Λοιπόν το πήρα απόφαση όπως ο βουτηχτής που ετοιμάζεται να βουτήξει σε παγωμένα νερά. Σήμερα επειδή έφτασε ο κόμπς στο χτένι, θέλω οπωσδήποτε να μιλήσω για εκείνους τους περίεργους τύπους που προσπαθούν σώνει ντε και καλά να γίνουν διάσημοι και χειρίζονται όλους τους πιθανούς και απίθανους τρόπους μήπως και τα καταφέρουν. Καταρχήν λοιπόν είμαι της άποψης πως όποιος θέλει να γίνει διάσημος ασχέτως μεγέθους διασημότητας, έχει κάποιο πρόβλημα. Συνήθως οι άνθρωποι που πραγματικά έχουν δυνατότητες δεν αποζητούν την διασημότητα αλλά μάλλον την αποφεύγουν όσο περισσότερο μπορούν. Ακόμα και όταν γίνονται τελικά διάσημοι αυτό γίνεται τρόπον τινά αναγκαστικά ως αποτέλεσμα του έργου τους και παρά την θέλησή τους. Αυτοί όμως είναι λίγοι όπως ακριβώς λίγοι είναι και όσοι πραγματικά αξίζουν και είναι αυτοί που το έργο τους δεν μπορεί να μην δημοσιοποιηθεί διότι αφορά άμεσα ολόκληρο το κοινωνικό σύνολο. Αυτοί λοιπόν είναι οι ευρύτερα διάσημοι που απλώς το έργο τους είναι τέτοιο που δεν μπορούν να αποφύγουν την διασημότητα όσο και αν το θέλουν. Υπάρχουν βέβαια και εκείνοι που το έγο τους δεν αφορά άμεσα την κοινωνία οπότε είναι μεν διάσημοι αλλά μόνο εντός του κύκλου στον οποίο εργάζονται. Αυτό το είδος διασημότητας είναι σύνηθες ανάμεσα στους κύκλους των επιστημόνων όπου υπάρχουν μεν διάσημοι αλλά μόνο για τον επιστημονικό κύκλο και δεν τους γνωρίζει ο καθένας, δεν είναι ευρύτερα αναγνωρίσιμοι, διότι το έργο τους δεν έχει ανάγκη ευρύτερης αναγνώρισης. Στον αντίποδα υπάρχουν οι διάσημοι που το έργο τους τούς αναγκάζει σε αυτήν ακριβώς την διασημότητα όπως είναι οι καλλιτέχνες. Αυτοί έχουν την ανάγκη αποδοχής από την ευρύτερη κοινωνία και μόνο έτσι το έργο τους αποκτά την όποια αξία. Σε αυτήν ακριβώς την δεύτερη περίπτωση είναι που συναντάω όλα εκείνα τα οποία απεχθάνομαι. Αυτοί οι άνθρωποι προκειμένου το έργο τους να γίνει γνωστό (αλλιώς διασημότητα δεν) χρησιμοποιούν απίστευτα γελοίους τρόπους. Ο πρώτος και πιο αγαπημένος τους είναι η αυτοπροβολή τους, η διαφήμιση του εαυτού τους. Σχεδόν κυκλοφορούν φορώντας μια ταμπέλα στο κούτελο όπου γράφει τι κάνουν και προσκαλώντας μας να τους επισκεφτούμε. Αυτό καταρχήν δεν είναι κακό αλλά μπορεί πολύ εύκολα να γίνει αν χαθεί το μέτρο και σε αυτές τις περιπτώσεις το μέτρο χάνεται πολύ εύκολα. Τούτο συμβαίνει διότι είναι πολύ δύσκολο αν όχι ακατόρθωτο ο άνθρωπος που διαφημίζει τον εαυτό του να μην χάσει τον έλεγχο. Είναι τόσο δύσκολο όσο το να κοιτάει κάποιος τον εαυτό του στον καθρέφτη όλη μέρα χωρίς να επέμβει διορθώνοντας την εικόνα του. Αυτού του είδους οι άνθρωποι διαλαλούν την πραγμάτια τους (δηλαδή τον εαυτό τους) ακόμα και σ’ εκείνους που δεν την χρειάζονται ούτε τους ενδιαφέρει το προϊόν. Δεν έχουν στοχοποιημένο κοινό δεν έχουν δεξαμενή πελατολογίου, απευθύνονται σε όλους κι όποιος τσιμπήσει. Δεν τους ενδιαφέρει αν καλύπτουν κάποια ανάγκη. Δεν τους ενδιαφέρει καν αν προσφέρουν κάτι σε κάποιον. Αρκεί να ακουστούν, αρκεί να γίνουν γνωστοί.
