Της Κατερίνας Οικονομάκου
Το πρώτο πράγμα που έκαναν οι δικηγόροι της άλλης πλευράς μόλις ανακοινώθηκε η απόφαση κατά του Τζουναΐντ Χαφίζ ήταν να αρχίσουν να μοιράζουν γλυκά σε όποιον βρισκόταν στην αίθουσα του δικαστηρίου, ενώ ταυτόχρονα φώναζαν Αλαχού Ακμπαρ, «ο Αλλάχ είναι μεγάλος». Με αυτόν τον τρόπο εκδήλωναν τον ενθουσιασμό τους επειδή το δικαστήριο έκρινε ένοχο για το αδίκημα της βλασφημίας τον 33χρονο ακαδημαϊκό, καταδικάζοντάς τον σε θάνατο. Για τεράστια δικαστική πλάνη κάνει λόγο με ανακοίνωση που εξέδωσε η Διεθνής Αμνηστία, προσθέτοντας ότι η απόφαση έχει προκαλέσει μεγάλη απογοήτευση και έκπληξη. Η εξέλιξη της πολύκροτης υπόθεσης, που διαδραματίστηκε στην αίθουσα ενός πακιστανικού δικαστηρίου, έχει προκαλέσει παγκόσμιο αποτροπιασμό. Αλλά δεν έχει προκαλέσει και έκπληξη, ό,τι και να διατείνεται η Διεθνής Αμνηστία. Ο νόμος περί βλασφημίας βρίσκεται πίσω από δεκάδες επιθέσεις κατά Πακιστανών πολιτών τα τελευταία χρόνια. Ακόμη και η φήμη ότι κάποιος υπέπεσε στο αδίκημα αρκεί για να τον καταστήσει στόχο φανατικών.
Στο Πακιστάν, ο νόμος κατά της βλασφημίας επιφέρει την ποινή του θανάτου για όποιον εκφραστεί προσβλητικά για το Ισλάμ. Δεν ήταν πάντα έτσι, αλλά είναι γεγονός ότι οι ρίζες του πάνε πίσω στην περίοδο της βρετανικής αποικιοκρατίας και συγκεκριμένα στο έτος 1860, όταν για πρώτη φορά κωδικοποιήθηκαν οι κανόνες γύρω από τον σεβασμό στη θρησκεία. Σύμφωνα με τον νόμο που επέβαλαν οι Βρετανοί τον 19ο αιώνα και τον οποίο οριστικοποίησαν το 1927, η διάλυση θρησκευτικής συγκέντρωσης, η παραβίαση χώρου ταφής, η βεβήλωση τόπου λατρείας και η σκόπιμη προσβολή της θρησκευτικής πίστης αποτελούσαν ποινικά αδικήματα. Αυτούς τους νόμους κληρονόμησε και το Πακιστάν, όταν έγινε ανεξάρτητο κράτος, το 1947. Λίγα χρόνια αργότερα, μεταξύ 1980 και 1986, το στρατιωτικό καθεστώς του στρατηγού Ζία-Ουλ-Χακ προσέθεσε μια σειρά από άρθρα που αφορούσαν ειδικά την προσβολή του Ισλάμ, για να προκύψει ένας νόμος δρακόντειος. Ενδεικτικά, αρκεί να αναφερθεί ότι η «σκόπιμη» βεβήλωση του Κορανίου τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη.
Δεν έχει περάσει καλά καλά ένας χρόνος από τότε που η διεθνής κοινότητα παρακολουθούσε συγκλονισμένη την υπόθεση της Αζια Μπίμπι, μιας χριστιανής αγρότισσας, η οποία έλαβε χάρη και αφέθηκε ελεύθερη αφού είχε περάσει οκτώ χρόνια στη φυλακή περιμένοντας να θανατωθεί, διότι είχε κριθεί ένοχη για βλασφημία. Μόλις ανακοινώθηκε ότι της δόθηκε χάρη, ξέσπασαν επεισόδια με πρωτεργάτες φανατικούς μουσουλμάνους, οι οποίοι απειλούσαν ανοικτά τη ζωή της ίδιας και των παιδιών της. Η γυναίκα και η οικογένειά της ζήτησαν και έλαβαν άσυλο στο εξωτερικό.
