της Β. Γεωργιάδου
Σε αυτήν την ατελείωτη «χρυσαυγολογία» που έχει αναπτυχθεί τις τελευταίες εβδομάδες, ακούσαμε πολλά: ότι η Χρυσή Αυγή είναι «το μακρύ χέρι του συστήματος», μια ναζιστική απειλή που διαβρώνει το δημοκρατικό πολίτευμα, παρότι χρησιμοποιείται από αυτό προκειμένου να περισταλούν λαϊκά δικαιώματα και να ελεγχθούν οι κοινωνικοί αγώνες. Ακούσαμε, επίσης, ότι η Χρυσή Αυγή είναι μια περενέργεια που προέρχεται από την Αριστερά, η οποία (τουλάχιστον) ανέχθηκε ανομικά φαινόμενα και, πάντως, δεν εμπόδισε να καλλιεργηθεί -στους νέους προπάντων- η κουλτούρα της βίας. Διαβάσαμε, ακόμη, ότι η Χρυσή Αυγή είναι η κορύφωση του Παπανδρεϊκού λαϊκισμού, αλλά ίσως και κάτι βαθύτερο, όπως η βαθιά αποστροφή της κοινωνίας για τη Δύση, τον Κοινοβουλευτισμό, τον Φιλελευθερισμό. Το πλέον σύνηθες επιχείρημα σε αυτή τη συζήτηση είναι ότι όποιες κι αν θεωρούνται οι αιτίες της ανόδου της Χρυσής Αυγής, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά αν απουσίαζαν τα φαινόμενα της κρίσης και της μετανάστευσης, που οξύνουν τις κοινωνικές αντιθέσεις, μετατρέποντας τους «χαμένους» (φτωχούς, ανέργους, κατοίκους του υποβαθμισμένου Αθηναϊκού κέντρου, περιοχές με υψηλό αριθμό μεταναστών) σε ιδανική δεξαμενή από όπου αντλεί υποστηρικτές η συγκεκριμένη οργάνωση.
Η συζήτηση διεξάγεται περισσότερο με όρους μιντιακής πλαισίωσης: η Χρυσή Αυγή υπάρχει κοντά τρεις δεκαετίες, καταγράφοντας παρουσία στο πλευρό του Ρ. Κάρατζιτς στη Βοσνία (βλ. σχ. Χάρης Κουσουμβρής, Γκρεμίζοντας τον μύθο της Χρυσής Αυγής, Έρεβος 2004), στα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία (βλ. ενδ. L. M. Danforth, The Macedonian Conflict, Princeton University Press1995), στις πανευρωπαϊκές κινητοποιήσεις ως συνιστώσα του Ευρωπαϊκού Εθνικού Μετώπου, που μαζί με το NPD και τη Forza Nuova μετείχαν στο κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης (για πληροφορίες, βλ. εφημ. Tagesspiegel), στις Ευρωεκλογές του 1999, στις οποίες από κοινού με την Πρώτη Γραμμή του δηλωμένου ναζιστή Κ. Πλεύρη, έλαβε πανελλαδικά σχεδόν 50 χιλ. ψήφους. Παρέμεινε, ωστόσο, στη σκιά της δημοσιότητας ακόμη και μετά την εκλογή του αρχηγού της ως δημοτικού συμβούλου στο Δήμο Αθηναίων, το Νοέμβριο του 2010. Εκδηλώσεις κιτς εθνικισμού στις Θερμοπύλες, τον Μελιγαλά, τα Ίμια, αλλά και την Παραμυθιά Σουλίου ή την Εύβοια, διεξάγονται από χρόνια με τη συμμετοχή Χρυσαυγιτών, όπως όμως και άλλων αντιπροσώπων (π.χ. της Εκκλησίας, της νεορθοδοξίας, της τοπικής αυτοδιοίκησης, της λαϊκής δεξιάς) αυτού του ιδιότυπου πολυσυλλεκτικού συνονθυλεύματος που συγκροτεί το ρεύμα του ελληνικού εθνικισμού της ύστερης Μεταπολίτευσης.
