ήταν στα μέσα της δεκαετίας του ’80 αρχές καλοκαιριού κι εγώ είχα ανάγκη για δουλειά καθ’ ότι ήθελα να τελειώσω τις σπουδες μου (πολύ αργότερα κατάλαβα ότι οι σπουδές δεν τελειώνουν ποτέ) και πατέρας δεν υπήρχε πια για να με στηρίξει οικονομικά συν του ότι με μάνα άνεργη και αδερφή μικρή είχα ούτε λίγο ούτε πολύ να θρέψω τρία στόματα. Δύσκολα, πολύ δύσκολα εκείνα τα χρόνια για μένα που το γένι μου ήταν ακόμα χνούδι. Θυμάμαι τότε που όλοι γύρω μου ζούσαν μεσ’ την τρελή χαρά εκτός από μένα (ρόδα είναι και γυρίζει όμως) αλλά περισσότερο θυμάμαι εκείνες τις πρώτες εμπειρίες μου από την κοινωνία της εργασίας όπου μόλις πρωτοέμπαινα αλλά και την νοοτροπία της κοινωνίας μας γενικότερα όπου τότε εμπέδωνα παρθενικά.
Μετά από σύσταση λοιπόν (μάθημα πρώτο: άνευ βύσματος στην Ελλάδα δουλειά γιοκ) πήγα δια δουλειά (μάθημα δεύτερο: ανασφάλιστος εννοείται) σ’ έναν μικροεργολάβο που έφτιαχνε κεραμοσκεπές. Με πήρε επειδή είχα ήδη μια μικρή εμπειρία από κεραμοσκεπές στο χωριό αλλά κυρίως επειδή ήξερα να «διαβάζω» και να δουλέυω το ξύλο μιας και ο καραβομαραγκός παππούς μου (με δικό του στα νιάτα του ταρσανά) είχε φροντίσει να μου μάθει την τέχνη παιδιόθεν και μάλιστα όταν ήμουν δεκαπέντε χρονών έφτιαξα ολομόναχος την πρώτη μου βάρκα, το πρώτο μου σκαρί μήκυς 2.5 μέτρων. Τέσπα έπιασα δουλειά στον εργολάβο κι ένα πρωί πήγαμε να φτιάξουμε μια στέγη κάπου στον Λυκαβηττό. Όταν είδα την ξυλεία έτρεξα αμέσως στο αφεντικό. Δεν κάνουν όλα τα ξύλα για σκεπές και τα ξύλα που είχαμε μπορεί να έκαναν για κρασοβάρελα ή για κανα πατάρι αλλά για σκεπή ούτε λόγος. Το είπα λοιπόν αμέσως στον εργολάβο αλλά εκείνος δεν φάνηκε να δίνει σημασία. Με κοίταξε ολίγον υποτιμητικά και μ’ έστειλε να του τ’ ανεβάσω πάνω μιας και αυτός ήταν και ο μάστορας. Την επόμενη μέρα λοιπόν ξεκινήσαμε να στήνουμε τους οδηγούς. Κι ήταν μια από εκείνες τις ημέρες που καθόρισαν το μέλλον μου ή ακριβέστερα τις αποφάσεις μου για το μέλλον μου. Στήναμε τους οδηγούς χωρίς τρυπάνι χωρίς πύρους χωρίς βίδες παρά μόνο με ταβανόπροκες, τα ξύλα ακατάλληλα καθώς ήταν είχαν παντού πρόβλημα. Αλλού σχιζόντουσαν πάνω στο δέσιμο αλλού «τραβούσανε» κι αλλού τα κοίταζα κι αναρωτιόμουν πότε θα λύνανε αφού ακόμα ήταν αρκετά χλωρά και θα μάζευαν με τον καιρό και η πρόκα δεν κρατάει τράβηγμα.
