξιωματούχους, οι οποίοι διαπλέκονταν σταθερά με την κατοχική μαύρη αγορά κάνοντας περιουσίες. Οπωσδήποτε ο πόλεμος είχε προκαλέσει δυσλειτουργίες στην κυκλοφορία των αγαθών. Αλλά ακόμα κι έτσι, ο αγγλικός ναυτικός αποκλεισμός είναι η κύρια αιτία του κατοχικού λιμού με τους εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και όχι οι “κακοί” γερμανοί που δήθεν λεηλατούσαν και δολοφονούσαν για την πλάκα τους και ασταμάτητα -αν αυτό το προπαγανδιστικό στερεότυπο ήταν αληθές θα είχε εξαφανιστεί όλος ο ελληνικός πληθυσμός. Τις διαστάσεις της πείνας επέτεινε δραματικά η ληστρική δράση των “ανταρτικών” συμμοριών που κάθε τόσο έκαναν –με την ανοχή των άγγλων- επιτάξεις της ισχνής κατοχικής σοδειάς εν ονόματι του “πατριωτικού αγώνα”. Στο τέλος πολλοί αναγκάζονταν να βγουν στο “αντάρτικο”, όχι από πεποίθηση, αλλά μόνο και μόνο για να εξασφαλίσουν μια ημερήσια μερίδα φαγητού.
Αιμοσταγείς “αντιστασιακοί” θεατρινισμοί
Στην πραγματικότητα, όσο κι αν ψάξει κάποιος δεν θα βρει ούτε μια πραγματική μάχη που να έδωσαν οι “αντάρτες” -είτε σταλινοκίνητοι, είτε άλλοι- με τους γερμανούς, ή τους ιταλούς. Οι “επιχειρήσεις” τους (εκτός από τις συνηθέστατες περιπτώσεις όπου οι “αντιστασιακές” συμμορίες πολεμούσαν μεταξύ τους) εξαντλούνταν στο να σκοτώνουν μερικούς γερμανούς σε μια “ενέδρα” - δηλαδή σε αψιμαχίες - και μετά να διαφεύγουν με την ησυχία τους (κοινώς να την “κοπανάνε”) στα βουνά, αφήνοντας επίτηδες τον πληθυσμό να υποστεί τα τρομακτικά αντίποινα. Ειδικά οι γερμανοί είχαν εγγυηθεί ότι δεν θα πείραζαν ούτε μια ελληνική τρίχα αν και οι έλληνες δεν πείραζαν τους γερμανούς, κάτι που τηρήθηκε σε περιοχές όπου αρκούσε απλώς να μην υπάρχουν “αντάρτες”. Οι γερμανοί και οι ιταλοί μπορούσαν πράγματι να γίνουν κτηνώδεις με τους υπό κατοχή λαούς, αλλά μόνο όταν ένιωθαν ότι απειλούνται. Οι “αντάρτες” είναι οι αποκλειστικοί υπεύθυνοι για εκατόμβες αμάχων όπως αυτή των Καλαβρύτων, όταν εκτέλεσαν επίτηδες (και κατά παράβαση κάθε σύγχρονου πολεμικού δικαίου) πάνω από εβδομήντα γερμανούς αιχμαλώτους, εν πλήρει επιγνώσει των αναμενόμενων τρομακτικών συνεπειών της πράξης τους εις βάρος των εντοπίων. Με την τακτική της πρόκλησης αντιποίνων οι “αντάρτες” επιδίωκαν ό,τι και οι άγγλοι με τον ναυτικό αποκλεισμό, δηλαδή να κρατάνε τον πληθυσμό σε “πολεμική ετοιμότητα” (αλλά για τους δικούς τους σκοπούς, δηλαδή για να τον εκβιάσουν να ενταχθεί στον ψευτοαντάρτικο στρατό τους, ώστε να βρεθούν σε όσο γίνεται πλεονεκτική θέση στη μεταπολεμική αναμπουμπούλα). Επίσης, όσους περισσότερους “αντάρτες” δήλωναν, τόσο περισσότερες ήσαν οι αγγλικές λίρες που έπαιρναν οι “καπεταναίοι” ως “επιδότηση”.