Συμβαίνει τώρα στους περισσότερους αυτής της περίπτωσης να μην καταφέρνουν ποτέ να καλύψουν την ματαιοδοξία τους όσο θα ήθελαν και τούτο τους οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στον παρασιτισμό, ήτοι στο να κλέβουν λίγο από την δόξα των άλλων ώστε να οδηγήσουν το πλήθος να τους ακούσει όχι για κάτι που έκαναν-δημιούργησαν αυτοί αλλά για κάτι που έκανε κάποιος άλλος αλλά σχολιάζεται από αυτούς. Είναι δηλαδή αυτό που στην καθομιλουμένη λέμε «ανεβαίνουν γλύφοντας». Πραγματικά νοιώθω μεγάλη αποστροφή έως απέχθεια όταν βλέπω να συμβαίνει αυτό και δυστυχώς διαπιστώνω πως όχι μόνο συμβαίνει όλο και περισσότερο αλλά οι περισσότεροι το κάνουν συστηματικά. Θα μπορούσα σε αυτό το σημείο να δώσω μερικά τέτοια χαρακτηριστικά παραδείγματα ανθρώπων που παρασιτούν με έργο άλλων αλλά δεν θα το κάνω. Όχι γιατί τους ντρέπομαι ούτε επειδή τους φοβάμαι αλλά διότι σε αυτό ακριβώς αποσκοπούν και οι ίδιοι. Σκοπός τους είναι κάπως με οποιοδήποτε τρόπο να ασχοληθούμε μαζί τους όχι διότι οι ίδιοι έχουν κάτι να παρουσιάσουν (έστω και μια γνώμη) αλλά διότι ασχολούνται με άλλους που έχουν δημιουργήσει. Φυσικά δεν ομιλώ για τους κριτικούς. Αυτοί κρίνουν έργο και αδιαφορούν για το ποιόν του δημιουργού. Μιλώ γι αυτούς που ασχολούνται με τους δημιουργούς περισσότερο και λιγότερο έως καθόλου για το έργο τους. Μιλώ για αυτούς που θυμούνται ν’ ασχοληθούν με πρόσωπα όταν οι συνθήκες είναι τέτοιες ώστε να μπορούν να κλέψουν λίγο από την διασημότητα όχι του έργου επαναλαμβάνω, αλλά του προσώπου. Κι εκεί αρχίζει το μεγάλο γλείψιμο, η ανάβαση του σαλίγκαρου. Λόγια λόγια λόγια χωρίς αντίκρισμα και χωρίς ουσία που παινεύουν και κανακεύουν τον κύριο ή την κυρία που ξαφνικά για οποιονδήποτε λόγο, έγινε το πρόσωπο της ημέρας. Λόγια υπεράσπισης της διασημότητας έναντι των εχθρών της αλλά και το αντίθετο, λόγια πολεμικά προς τους εχθρούς της διασημότητας και κάπου μέσα σε όλο αυτό το γλείψιμο οι εξυπνότεροι των κολάκων θα βάλουν και λίγο από το έργο του διάσημου κάνα δυο κουβέντες ίσα για να βουλώσουν στόματα μην τυχόν και χαρακτηριστούν ευθέως ως αυτό που είναι, κόλακες.
Ειλικρινά ποτέ μου δεν μπόρεσα να συμπαθήσω τους κόλακες. Ειλικρινά τους θεωρώ άχρηστα παράσιτα που δεν έχουν τίποτα απολύτως να προσφέρουν και ουδόλως θα μας έλειπε η όποια απουσία τους αλλά μάλλον καλό θα μας έκανε. Έτσι σιγά σιγά αλλά σταθερά δημιουργήθηκε και κατακυρίευσε η συντεχνία των κολάκων. Κολάκευσε εσύ εμένα να κολακεύσω εγώ εσένα και πάει λέγοντας. Κι έτσι έχουμε την σημερινή κατάσταση όπου όλοι κολακεύουν όλους αλλά από έργο μηδέν. Κι όσο γι αυτούς που πραγματικά δημιουργούν και παράγουν έργο… ε αυτοί αν μπουν στον κύκλο των κολάκων τότε ίσως να αναγνωριστεί και το έργο τους. Αν όχι τότε μάλλον κανείς και ποτέ δεν θα μάθει τι και πως δημιούργησαν. Ποτέ κανείς δεν θα μάθει το δημιούργημά τους εκτός αν υποταχτεί στους κόλακες αλλά ακόμα και αν το έργο τους γίνει γνωστό επειδή δεν γίνεται αλλιώς τότε πάλι θα πρέπει να ανεχθεί τους κόλακες και τις κολακείες τους.
Δεν θέλω να πολυλογώ, δεν θέλω να γίνω κουραστικός με μακροσκελή κείμενα. Θέλω μόνο να θέσω προς όλους μια ερώτηση να την απαντήσετε ο καθένας για τον εαυτό του. Κόλακες σίγουρα έχετε δει πολλούς αλλά πόσους έχετε δει να διώχνουν τους κόλακές τους; Δύσκολα θα βρείτε κάποιον τέτοιον και όταν τον βρείτε θα διαπιστώσετε πως αυτός που διώχνει τους κόλακές του είναι αυτός που μπορεί ν’ αλλάξει τον ρου της ιστορίας. Αν προλάβει. Διότι σε μια κοινωνία κολάκων όποιος διώχνει τους κόλακές του εξαφανίζεται.
To ιδιαίτερο με την κολακεία είναι πως για να είναι αποτελεσματική χρειάζεται τη συνδρομή του προσώπου προς το οποίο απευθύνεται, την ματαιοδοξία που γεννάται από τον εγωισμό που διακατέχει τον κολακευόμενο. Πρόκειται δηλαδή, για μια σχέση εξάρτησης και σε μια τέτοια σχέση κανείς εκ των δύο δεν ωφελείται τελικά αλλά ούτε και η γνώση αφού η κολακεία αποκλείει την αμφισβήτηση που είναι απαραίτητη για να οδηγήσει σε αυτήν.
ΑπάντησηΔιαγραφήΩραίο Μαρτίνα, πολύ ωραίο και σωστό.
ΑπάντησηΔιαγραφή