Με τα παραπάνω θέλω να επισημάνω ότι η Χρυσή Αυγή αποτελεί μια παλιά ιστορία, που τυγχάνει όμως της δημόσιας προσοχής, όταν, όπως και για όσο διάστημα τα μίντια επιλέγουν κάτι τέτοιο να συμβεί. Σιωπούν τα μίντια, είτε γιατί τοποθετούν τη Χρυσή Αυγή σε καραντίνα, όπως λίγο-πολύ συνέβη τις παραμονές των δημοτικών εκλογών του 2010, είτε γιατί αδιαφορούν, όπως κατά κανόνα γινόταν στο παρελθόν -και τότε ατονεί και η δημόσια προσοχή για τη Χρυσή Αυγή. Αντιθέτως, ανταποκρίνονται τα μίντια προβάλλοντας (με κριτήρια ιδεολογικά, εμπορικά, δημοσιογραφικά ή όποια άλλα) τη Χρυσή Αυγή, τότε αυξάνεται και η συνολική δημόσια προσοχή για τη συγκεκριμένη οργάνωση.
Με τον ισχυρισμό αυτό δεν υποστηρίζω ότι η Χρυσή Αυγή είναι ένα τηλεοπτικό κατασκεύασμα μια οργάνωση με έντονο ιδεολογικό φορτίο δεν είναι κατασκευάσιμη από τα ΜΜΕ. Η απήχησή της στο κοινό, ωστόσο, προϋποθέτει τη δημόσια προβολή, ακόμη κι αν μια τέτοια προβολή –είτε γιατί θα ήταν αρνητική και θα τη στιγμάτιζε, είτε γιατί θα αποκάλυπτε τον εξτρεμισμό της– θα απέτρεπε πολλούς να την υποστηρίξουν. Η δεξαμενή, παρόλα αυτά, από την οποία θα αντλήσει υποστήριξη μια οργάνωση γνωστή στο μαζικό κοινό, είναι μεγαλύτερη από εκείνη που θα αντλήσει η ίδια οργάνωση εάν παραμείνει στο περιθώριο. Σε κάθε περίπτωση θα ήταν χρήσιμο, τα εγχώρια ΜΜΕ να διδαχθούν από τον τρόπο που ευρωπαίοι συνάδελφοί τους (στη Βρετανία ή στη Γερμανία) διαχειρίζονται με προσοχή και φειδώ την προβολή κομμάτων του ακραίου δεξιού πόλου. Στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής βλέπουμε μια άσκοπη υπερπροβολή (το ίδιο γινόταν και με τον ΛΑ.Ο.Σ.), καθώς και μια κακώς νοούμενη αναλογικότητα, που καθιστά την οργάνωση συνομιλητή πολιτικών και δημοσιογράφων με άλλοθι το εκλογικό ποσοστό της και όχι πρωτίστως τον σεβασμό εκ μέρους της του κανονιστικού πλαισίου της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Μήπως, όμως, εδώ βρίσκεται το κυρίως πρόβλημα; Ένα πολιτικό σύστημα αναποτελεσματικό, με θεσμούς αναξιόπιστους και δρώντες διαπλεκόμενους, τι μαθήματα δημοκρατίας μπορεί να δώσει και σε ποιον;