Σε ό,τι αφορά στην αριστερόστροφη έκφανση της “αντίστασης”, στην πραγματικότητα επρόκειτο για έναν κομματικό στρατό, ο οποίος, για όσους δεν είχαν αυταπάτες, αποτελούσε πιστή εικόνα τού επιδιωκόμενου τύπου κοινωνίας και που είχε απλώς μια μυρωδιά “αντάρτικου” και “κλεφτουριάς” για να δημιουργούνται εντυπώσεις στους αδαείς. “Καταλάμβαναν” χωρίς μια τουφεκιά μερικές στρατηγικά αδιάφορες για τους γερμανούς βουνοκορφές, τις οποίες ανακήρυσσαν σε “ελεύθερη Ελλάδα” και στα εκεί χωριά έστηναν πιστά αντίγραφα του σταλινικού κράτους τους(4) , με κομισαριάτα, “λαϊκά” δικαστήρια, “προλεταριακά” σχολεία, “επαναστατικές” φυλακές, εκτελεστικά αποσπάσματα για τους “εθνοπροδότες”, όπως π.χ. τις χήρες που σιδέρωναν τα ρούχα ιταλών, ή γερμανών αξιωματικών για να εξασφαλίσουν μιά κουραμάνα για το σκελετωμένο παιδί τους κλπ. Οι γερμανοί ενδιαφέρονταν μόνο για τις πόλεις και για τον έλεγχο των οδικών αρτηριών, μέρη τα οποία οι “αντάρτες” δεν μπορούσαν ούτε κατά διάνοια να ελέγξουν. Κι αν επιχειρούσαν, για προσχηματικούς λόγους, να το κάνουν σκοτώνοντας μερικούς γερμανούς σε κάποια ενέδρα, οι γερμανοί απαντούσαν με άμεσες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και τους ξαπόστελναν αυθημερόν στο βουνό. Ταυτόχρονα εξαπέλυαν τα προαναγγελθέντα αντίποινα εκτελώντας συγκεκριμένους αριθμούς αμάχων για κάθε σκοτωμένο γερμανό στρατιώτη, ή αξιωματικό. Ακόμα και η πολυδιαφημισμένη δολιοφθορά (σαμποτάζ) στη σιδηροδρομική γέφυρα του Γοργοπόταμου (επίσημη εορταστική επέτειος της “εθνικής αντίστασης”) περισσότερα προβλήματα δημιούργησε στην αποστολή πολύτιμων τροφίμων στους κατοίκους της Αθήνας, παρά στους γερμανούς.
Φυσικά παρομοίως σκέφτονταν και λειτουργούσαν κι οι - αρκετά λιγότεροι- εθνικόφρονες “αντάρτες” της άλλης πλευράς. Όπως αποδείχθηκε πανηγυρικά, οι “ανταρτικές” συμμορίες, ανεξαρτήτως της ιμπεριαλιστικής δύναμης τα συμφέροντα της οποίας υπηρετούσαν, φύλαγαν τις δυνάμεις τους για τον “εμφύλιο” πόλεμο, που ήξεραν ότι θα ακολουθήσει την κατοχή. Έναν πόλεμο στον οποίο έδειξαν όλη την ενεργητικότητα και τον φανατισμό που δεν είχαν δείξει με τους γερμανούς...
Όσο για τις περί κλεφτουριάς φαντασιώσεις που έτρεφε το “αντάρτικο”, κάτι που οι αδαείς δεν γνωρίζουν, είναι ότι οι Κλέφτες της τουρκοκρατίας όταν σκότωναν τούρκους δεν άφηναν τα γυναικόπαιδα και τους γέρους στο έλεος των αντιποίνων, αλλά υπερασπίζονταν τα χωριά, δίνοντας πραγματικές μάχες. Κάπου εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε και την ειδοποιό κοινωνιολογική διαφορά των Κλεφτών και των ψευτοανταρτών της “εθνικής αντίστασης”: οι Κλέφτες ήσαν γέννημα-θρέμμα των περιοχών όπου δρούσαν, στα χωριά των οποίων είχαν όλους τούς συγγενικούς δεσμούς τους (γονείς, αδέρφια, συζύγους κλπ.) γι’ αυτό και τα υπεράσπιζαν από τουρκικά αντίποινα. Ενώ οι “αντάρτες” ήσαν απλώς μετατεθειμένοι κομματικοί στρατιώτες, συνήθως χωρίς δεσμούς με τους τόπους δράσης τους, που εκτελούσαν τις ψυχρές εντολές μιας απομακρυσμένης κεντρικής ηγεσίας.
Μια άλλη σημαντική διαφορά αφορά στην πολιτισμική παραγωγή των δύο αυτών κατηγοριών. Η λαϊκή Μούσα των Κλεφτών δημιούργησε μια μουσική παρακαταθήκη, αυθόρμητη και πηγαία, η οποία έκτοτε αποτελεί σταθερό αντικείμενο ευλαβικής μελέτης και θαυμασμού των λαογράφων. Ενώ τα τραγούδια των “ανταρτών” δεν ήσαν παρά αστεία προκάτ στιχοσκαρώματα, κατασκευασμένα κατά παραγγελία από συνθέτες του κόμματος και εγκεκριμένα από την κεντρική επιτροπή...
