Το κτιστό στη Φιλοσοφική άποψη του Λιαντίνη υμνείται για την ομορφιά και το κάλλος. Πάντα άρρηκτα δεμένο με τη γεωγραφική θέση ντυμένο με λόγια όμορφα ποιητικά δοσμένο ενώνει το χθες των προγόνων μας με το σήμερα το νέο Ελλήνων δίνοντας τη φυσική συνέχεια που είναι απαραίτητη για τη σύνδεση των ιστορικών δρώμενων.
Υπάρχει πλήρης κατανόηση της δυναμικής επίδρασης που άσκησε και ασκεί η μάνα φύση στο πνεύμα και κατ' επέκταση στον πολιτισμό των Ελλήνων. Η ποίηση υμνεί την φιλοσοφία που με τη σειρά της αξιώνει τον πολιτισμό ως αποτέλεσμα του συμπαντικού κάλλους αλλά και της ζωοδότρας γης. Όμως φαίνεται πως παρόλο το ποιητικό άκουσμα που ο περιβάλλον κόσμος δημιουργεί, αυτό δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την ύπαρξη στην φιλοσοφία του Λιαντίνη.
Όλα τούτα τα κτιστά για τον φιλόσοφο Λιαντίνη δικαιολογούν το κάλλος αλλά δεν αρκούν για να δικαιολογήσουν την ζωή.
Έτσι για μια ακόμα φορά ξαφνικά και αδικαιολόγητα εμφανίζεται το αόρατο, το ακατανόητο, το άκτιστο. Το άκτιστο που εφευρέθηκε από τα ιερατεία των χριστιανών για να καλύπτει τα χαοτικά κενά μιας παραπαίουσας υποτυπώδους φιλοσοφικής βάσης έρχεται με τη σειρά του να πάρει πρωτεύουσα θέση στην φιλοσοφία του καθηγητή σε μια σπασμωδική προσπάθεια του μυαλού να βρει το δρόμο του άγνωστου.
Το κτιστό φως που λούζει τον σύμπαντα κόσμο δεν είναι για αυτόν αρκετό ούτως ώστε να φωτίσει το υπαρξιακό πρόβλημα του ανθρώπου.
Φαίνεται σαν το σκοτάδι να μην είναι απλή έλλειψη φωτός αλλά στέρηση αυτού. νοιώθει πως πέρα από το κτιστό φως του ήλιου πατέρα υπάρχει στον κόσμο και κάποιο φως άκτιστο, που φωτίζει τι άραγε;
Μας προβληματίζει με την δήθεν ύπαρξη του άκτιστου φωτός ως προϋπόθεση ύπαρξης του κτιστού χωρίς όμως να απαντά στο ερώτημα για το λόγο ύπαρξης αυτού.
Η ανυπαρξία γίνεται ύπαρξη. Ύπαρξη όμως άφαντη, αόρατη, αδικαιολόγητη. Ύπαρξη που ακριβώς επειδή δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή και να δικαιολογηθεί σε τούτο τον κόσμο μεταφέρεται στον άλλο. Μεταφέρεται δηλαδή στον κόσμο για τον οποίο δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για το τι ισχύει και τι όχι. Και είναι ακριβώς αυτή η αδυναμία τεκμηρίωσης των νόμων που ισχύουν πριν και μετά την ζωή που δίνει στην φιλοσοφία του Λιαντίνη, την βάση για να στηρίξει τη σπουδαιότητα του μη αντιληπτού άκτιστου φωτός.
Θα πρέπει ο μελετητής της εν λόγω φιλοσοφίας να αρκεστεί στην ποιητικά δοσμένη πίστη σε ένα είδος φωτός που για να το αντιληφθεί πρέπει ή να μην έχει γεννηθεί ή να έχει πεθάνει.
Διότι ο θάνατος στην φιλοσοφική σκέψη του καθηγητή είναι κάτι που μόνος ως νεκρός μπορεί να βιωθεί. Όμως είναι πράγματι έτσι;
Είναι απαραίτητο άραγε να πεθάνουμε για να βιώσουμε το θάνατο; Ή ο θάνατος είναι γύρω μας αλλά φοβόμαστε να το αντιληφθούμε;
Μήπως τελικά ο θάνατος κρύβεται ακόμα και ανάμεσα στους χτύπους της καρδιάς αγωνιζόμενος να επιβιώσει έναντι της ζωής;
Μήπως αυτό που ο καθηγητής εννοεί ως άκτιστο δεν είναι τίποτα άλλο παρά η διαρκής εξέλιξη του κτιστού;
Επηρεασμένος από την χριστιανική θανατολαγνεία αδυνατεί και αυτός να αναγνωρίσει το αέναο, αιώνιο και συνεχές πήγαινε έλα της ζωής και του θανάτου.
Αδυνατεί να δεχθεί την ύπαρξη του φωτός και την ταυτόχρονη ανυπαρξία του. Θεωρεί πως κάτι είτε είναι ζωντανό, είτε είναι πεθαμένο.