Αναρωτιόμαστε ποιες μπορεί να είναι οι αιτίες που οδήγησαν στη άνοδο της Χρυσής Αυγής πώς έγινε δυνατόν μια πολιτική σέχτα να φθάσει μέχρι την κεντρική πολιτική σκηνή. Στην αρχή αναφέρθηκα σε μια πλειάδα αιτίων που έχουν επισημανθεί σχετικά. Αν θελήσουμε να τα ταξινομήσουμε, πρόκειται για δύο κατηγορίες: αίτια που αφορούν τις κοινωνικές δομές και κινούνται στο μακροεπίπεδο (κρίση, ανεργία, μετανάστευση, αλλά και παγκοσμιοποίηση, εγκληματικότητα ή λαϊκισμός), όπως και αίτια που ανάγονται σε ατομικές στάσεις και αντιλήψεις και ανήκουν στο μικροεπίπεδο (κουλτούρα της βίας, αλλά και αυταρχικές δομές του χαρακτήρα, έλλειμμα ανοχής απέναντι στον Άλλο, ξενοφοβία, αντισημιτισμός, ρατσισμός). Όλα τα παραπάνω είναι σωστά, αν και όχι απαραιτήτως με τον τρόπο που έχουν πλαισιωθεί στον εγχώριο διάλογο. Για να αναφέρω ένα παράδειγμα: Μια κουλτούρα βίας έχει γίνει ανεκτή στην ύστερη Μεταπολίτευση από την αριστερά μέχρι τη δεξιά ήταν η τελευταία που έκανε ηθελημένα τα στραβά μάτια στον περίφημο Δεκέμβρη του 2008, ενώ για τους νεκρούς της Marfin σιωπά, αδιακρίτως ιδεολογίας, κοινωνία και κομματικό σύστημα. Το ΚΚΕ επαίρεται ότι είναι κόμμα αντισυστημικό, αλλά ήταν η ΝΔ που θώπευσε συστηματικά το τελευταίο σταλινικό απολίθωμα. Και ένα δεύτερο παράδειγμα: το επιχείρημα ότι η εξτρεμιστική δεξιά είναι η κορύφωση της παραδοσιακής-συντηρητικής δεξιάς, είναι απλοϊκό. Η εξτρεμιστική δεξιά ανήκει στα άκρα και όχι αποκλειστικά στον ακραίο δεξιό πόλο. Όπως και η Χρυσή Αυγή, που πληροί μεν τα κριτήρια κατάταξης στο άκρο του δεξιού πόλου (είναι αντιδημοκρατική, εθνικιστική, φυλετική, ξενοφοβική και οπαδός του ισχυρού κράτους), αντλεί όμως ιδεολογικά στοιχεία (λαϊκισμός, αντικαπιταλισμός, ιδέα ενδογενούς ανάπτυξης) και από άλλες περιοχές του ιδεολογικο-πολιτικού άξονα.
Αν επιμείνουμε στο εξηγητικό σχήμα που αποτελεί έναν συνδυασμό αιτιακών παραγόντων του μακρο- και του μικροεπιπέδου, θα πρέπει να δώσουμε πειστική απάντηση στο ερώτημα, γιατί το ίδιο μείγμα αιτίων (κρίση/ανεργία + μετανάστευση + παγκοσμιοποίηση, αλλά και αυταρχικές δομές χαρακτήρα + μορφές βίας) δεν δημιουργεί παντού και πάντα δεξιά εξτρεμιστικά φαινόμενα. Γιατί, π.χ. η Ισπανία σήμερα, δεν έχει τη δική της Χρυσή Αυγή (η falange espanola κινείται στο 0,5%) ή γιατί ο εξτρεμισμός έγινε πρόβλημα στην Ολλανδία της οικονομικής ακμής, αλλά όχι της κρίσης στη δεκαετία του 1980, κ.λπ.