Το απόλυτο ντοκουμέντο (από διεθνιστική επαναστατική σκοπιά) για την “εθνική αντίσταση” κατά τη διάρκεια της κατοχής. Η “Εθνική Αντίσταση”, ο πιο πρόσφατος μύθος του νεοελληνικού κράτους, στο βιβλίο αυτό αποκαθηλώνεται ανελέητα και παραδίδεται στην ιστορική ανυποληψία: ως ενεργούμενο του σωβινισμού και του μιλιταρισμού των κυριάρχων και ως αιματοβαμένη καταστολή του διεθνισμού των εκμεταλλευομένων.
Το πιστοποιεί άλλωστε και η προσωπική στάση τού συγγραφέα, ο οποίος στη διάρκεια της κατοχής κυνηγήθηκε τόσο από τους “εθνικόφρονες” χίτες και ταγματασφαλίτες, όσο και από τούς εξίσου εθνικόφρονες σταλινοφασίστες του Ε.Α.Μ.-Ε.Λ.Α.Σ. και των θυγατρικών τους οργανώσεων (όπως η κομματική αστυνομία του Κ.Κ.Ε., η περιβόητη Ο.Π.Λ.Α.).
“Αντιστασιακές” εκκαθαρίσεις (4)
Κατά τη διάρκεια –και υπό την κάλυψη- της κατοχής το “αντιστασιακό” σταλινικό Κ.Κ.Ε. επιδόθηκε στην άσκηση της πιο αγαπημένης του τέχνης, δηλαδή του πολιτικού εγκλήματος. Τότε ήταν που συστάθηκε η “θυγατρική” οργάνωση Ο.Π.Λ.Α. (Οργάνωση Προστασίας Λαϊκών Αγωνιστών). Η περιβόητη αυτή οργάνωση, εμπνευσμένη από τις πιο αιμοβόρες σταλινικές παραδόσεις (π.χ. δίκες της Μόσχας), “προστάτεψε” το εργατικό κίνημα της χώρας, αφού το “εκκαθάρισε” από τα “αντεπαναστατικά” (=διεθνιστικά) στοιχεία του. Στην Ο.Π.Λ.Α. συμμετείχαν οι πλέον επίλεκτοι και φανατικοί σταλινικοί δολοφόνοι, οι οποίοι αντί να πολεμάνε τους γερμανούς, όπως διατυμπάνιζε προς τα έξω το Κ.Κ.Ε., είχαν βάψει τα χέρια τους με αίμα τροτσκιστών, αναρχικών, αρχειομαρξιστών ή άλλων “αιρετικών” και διεθνιστών εργαζομένων.
Μερικές εύγλωττες λεπτομέρειες: ο “αντιστασιακός” (σταλινικός;) έρωτας
Επιπλέον, όσο κι αν ακούγεται απίστευτο, ο εκτός γάμου έρωτας μέσα στις πλήρως στρατιωτικοποιημένες σταλινικές “αντιστασιακές” οργανώσεις απαγορευόταν δια ροπάλου. Θεωρούσαν ότι θα λειτουργούσε αποδομητικά για τη συνοχή τους. Είναι χαρακτηριστική η ερώτηση που έκανε νεαρή “αντάρτισσα” στον -διορισμένο από τη Μόσχα- γενικό γραμματέα του Κ.Κ.Ε. Ζαχαριάδη όταν τα ηττημένα τμήματα του σταλινικού (αυτοαποκαλούμενου «Δημοκρατικού») στρατού ετοιμάζονταν να ζητήσουν καταφύγιο στην Αλβανία: “και τώρα σύντροφε, το ερωτικόν επιτρέπεται;” Σύμφωνα με αφήγηση του Πέτρου Ανταίου(6) η απάντηση του Ζαχαριάδη ήταν: “τώρα που δεν πολεμάμε, ναι, μπορείτε να κάνετε και έρωτα”. Αλλά πώς γίνεται να ζεις καθημερινά με τον κίνδυνο και τον θάνατο και να έχεις διώξει τον έρωτα; Πώς γίνεται να ζεις σαν να μην υπάρχει αύριο και να μην θέλεις τη ζωή – τη ζωή!- εδώ και τώρα; Μόνο αν είσαι ήδη πεθαμένος και απλώς δεν το έχεις καταλάβει. Είναι δυνατόν να προέλθει κάτι θετικό από ανθρώπους τέτοιου είδους, ακόμα κι αν δεχτούμε ότι έχουν τις αγαθότερες των προθέσεων;
Δεκέμβριος 1944: το “σικέ” φινάλε του “αντάρτικου”
Ώσπου μια ωραία μέρα του Οκτωβρίου του 1944 οι γερμανοί, πιεσμένοι από τη συμμαχική προέλαση στην Ευρώπη, έφυγαν από μόνοι τους, ενώ οι “αντάρτες” πανηγύριζαν θρασύτατα σαν να επρόκειτο για δική τους επιτυχία, παρ’ όλο που δεν είχαν παίξει τον παραμικρό ρόλο σε αυτό. Γιατί, παρά την εντέχνως καλλιεργημένη μαζική πλάνη, η λεγόμενη “εθνική αντίσταση” δεν είχε την παραμικρή στρατιωτική, ή άλλη, συμβολή στην “απελευθέρωση” τής χώρας. Όπως άλλωστε ομολογείται ευθέως στην τελευταία ημερήσια διαταγή (16/2/1945) τού Γενικού Στρατηγείου τού ισχυρότερου “αντιστασιακού” στρατού, τού γνωστού Ε.Λ.Α.Σ. “(ο κατακτητής) αναγκάστηκε να εκκενώσει την πατρίδα μας ύστερα από την προέλαση τού Κόκκινου Στρατού στα Βαλκάνια” -και όχι ύστερα από την… εθνοσωτήρια δράση των “ανταρτών”.