Για να μην τα πολυλογώ, υπό τις οδηγίες του «μάστορα» φτιάχναμε μια σκεπή που αν έβγαζε τον πρώτο χειμώνα χωρίς να ταξιδέψει σε άλλες συνοικίες σίγουρα δεν θα έβγαζε το τρίτο καλοκαίρι όπου μάλλον μετά από πολλά προειδοποιητικά τριξίματα θα έπεφτε στα κεφάλια των ιδιοκτητών. Του τα έλεγα όλα αυτά του «μάστορα» κάθε φορά ένα ένα την στιγμή εκείνη που τα έβλεπα μα εκείνος αδιαφορούσε και με κορόιδευε κιόλας. Μάστορα, τούτο το σκίσιμο του χρόνου θα φτάσει μέχρι τα πάτερα του ‘λεγα, χαμπάρι αυτός. Μάστορα ο βοριάς είναι ανοιχτός να τον διποδίσω με πύρο και βίδα, χαμπάρι αυτός. Την Τρίτη μέρα δουλειάς για να πίσω τον «μάστορα» να δώσει λίγη προσοχή στα όσα του έλεγα πήγα με τα εργαλεία του καραβομαραγκού παππού μου που πια ήταν δικά μου. Ο «μάστορας» χάζεψε τα εργαλεία αλλά στην δουλειά επάνω δεν άκουγε κουβέντα. Με τούτα και μ’ εκείνα κάποια στιγμή τελειώσαμε την δουλειά και ήρθε η ώρα να πληρωθούμε. Εκεί έμαθα (μάθημα τρίτο) ότι ο «μάστορας» είχε κανονίσει με το αφεντικό πως εγώ θα πληρωνόμουν μετά από κανα μήνα επειδή το αφεντικό δεν είχε. Κατάπια και το τρίτο μάθημα και τώρα έπρεπε λέει να περιμένω από την μια πότε θα ξανακλείσει δουλειά ο εργολάβος για να πάω και από την άλλη να περάσει ο μήνας να πληρωθώ τα χρωστούμενα μιας συμφωνίας που εγώ δεν είχα κάνει. Πέρασε λοιπόν ο μήνας χωρίς δουλειά (βρήκα εντωμεταξύ άλλη, εργάτης σε αλουμινάδικο) και πήγα να πληρωθώ. Με πλήρωσε το αφεντικό αλλά μου έκανε παράπονα πως η σκεπή με τον αέρα σαν να τρίζει λίγο. Τον κάθισα κάτω και του τα είπα όλα με το νι και με το σίγμα γιατί ήδη αρκετά βράδια σκεφτόμουν τι θα γίνει εκείνη η σκεπή και σε ποιανού το κεφάλι θα καταλήξει κάποια στιγμή. Του είπα για την ακατάλληλη ξυλεία για την ακατάλληλη τεχνική και για τους κινδύνους που υπήρχαν πληρώθηκα κι έφυγα. Μετά από κανα δυο μέρες λοιπόν με βρίσκει ο γείτονας που με είχε συστήσει στον εργολάβο και ούτε λίγο ούτε πολύ με αποκάλεσε ρουφιάνο γιατί πήγα και τα είπα στον ιδιοκτήτη. Εγώ λοιπόν ήμουν ο ρουφιάνος ο εργολάβος ήταν ο τίμιος και ο ιδιοκτήτης το κορόιδο που πληρώνει.
Κι εδώ είναι το θέμα μας. Ρουφιάνος όποιος λέει την αλήθεια;
Οι Γερμανοί είναι φίλοι μας, όπως ο κουμπάρος, ο δήμαρχος, το αφεντικό, ο Άκης.
Τα πάνω κάτω, μοναχά έτσι θα μπορούσα να δω την κάθε στιγμή που μπαίνει, τη διαδοχή, την εξέλιξη της καθημερινότητάς μας. Δεν είναι μόνο η αίσθηση πως χάνουμε, πως ροκανίζεται η περίφημη ποιότητα της ζωής μας, που ήταν και το ζητούμενο για πολλά χρόνια, είναι που αλλάξαμε και ξεκινήσαμε ένα χορό αποκαλύψεων και εκμυστηρεύσεων που, στην ουσία, δεν είναι τίποτε άλλο από το αυτονόητο, μόνο που για χρόνια εμείς οι τωρινοί σαραντάρηδες, μα και οι πιο πίσω γενιές, μεγαλώσαμε με την λέξη «κάρφωμα», κάθε που θέλαμε να πούμε την αλήθεια για ό,τι συμβαίνει γύρω μας.