Οσο συνέβαιναν αυτά, ο Τζουναΐντ Χαφίζ βρισκόταν ήδη στη φυλακή και περίμενε να έρθει η δική του σειρά να σταθεί ενώπιον του δικαστηρίου. Ο νεαρός άνδρας, ο οποίος είχε σπουδάσει Αμερικανική Λογοτεχνία, Φωτογραφία και Θέατρο στις ΗΠΑ, ήταν λέκτορας στο Τμήμα της Αγγλικής Φιλολογίας στο πανεπιστήμιο Μπαχαουντίν Ζακαρίγια στο Μουλτάν, στην επαρχία Πουντζάμπ. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των φοιτητών και των συναδέλφων του, ο Χαφίζ ήταν ένας εξαιρετικά χαρισματικός, ανοιχτόμυαλος και γι' αυτό πολύ δημοφιλής δάσκαλος. Αυτή ακριβώς η δημοτικότητά του τον έκανε αντιπαθή σε μερίδα φοιτητών οι οποίοι όχι απλώς δεν συμμερίζονταν τις φιλελεύθερες απόψεις του, αλλά βρίσκονταν στον αντίποδά τους. Μια ημέρα του 2013, ένας φοιτητής του, ο οποίος ήταν μέλος του Ισλάμι Τζαμιάτ Ταλάμπα, δηλαδή της σκληροπυρηνικής πτέρυγας του κόμματος Τζαμάατ-ι-Ισλάμι, κατηγόρησε τον Χαφίζ ότι προσέβαλε τον προφήτη Μωάμεθ. Πώς τον είχε προσβάλει; Με μια βλάσφημη ανάρτηση στο Facebook, ισχυρίστηκε ο φοιτητής. Το γεγονός ότι δεν ήταν καν σε θέση να προσκομίσει την επίμαχη ανάρτηση δεν έκανε καμία διαφορά.
Η καταγγελία του φοιτητή βρήκε ευήκοα ώτα μεταξύ των ομοϊδεατών του, οι οποίοι οργάνωσαν συγκέντρωση διαμαρτυρίας απαιτώντας να εκτελεστεί ο πανεπιστημιακός δάσκαλος. Η διοίκηση του πανεπιστημίου δεν έκανε απολύτως τίποτε για να υπερασπιστεί τον Τζουναΐντ Χαφίζ. Κανένας εκ μέρους της σχολής δεν ζήτησε να διερευνηθεί έστω ο ισχυρισμός του φοιτητή. Ο Χαφίζ συνελήφθη. Ενδεικτικό του τρόμου που αφυπνίζει η παραμικρή κατηγορία περί βλασφημίας είναι η δυσκολία που είχε ο πατέρας του να βρει έναν δικηγόρο πρόθυμο να υπερασπιστεί το παιδί του. Θα περνούσαν μήνες μέχρι να βρεθεί κάποιος αρκετά γενναίος για να αναλάβει το εγχείρημα. Ο μόνος που δέχτηκε να αναλάβει την υπόθεση ήταν ο 53χρονος Ρασίντ Ρεχμάν, γνωστός για τους αγώνες που έδινε επί δύο δεκαετίες υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Πακιστάν. Ηταν ο νομικός για τις πιο δύσκολες υποθέσεις, αυτός που ενσάρκωνε την τελευταία ελπίδα για πολλούς συμπατριώτες του αντιμέτωπους με δύσκολες κατηγορίες.
Οταν δεχόταν να εκπροσωπήσει τον Χαφίζ, ο Ρεχμάν γνώριζε ότι ταυτόχρονα δεχόταν να ρισκάρει τη ζωή του. Όπως είχε πει τότε σε έναν δημοσιογράφο, το να δεχτείς να υπερασπιστείς έναν άνθρωπο που κατηγορείται για βλασφημία στο Πακιστάν είναι «σαν να βάζεις το κεφάλι σου στα σαγόνια του θανάτου». Λίγο καιρό αργότερα, ο Ρεχμάν ήταν νεκρός. Ήταν Απρίλιος του 2014. Πρώτα ήρθαν τα απειλητικά δημοσιεύματα σε εφημερίδες που έκαναν λόγο για έναν δικηγόρο «που θέλει να κάνει κακό στον εαυτό του». Ακολούθησε μια συνέντευξη Τύπου στο Μουλτάν, όπου μια ομάδα από φανατικούς κληρικούς κατήγγειλε τον Ρεχμάν διότι είχε τολμήσει να επιδιώξει τη διεθνή δημοσιότητα της υπόθεσης για χάρη του πελάτη του. Και μετά ξεκίνησε η δίκη του Χαφίζ. Εκεί, οι τρεις δικηγόροι που εκπροσωπούσαν τον φοιτητή δήλωσαν, ενώπιον του δικαστηρίου, ότι σύντομα ο Ρεχμάν δεν θα μπορούσε να είναι παρών στην αίθουσα.
Θορυβημένοι, οι νομικοί της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Πακιστάν έκαναν έκκληση στην κυβέρνηση να σπεύσει να παράσχει προστασία στον γνωστό δικηγόρο. Δεν εισακούστηκαν. Τη νύχτα της 7ης Μαΐου 2014, δύο νεαροί άνδρες εισέβαλαν στο γραφείο του Ρεχμάν, τον πυροβόλησαν μπροστά σε συναδέλφους του και έφυγαν ανενόχλητοι. Μέχρι σήμερα κανείς δεν έχει συλληφθεί για τη δολοφονία του. Αμέσως μετά το βίαιο τέλος του Ρεχμάν, ο Χαφίζ οδηγήθηκε στην απομόνωση, με το πρόσχημα ότι ήταν ο μόνος τρόπος να προστατευθεί από τους φανατικούς συγκρατούμενούς του που απειλούσαν τη ζωή του. Όσο κράτησε η δίκη του, έξι ολόκληρα χρόνια, ο Χαφίζ βρισκόταν πάντα στην απομόνωση. Σήμερα κινδυνεύει να βγει από εκεί μόνο για να θανατωθεί