Αλλά τις αμέσως επόμενες ημέρες οι κατοχικές “αντιστασιακές” μάσκες έπεσαν αμοιβαία: οι εκ δεξιών της εξουσίας “αντάρτες” συμπτύχθηκαν με τους άγγλους αποικιοκράτες “δια να σώσουν το έθνος από τον κομμουνισμόν”, ενώ οι εξ αριστερών έκαναν αυτό που ανομολόγητα σκόπευαν από την αρχή της κατοχής, δηλαδή κομματική “επανάσταση”. Την οποία όμως οι αρχηγοί τους είχαν προγραμματίσει να χάσουν, αφού έτσι είχαν διαταχθεί από τα αφεντικά τους στη Μόσχα, τα οποία, ήδη λιγότερο από έναν χρόνο πριν , στη Διάσκεψη της Τεχεράνης (τέλη Νοεμβρίου 1943) είχαν μοιράσει με τους αγγλοαμερικάνους τον μεταπολεμικό κόσμο. Σύμφωνα με τη μοιρασιά, η Ελλάδα είχε δοθεί στη δυτική σφαίρα επιρροής. Αλλά η εν Ελλάδι σταλινική ηγεσία (η οποία κρατούσε κρυφή από τα μέλη/στρατιωτάκια την απόφαση της διάσκεψης) δεν μπορούσε να πει έτσι απλά στον κόσμο που ήλεγχε “σύντροφοι ο πατερούλης Στάλιν συμφώνησε πίσω από την πλάτη σας -και για το συμφέρον της “μεγάλης σοσιαλιστικής πατρίδας Ε.Σ.Σ.Δ.- να ζήσετε υπό τον αγγλοαμερικάνικο καπιταλισμό, το λοιπόν τούς ζυγούς λύσατε”. Άλλωστε επί χρόνια οι δωσίλογοι στη Μόσχα έλληνες σταλινικοί αρχηγίσκοι παραμύθιαζαν το ποίμνιό τους ότι η συμμαχία με τους άγγλους αποικιοκράτες ήταν μόνο μια κίνηση τακτικής, που δήθεν θα εξυπηρετούσε μεταπολεμικά το ξέσπασμα της ανασταλείσας λόγω του πολέμου επανάστασης. Έπρεπε λοιπόν να δώσουν τουλάχιστον μια εικονική μάχη ώστε να σωθούν τα προσχήματα. Έτσι σκηνοθέτησαν το “επαναστατικό” φιάσκο του Δεκέμβρη του 1944, όπου μετακίνησαν κάποιες λίγες δυνάμεις τους στην Αττική δήθεν για να καταλάβουν την πρόσφατα “απελευθερωμένη” πρωτεύουσα ενώ το μεγαλύτερο μέρος του “ανταρτικού” στρατού τους τό είχαν ακινητοποιήσει σε στρατηγικά άσχετες και απομακρυσμένες περιοχές, όπως η Ήπειρος.