Θεωρεί τον θάνατο διαφορετικό της ζωής και όχι αντίθετο αυτής προς διατήρηση ισορροπίας. Σκέπτεται πως πρέπει να πολεμήσει το θάνατο και πως για να το κάνει αυτό πρέπει να διακόψει την ζωή.
Συμπεραίνει ως γνήσιος χριστιανός πώς είναι αδύνατον ο άνθρωπος να φέρει ταυτόχρονα και την ζωή και το θάνατο. Γι' αυτό μπορούμε να έχουμε ή το ένα ή το άλλο. Ή εδώ ή εκεί αλλά ποτέ και τα δύο ταυτόχρονα. Και αφού δεν μπορεί να είναι και τα δύο ταυτόχρονα οδηγείται στο κτιστό και στο άκτιστο δημιουργώντας δυϊσμό εκεί που κατά την γνώμη μου δεν υπάρχει. Έτσι καταλήγει στο τέλος αναγκαστικά στην ύπαρξη του ενός μοναδικού που είναι γενεσιουργό του κτιστού εκφράζοντας την λογική του άκτιστου. Καταλήγει στην άκτιστη λογική που ως άκτιστη δεν υπόκειται σε νόμους δεν φέρει συγκεκριμένες ιδιότητες άλλα πράττει κατά βούληση ότι της αρέσει.
Σήμερα που η επιστήμη σε πείσμα του σκοταδισμού ρίχνει φως προς το σκοτάδι της γνώσης ο καθηγητής μας πισωγυρίζει σε ανύπαρκτα σκοτάδια αναπόδεικτα και άφαντα, δήθεν για να δικαιολογήσει τον ολοκληρωτισμό. Ή φως ή σκοτάδι. Ή ζωή ή θάνατος. Ή κτιστό ή άκτιστο.
Που χάθηκε άραγε το μέτρο των Ελλήνων; Που ξεχάστηκε η χρυσή τομή που διαιρεί και ενώνει ταυτόχρονα;
Κατ’ αυτόν το περπάτημα του ανθρώπου ανάμεσα σε ζωή και θάνατο είναι αδιανόητο. Όλοι γέρνουμε αναγκαστικά προς την μια ή την άλλη πλευρά.
Είτε γεννηθήκαμε στην κοιλάδα και ανεβαίνουμε στην κορυφή, είτε γεννηθήκαμε στην κορυφή και κατηφορίζουμε στην κοιλάδα, ο δρόμος του ανθρώπου είναι για τον καθηγητή πάντα προς μια κατεύθυνση. Μονόδρομος.
Τούτα όμως δεν διδάσκουν κάτι καινούργιο στην φιλοσοφία. Απλά υποδεικνύουν τη γνωστή αντίληψη πως είτε έτσι είτε αλλιώς θα καταλήξουμε και η κατάληξη αυτή είναι προορισμένη από τον δυϊσμό του άκτιστου όπου καταλήγουν όλα εν τέλει.
Διαφαίνεται στο έργο του καθηγητή η αντίληψη πως η ολοκλήρωση έρχεται μόνο με το θάνατο ο οποίος θάνατος είναι όχι η συνέχειά ούτε η δόξα, αλλά η απαξίωση της ζωής. Δεν καταλαβαίνει τον θάνατο ως τροφοδότη της ζωής αλλά ως αναχώρηση από αυτή και πέρασμα σε άλλο κόσμο.
Καλύτερο ή χειρότερο δεν έχει σημασία.
Αυτό που έχει σημασία είναι ο τελικός προορισμός και η τελική κρίση από το άκτιστο ον. Είτε αυτό είναι φως, είτε η ζωή, είτε θεός, είτε άνθρωπος, ο θάνατος είναι το μέσον για τον άλλο κόσμο, ο δρόμος για το άκτιστο.
Είναι όμως έτσι;
Οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε το θάνατο ως τον δρόμο προς το τέλειο άκτιστο ή είναι ο θάνατος απλά η συνέχειά της ζωής και ο τροφοδότης αυτής;
Πρέπει να τον προκαλέσουμε να έρθει ή αυτός είναι ιδανικός να κρίνει ποτέ είμαστε έτοιμοι να δώσουμε ζωή πεθαίνοντας;
Αξίζει να πεθάνουμε προσδοκώντας κάτι ή είναι ορθότερο πεθαίνοντας να αναζωογονήσουμε; Αξίζει άραγε σκοπός του ανθρώπου να είναι η μέσω του θανάτου προσέγγιση του λογικά αμφισβητήσιμου άκτιστου;
Μήπως ο ιερός σκοπός του ανθρώπου είναι η διατήρηση και εξέλιξη του κτιστού μέσω του θανάτου;
Είναι άραγε σοφότερο να ακολουθήσουμε την ευθεία γραμμή από την ζωή στο θάνατο και από εκεί στο τίποτα του άκτιστου που δίδασκε καθηγητής ή είναι προτιμότερο να ακολουθήσουμε την ανοδική σπείρα της συνεχούς εξέλιξης του ορατού ιερού κτιστού, βιώνοντας συνεχείς στιγμές ζωής και θανάτου προς δόξα της ύπαρξης;