Ήταν τα χρόνια που θαραλλέος, τολμηρός, ήταν εκείνος που έκρυβε, έβαζε κάτω από το χαλάκι ό,τι κι αν συνέβαινε, έδινε τόπο στην οργή γιατί η αποκάλυψη μπορούσε να φέρει ανατροπή σε ένα σύμπαν που ήταν βαθειά ριζωμένο μέσα στο μυαλό μας.
Μα, αλήθεια, η ανεκτικότητα, η αποκάλυψη της αλήθειας, είναι η μοιραία “ρουφιανιά”;
Είμαστε “ρουφιάνοι” όταν λέμε τα πράγματα με το όνομα τους;
Η ανοχή ξεκινά μεταπολεμικά, εντείνεται όμως στις μέρες του ζιβάγκο, την εποχής που οι πολιτικοί και ο περίγυρός τους έτρωγαν με δέκα μασέλες, ενώ δίδασκαν τη φιλοσοφία της απόκρυψης, φορούσαν σε κάθε δύστυχο που ήθελε να μιλήσει στη γλώσσα της αλήθειας, την κουκούλα του “χαφιέ”, αν ψέλλιζε και καμιά κουβέντα του πετούσαν ένα ξεροκόμματο και του έκλειναν το στόμα κάνοτάς τον συμμέτοχο.
Μην καρφώσω, λοιπόν, τον γείτονα για τα σκουπίδια, μη δείξω στη δουλειά τον τεμπέλη «συνάδελφο», μην αποκαλύψω στον κοντινό περίγυρο τον άχρηστο εργοδότη που με αφήνει απλήρωτο για το καλό του τόπου.
Βγαίνουν στην επιφάνεια της μνήμης όλες οι στιγμές που κατάπιαμε τη γλώσσα μας, όταν δεν δείξαμε όλα εκείνα, που σαν τέρατα τρύπαγαν, έμπηγαν σουβλιά, μέσα στα μάτια μας.
Ήταν μια τραγική εποχή που ταύτισαν και την Αριστερά με την ακαματοσύνη, μάς έλεγαν πως με κλειστά τα στόματα είμαστε καλύτεροι.
Να λοιπόν που η κρίση μας βγάζει από τη στενωπό, όλα θα τα πούμε και θα τα ξεκαθαρίσουμε, δεν είμαστε ένα σιωπηλό κοπάδι όπως θα βόλευε αρκετούς, ανόητους λουφαδόρους ή προκομένους ληστοσυμμορίτες.
Αν ο γείτονας κάνει παρανομίες, αν ο δήμαρχος είναι ανίκανος, αν ο γιατρός παίρνει φακελάκι, απλά πρέπει να ξεσκεπάζεται και η περίπτωσή του να ακολουθεί την πορεία της Δικαιοσύνης.
Έλεγε ο μακαρίτης ο πατέρας μου: Πού να μπλέκεις τώρα παιδί μου, κράτα το στόμα σου μη μας πουν και ρουφιάνους.
Βασανισμένοι άνθρωποι πολέμων που δεν άντεχαν το δράμα και τον σπαραγμό μέσα στις φαμίλιες, τότε ίσως να είχαν δίκιο, άλλωστε όσο κρίνουμε νεκρούς, τόσο κολυμπάμε σε αναβολές και φόβους.
Τέρμα, λοιπόν, από εδώ και κάτω. Το παιγνίδι είναι η αποκάλυψη, το ΟΧΙ ταιριάζει στη σιωπή, η μοναδική θεραπεία είναι η προβολή της αλήθειας που όλοι έχουμε ανάγκη. Όλα έχουν ονοματεπώνυμο, όλα στο φως
Aixmi.gr