Λίγο μετά την προσχεδιασμένη ήττα, όταν έγινε η συνθηκολόγηση της Βάρκιζας, σχεδόν όλα τα κομματικά μέλη, αλλά και το ίδιο το κόμμα, κράτησαν ένα μικρό, ή μεγάλο μέρος του οπλισμού τους γιατί φοβόντουσαν ότι το μεταπολεμικό καθεστώς θα αθετούσε τη συμφωνία αμνήστευσής τους και θα τους δίωκε. Έπρεπε λοιπόν να είναι προετοιμασμένοι για το ενδεχόμενο τού να ξαναβγούν στο “αντάρτικο”. Πράγματι το Κ.Κ.Ε. δεν αναγνωρίστηκε ως νόμιμο κόμμα, η αμνηστία έμεινε κενό γράμμα και άρχισαν οι διώξεις κατά των –πολλών τότε- μελών του. Έτσι εξωθήθηκε να ανασυγκροτήσει τον κομματικό στρατό του και η χώρα μπήκε σε έναν τριετή “εμφύλιο” πόλεμο – στην πραγματικότητα πόλεμο αποικιοκίνητων συμμοριών για την επικράτηση. Τότε ξεφύτρωσαν ξαφνικά, όχι μόνο ελαφρύς φορητός οπλισμός, αλλά και μυδραλιοβόλα, αντιαρματικά, όλμοι, βαριά κανόνια και ορεινό πυροβολικό, χειροβομβίδες, νάρκες και κάθε είδους στρατιωτικός εξοπλισμός, σε σημείο που όλοι απορούσαν πού στο καλό ήσαν κρυμμένα τόσα όπλα και γιατί δεν είχαν χρησιμοποιηθεί από τους “αντάρτες” κατά των γερμανοϊταλών στην περίοδο της κατοχής. Επιπλέον, όπως στην κατοχή, έτσι και στη διάρκεια του “εμφυλίου” ο σταλινικός “αντάρτικος” στρατός απέδειξε ότι ήταν ένας κανονικότατος αστικός στρατός, πανομοιότυπος με τον αντίπαλό του, με τη γνωστή ισοπεδωτική για την προσωπικότητα εκπαίδευση και ιεραρχία, γραφειοκρατία, κλίκες, στρατοδικεία, ομοιόμορφες στολές, τελετουργίες και κυρίως με ηγεσία που δεν λογοδοτούσε σε κανέναν από τους “επαναστάτες” που είχε στρατολογήσει. Έτσι εννοούσαν τον επαναστατικό στρατό –και την κοινωνική απελευθέρωση- οι σταλινικοί.
Μερικές αθώες ... μετα-αντιστασιακές λεξούλες
Για μερικές ταραγμένες μεταπολεμικές δεκαετίες, η λέξη που περιέγραφε τον ενδοεξουσιαστικό πόλεμο μεταξύ εθνικοφρόνων και σταλινικών ήταν “συμμοριτοπόλεμος”. Η λέξη προερχόταν από το λεξιλόγιο των νικητών και ως συμμορίτες εννοούνταν οι ηττημένοι (και “αδειασμένοι” από τη Μόσχα) σταλινικοί.
Ωστόσο μετά το 1974, στα πλαίσια του απαιτούμενου εκσυγχρονισμού της νεοελληνικής κοινωνίας (βλ. ένταξη στην Ε.Ο.Κ.) και της αναγκαίας ανακατασκευής (=“λίφτινγκ”) των εθνικών μύθων, καθιερώθηκε ο λιγότερο προκλητικός όρος “εμφύλιος”.
Αλλά η λέξη “εμφύλιος” δεν διοχετεύθηκε στη λαϊκή χρήση μόνο για λόγους “συμφιλίωσης” και επούλωσης των πληγών ενός αιματοβαμμένου και σκοτεινού παρελθόντος: η ανάλογη έκφραση που χρησιμοποιείται σε όλες τις άλλες γλώσσες είναι civil war, guerre civile, κ.λπ., δηλαδή πόλεμος μεταξύ πολιτών, δηλαδή κοινωνικός πόλεμος και όχι πόλεμος μεταξύ …ομοφύλων. Στην ελληνική περίπτωση όμως οι εμπόλεμοι στρατοί δεν αποτελούντο από έστω και στοιχειωδώς συνειδητοποιημένους πολίτες, αλλά από συνήθεις υπήκοους, θύματα της προπαγάνδας και επιστρατευμένους από διαφορετικές εξουσιαστικές συμμορίες. Έτσι, για λόγους διατήρησης της ψυχοδιανοητικής χειραγώγησης, επιλέχθηκε από την προπαγάνδα ο ολοφάνερα συγκινησιακός όρος “εμφύλιος” επειδή παραπέμπει συνειρμικά σε μια δήθεν αλληλοσπαρασσόμενη εθνική “οικογένεια” (και είναι γνωστό πόση εμμονή με την οικογένεια έχουν οι νεοέλληνες…). Οι εξ’ αριστερών της εξουσίας δέχθηκαν ανεπιφύλακτα αυτόν τον εθνoκεντρικό χαρακτηρισμό εκείνου του πολέμου –όπως άλλωστε είχαν αποδεχτεί τον “πατριωτικό” χαρακτήρα του παγκοσμίου πολέμου- αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά ότι φρονούν εξίσου εθνικά με τους εθνικόφρονες αντιπάλους τους. Έτσι ο παραπλανητικός όρος “εμφύλιος” αποτέλεσε τον υπουλότερο εξωραϊσμό εκείνου του βρωμερού πολέμου και τον καθαγιασμό των εγκληματιών που τον διεκπεραίωσαν. Και για άλλη μια φορά τα ποίμνια που σύρθηκαν σε αυτόν διατηρούν μέχρι σήμερα την αυταπάτη ότι αλληλοσφαγιάστηκαν για κάτι που τα αφορούσε.