Υιοθετώντας το θεωρητικό σχήμα των Ε. Σόιχ και Χ. Κλίνγκεμαν για την άνοδο του δεξιού εξτρεμισμού στο μεταπολεμικό δυτικό κόσμο, θα επιμείνω στην επισήμανσή τους, ότι οι κοινωνικο-οικονομικές δομές αποτελούν «όρους πλαισίωσης» που, σε συνδυασμό με αυταρχικές ατομικές στάσεις και τις «πολιτικές φιλοσοφίες» οι οποίες τις έχουν παράγει (εθνικισμός, κουλτούρα της βίας, συνωμοσιολογία, κ.λπ.), δημιουργούν «διαθεσιμότητα» για τον δεξιό εξτρεμισμό. Για τη μετατροπή της διαθεσιμότητας αυτής σε συμπεριφορά, εν προκειμένω σε πολιτική και εκλογική στήριξη δεξιών εξτρεμιστικών κομματικών μορφωμάτων, η παρεμβολή του μεσο-επιπέδου θεωρείται αποφασιστικής σημασίας. Οι πολιτικοί θεσμοί, η πολιτική ηγεσία, οι λειτουργίες του πολιτικού και κομματικού συστήματος, συγκροτούν το ενδιάμεσο επίπεδο. Όταν η αποτελεσματικότητά του περιορίζεται, όταν η εμπιστοσύνη προς αυτό αμφισβητείται, όταν τα μέσα άσκησης πολιτικής επιρροής που το πολιτικό σύστημα προσφέρει στους πολίτες (εκλογές, συμμετοχή) χάσουν τη σημασία τους, τότε η διαθεσιμότητα για τον εξτρεμισμό μετουσιώνεται σε πραγματική στήριξη εξτρεμιστικών μορφωμάτων.
Στην Ελλάδα, η κρίση της πολιτικής προηγήθηκε της χρηματο-οικονομικής κρίσης. Οι πολιτικοί θεσμοί είχαν απαξιωθεί πλήρως από το 2007, όπως μας έδειχναν οι σχετικές έρευνες περί εμπιστοσύνης στους θεσμούς. Διεργασίες που έχουν να κάνουν με τις στρατηγικές που εφάρμοσε η Χρυσή Αυγή την ίδια πάνω-κάτω περίοδο (δημιουργία «κάστρων» της σε επιλεγμένες περιοχές που η οργάνωση διέθετε αριθμητικά αξιόλογους πυρήνες ακτιβιστών), δημιούργησαν δομές πολιτικής ευκαιρίας για την έξοδό της από το πολιτικό περιθώριο και για την εγκατάστασή της στην κεντρική πολιτική σκηνή.
Η Χρυσή Αυγή δεν αποτελεί συνέχεια του ναζισμού, ούτε αναβιώνει κάποιο ομοίωμά του, παρά τις εκλεκτικές της συγγένειες με τις «κουλτούρες του φασισμού» (Π. Μιλζά). Είναι περισσότερο φιλο- παρά νεο-ναζιστική οργάνωση. Αυτό που διαμορφώνει την κυρίως ταυτότητά της –το ίδιο όπως και όλων των δεξιών εξτρεμιστικών μορφωμάτων– είναι η πολεμική της στον φιλελευθερισμό και τον πλουραλισμό. Ας μην βιαζόμαστε, πάντως, να κάνουμε προβλέψεις για την πορεία της είναι κι αυτό άλλο ένα κουσούρι της «χρυσαυγολογίας». Προβλέψεις όπως «ήρθε για να μείνει» είναι πρόωρες και αθεμελίωτες. Αυτό που από τώρα, όμως, γνωρίζουμε, είναι ότι περισσότεροι από τους μισούς που την ψήφισαν (και συνήθως το ίδιο ξέρουμε ότι συμβαίνει σε κόμματα αυτού του χώρου διεθνώς), όχι μόνο δεν ασπάζονται τις απόψεις της, αλλά ούτε καν εμφανίζουν χαλαρές «προδιαθέσεις» ψήφου για την άκρα δεξιά. Όταν θα εκλείψει η εξαιρετικότητα των καταστάσεων που ζούμε σήμερα και ορθοποδήσει το πολιτικό και κομματικό σύστημα, είναι πολύ πιθανό τα σημερινά δεδομένα για τα κομματικά άκρα να αλλάξουν εις βάρος τους άρδην.
Η Βασιλική Γεωργιάδου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Το άρθρο της δημοσιεύεται στο metarithmisi.gr