Επιπλέον ο όρος “εμφύλιος” δεν αναταποκρίνεται στην πραγματικότητα και για “τεχνικούς” αριθμητικούς λόγους, δεδομένου ότι (σε κραυγαλέα αντίθεση με την πρόσφατη τότε ισπανική περίπτωση, όπου είχε εμπλακεί το σύνολο του ισπανικού πληθυσμού) στην Ελλάδα η συντριπτική πλειοψηφία παρέμεινε εντυπωσιακά αμέτοχη παρατηρήτρια της σύρραξης.
Κατά ένα παράξενο όμως τρόπο, που δεν θα φαντάζονταν οι εφευρέτες του, ο παλαιότερος όρος “συμμοριτοπόλεμος” εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο την -προς απόκρυψη- πραγματικότητα: η προσπάθεια της προπαγάνδας τόσα χρόνια μετά να τον “ξεπετάξει” ως “εμφύλιο” αποδεικνύει ότι επρόκειτο όντως για πόλεμο αποικιοκίνητων συμμοριών για την κατάληψη της εξουσίας και την καθυποταγή τής κοινωνίας.
Συμπεράσματα αντί για αυταπάτες
Ο λόγος που πρέπει να ανατρέχουμε σε εκείνη την περίοδο είναι για να κατανοήσουμε πόσο ολέθριο είναι να μεγαλώνει κάποιος σε ένα προτεκτοράτο. Γιατί η κυριότερη συνέπεια του Β΄ παγκοσμίου πολέμου για την Ελλάδα ήταν να παραμείνει το τελευταίο αποικιοκρατούμενο απολειφάδι στη σύγχρονη Ευρώπη. Τότε αναδιαμορφώθηκαν για άλλη μια φορά εκείνες οι ιστορικές, πολιτικές κλπ. φαντασιώσεις, που εδώ και αιώνες κρατούν τη χώρα -και τον λαό που την κατοικεί- στον τριτοκοσμισμό. Η αισθητικά απωθητική μείξη που λέγεται “ελληνοχριστιανισμός”, πήρε μια νέα πνοή και έγινε σημαία της επτάχρονης στρατιωτικής χούντας του 1967, ενώ ο σωβινισμός υπηρετήθηκε ανταγωνιστικά, αλλά εξίσου πιστά, από εθνικόφρονες και σταλινικούς. Έτσι οι μεταπολεμικές γενιές νεοελλήνων εξακολούθησαν να είναι πολιτισμικά και ψυχικά απομονωμένες από τον δυτικό κόσμο. Ανατράφηκαν, από τη μια με τον γελοίο βυζαντινομεσαιωνικό μεγαλοϊδεατισμό, από την άλλη με μύθους του πιο κάλπικου ψευδοεπαναστατικού χιλιασμού, αλλά σε κάθε περίπτωση με εθνοπατριωτικό κουτόχορτο. Μεγάλωσαν μέσα στην πιο εμετική ψευδοϊστορική μυθοπλασία, στον πιο παρωχημένο εθνικό κομπλεξισμό, στην πιο αρρωστημένη συλλογική αυτολύπηση, στην πιο αστήρικτη πολιτισμική κομπορρημοσύνη και γενικώς με όλες εκείνες τις διανοητικές και ψυχικές προϋποθέσεις που διαιωνίζουν την πολιτισμική καθυστέρηση.
Όσο πιο ασήμαντη και προτεκτοράτο είναι η νεώτερη Ελλάδα, τόσο περισσότερο οι εξίσου ασήμαντοι κατοικοί της παρηγορούνται να πιστεύουν συμπλεγματικά ότι είναι ο περιούσιος λαός με τα περασμένα μεγαλεία. Παράλληλα όμως παραμένουν και μοιρολάτρες που, για κάποιους αδιευκρίνιστους λόγους, θεωρούν ότι έχουν αδικηθεί από την Ιστορία. Εθνικός κομπλεξισμός, μοιρολατρική ανημπόρια και πολιτισμική ασημαντότητα είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του υπήκοου ενός προτεκτοράτου.
“Λένε, ότι ο κομμουνισμός χαλνά τις εκκλησίες και γδέρνει τους παπάδες. Τόσο χαζοί είναι λοιπόν οι κομμουνιστές, να χαλάσουν τις εκκλησίες, που δεν τους εμποδίζουν σε τίποτα; Μα γιατί; Εμείς βλέπουμε, ότι χιλιάδες παπάδες βρίσκονται τώρα στην πρωτοπορία του κινήματός μας και η συμβολή του κλήρου, που στάθηκε στο πλευρό μας, υπήρξε ανεκτίμητη [...] Και εδώ, λοιπόν, βλέπουμε φανερά, ότι αυτοί που μας κατηγορούν πως θέμε να διαλύσουμε την οικογένεια, δεν είναι άλλοι, παρά αυτοί οι ίδιοι, που την διαλύουν στην πραγματικότητα, ενώ εμείς επιδιώκουμε το στερέωμά της [...] Μας κατηγορούν, ότι θέμε να καταργήσουμε τα σύνορα και να διαλύσουμε το κράτος. Μα το κράτος εμείς το φτιάχνουμε σήμερα, γιατί δεν υπήρξε, μιά και που οι ίδιοι το είχανε διαλύσει. Ποιός είναι λοιπόν πατριώτης; Αυτοί ή εμείς; Το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα και τρέχει νάβρει κέρδη σ’ όποια χώρα υπάρχουνε τέτοια. Γι’ αυτό δεν νοιάζεται κι ούτε συγκινείται με την ύπαρξη των συνόρων και του κράτους”.
( Άρης Βελουχιώτης «Ο λόγος της Λαμίας», σελ. 23-26)
Στον γνωστό Λόγο της Λαμίας ο Βελουχιώτης διατυπώνει τα θεμελιακά δόγματα του αριστερόστροφου ρωμαίικου σωβινισμού ως πιστού αντικαθρεπτίσματος της δεξιόστροφης εθνικοφροσύνης (την οποία υποτίθεται ότι πολεμάει) . Όπως εκεί, έτσι και εδώ τον λόγο έχει το σωβινιστικό ρωμηοτρίπτυχο Θρησκεία -Πατρίδα - Οικογένεια. Χαρακτηριστική είναι η εγκωμιαστική αναφορά του στην χριστιανορθόδοξη εκκλησία.
Έτσι στη δεκαετία του ’60, δηλαδή την εποχή όπου οι νέοι της Δύσης ανακάλυπταν τον εαυτό τους και τη δύναμή τους, ένας έλληνας νέος είχε να αντιμετωπίσει τον χουντόφιλο παπά, τον μεθυσμένο από την εξουσία αγράμματο χωροφύλακα, τον ηθικολόγο και βίαιο δάσκαλο και φυσικά έναν από τους πιο αρτιοσκληρωτικούς παγκοσμίως τύπους οικογένειας, την –“δεξιόστροφη” ή “αριστερόστροφη”- ελληνική. Όταν η Δύση έμοιαζε με πολιτισμικό ηφαίστειο έτοιμο να ξεσπάσει, όταν ανέτειλαν οι Beatles, ή το διεθνές κίνημα νεολαιίστικης αμφισβήτησης, οι νέοι στην Ελλάδα είχαν μόνο δυο θλιβερά τριτοκοσμικές επιλογές: τον “ελληνοχριστιανικό” σταυρό, ή το μπολσεβίκικο σφυροδρέπανο.
Όσο για τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, αυτός τελείωσε στην πραγματικότητα για την Ελλάδα το 1974, όταν κατέρρευσε η ελληνοχριστιανική αμερικανοκίνητη χούντα. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι η χώρα έπαψε να είναι και προτεκτοράτο...
Σημειώσεις
(1) Ο πασίγνωστος βρετανός οικονομολόγος Τζον Μέυναρντ Κέυνς είχε προειδοποιήσει ενωρίτατα για την άνοδο του ναζισμού, ερμηνεύοντάς τον (ορθώς) ως απάντηση της γερμανικής άρχουσας τάξης στον οικονομικό στραγαλισμό, που τής είχε επιβληθεί από τους νικητές του Α΄ παγκοσμίου πολέμου αγγλογάλλους. Στη Γερμανία (που μέχρι τότε τότε δεν είχε την παραμικρή σχέση με φασισμό) είχαν επιβληθεί βαρύτατα πρόστιμα ως πολεμικές αποζημιώσεις και επίσης ένα καθεστώς αποικιοκρατικής οικονομικής επιτήρησης (π.χ. απαγόρευση παραγωγής μιας σειράς βιομηχανικών προϊόντων, που λειτουργούσαν ανταγωνιστικά για τις βιομηχανίες των αγγλογάλλων, διάφοροι εμπορικοί περιορισμοί κλπ.), το οποίο, σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση του 1929, βύθιζε στην ανεργία, την εξαθλίωση και την απελπισία το σύνολο σχεδόν του γερμανικού πληθυσμού. Ο Κέυνς είχε επισημάνει στους συμμάχους ότι με αυτόν τον τρόπο εξωθούσαν τη Γερμανία στα άκρα. Ο Χίτλερ έγινε δημοφιλής γιατί αψήφισε τις παράλογες συμμαχικές ντιρεκτίβες, ανέστησε την γερμανική βιομηχανία, εξαφάνισε την ανεργία, έφτιαξε Κοινωνική Πρόνοια, ανέβασε κατακόρυφα το βιοτικό επίπεδο και τόνωσε το αίσθημα εθνικής αυτοπεποίθησης των γερμανών. Όπως όμως όλοι οι σωβινιστές, διακατεχόταν από σύνδρομο “ιερής αποστολής”, ήταν ημιμαθής και δέσμιος των φαντασιώσεών του, υπερφίαλος, φανατικός, κοντόφθαλμος, απλοϊκός και δεν διέθετε την εμπειρία, την ευελιξία και την ψυχραιμία των παλιών αποικιοκρατών (στη θέση των οποίων φιλοδοξούσε να εγκαταστήσει τη Γερμανία - κάτι που επέφερε τις γνωστές για τη χώρα του συνέπειες). Δυστυχώς η εφιαλτική ανάμνηση αυτού του μεγαδήμιου κηλιδώνει μέχρι σήμερα την ανεκτίμητη συνεισφορά της Γερμανίας στον παγκόσμιο πολιτισμό (τεχνολογία, λογοτεχνία, κλασικές σπουδές, πολιτική σκέψη, μουσική, κινηματογράφος κλπ.). Αυτό όμως που πρέπει να κρατήσουμε σαν δίδαγμα από εκείνη την ιστορία είναι ότι –όσο κι αν δεν ταιριάζει με τις επικρατούσες απλοϊκές σχηματοποιήσεις- ο εθνικοσοσιαλισμός γεννήθηκε ως απάντηση σε υπαρκτές κοινωνικές ανάγκες και δεν προέκυψε ξαφνικά ως ο “κακός του έργου” από έναν λαό που δήθεν τόν είχε στο “γονίδιό” του...
(2) Βλ. 28η Οκτωβρίου 1940, μια «εθνική» επέτειος ντροπής http://hypnovatis.blogspot.gr/2012/10/28-1940.html
(3) Η δήθεν ουδετερότητα ως προς τους εμπολέμους (Συμμάχους και Άξονα), την οποία υποκριτικά διακήρυττε η φασιστική κυβέρνηση Μεταξά, ήταν εξόφθαλμα διάτρητη, αφού το ελληνόφωνο προτεκτοράτο ήταν προσδεδεμένο στο άρμα τής βρετανικής εξωτερικής πολιτικής, ήδη από τής ιδρύσεώς του, το 1828. Η πρόσδεση αυτή είχε γίνει πλέον απροκάλυπτη κατά τις παραμονές τού Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αφού το φασιστικό πραξικόπημα του Μεταξά το 1936 εξυπηρετούσε τις βρετανικές επενδύσεις στην Ελλάδα (π.χ. η Βρετανία ήταν η κύρια πιστώτρια τής Ελλάδας με τη μεγαλύτερη συμμετοχή στο εξωτερικό χρέος τής χώρας -βλ. επίσης μεγάλες βρετανικές επενδύσεις στην Ελλάδα, όπως τής Eastern Telegraph Company, που κατείχε από το 1937 τον πλήρη έλεγχο τού τηλεπικοινωνιακού δικτύου τής χώρας και τής Electric Transport, που έλεγχε επίσης τον ηλεκτροφωτισμό και την ηλεκτροδότηση των συγκοινωνιών της Αθήνας). Έτσι εξηγείται το γεγονός, ότι το φασιστικό πραξικόπημα, αν δεν προκλήθηκε, στηρίχθηκε πάντως εξ αρχής από τη βρετανική αποικιοκρατία, όπως άλλωστε θα συνέβαινε σε κάθε τριτοκοσμική αποικιοκρατούμενη μπανανία.
(4) Βλ. Α. Στίνα, Η "ειδική αποστολή" της εθνικής αντίστασης στο δεύτερο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό πόλεμο και η συμβολή της στη βιβλική καταστροφή που εν ψυχρώ προετοιμάζουν οι δήμιοι που κυβερνούν τους λαούς, εκδόσεις Διεθνής Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1984 http://hypnovatis.blogspot.gr/2012/09/blog-post_28.html
(5) Βλ. Οι βρετανοί – όχι οι γερμανοί- αίτιοι της πείνας στην κατοχή http://hypnovatis.blogspot.gr/2012/09/blog-post_6427.html
(6) Γεν. γραμματέας της Κίνησης Ενωμένη Εθνική Αντίσταση 1941-44, από το βιβλίο του Ν. Ζαχαριάδης Θύτης Και Θύμα, Αθήνα 1991.
Ο ΥΠΝΟΒΑΤΗΣ