Μόλις κατέβηκα από το βουνό και τα πόδια μου αρνούνται να παραδεχτούν πως κάθονται σε καρέκλα. Βέβαια η λέξη «κατέβηκα» δεν είναι ακριβής. Για ν’ ακριβολογήσω θα έπρεπε να πω πως μόλις μπήκα στο σπίτι μετά από μια υπέροχη τριήμερη πανσέληνο μαζί με τα αγρίμια. Το θέμα μου όμως δεν είναι ούτε τα ρουμάνια ούτε το φεγγάρι. Το θέμα μου είναι τ’ αγρίμια. Γι αυτά θέλω να γράψω σήμερα διότι έρχεται πάλι η εποχή της μεγάλης σφαγής. Έρχεται πάλι η εποχή που θα χάσω φίλους πολλούς, η εποχή του θανάτου για πολλά απ’ όσα αγάπησα και λάτρεψα. Έρχεται η κυνηγετική περίοδος. Ένα έγκλημα διαρκείας με την ανοχή του νόμου.
Κατάγομαι από γενιά μεγάλων κυνηγών. Μεγάλωσα μαθαίνοντας όλους τους πιθανούς και απίθανους τρόπους θήρας. Είμαι άριστος σκοπευτής και ξέρω όλων των ειδών τις παγίδες από υπάρξεως ανθρώπου μέχρι σήμερα. Γνωρίζω να βρίσκω τις φωλιές και τα κουμάσια με την ευκολία της γάτας και αναγνωρίζω οποιοδήποτε ζώο της ελληνικής (και όχι μόνο) πανίδας με την ακρίβεια του γερακιού. Κατέχω τι τρώει το κάθε αγρίμι, πως κινείται που κοιμάται τι χνάρι και τι μυρουδιά αφήνει. Μπορώ να ξέρω από τον τρόπο που κινείται και την κοπριά του τι έφαγε την προηγούμενη μέρα και πόσο. Μπορώ να καταλάβω από το χνάρι του πόσο χρονών είναι. Καταλαβαίνω από τα σημάδια αν είναι αρσενικό ή θηλυκό αν έχει μικρά και πόσα, αν κινδύνεψε από τι κινδύνεψε και που. Για να μην πολυλογώ είμαι ένας θηρευτής από αυτούς που δάσκαλο είχαν την ίδια την φύση όπως ακριβώς και τ’ αγρίμια.
Αυτή όμως η φύση πριν απ’ όλα με δίδαξε πως το κυνήγι είναι ένας τρόπος να επιβιώσεις και όχι ένα άθλημα. Με δίδαξε πως το κυνήγι δεν είναι σπόρ και δεν κυνηγάω παρά μόνο αν πεινάω ή σε κάποιες εξαιρετικές και σπάνιες περιπτώσεις. Έτσι τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια έχω κυνηγήσει όλες κι όλες τέσσερεις φορές. Από μία στην γέννηση των δύο παιδιών μου και από μία στην κηδεία του πατέρα μου και του θείου μου τιμώντας την κάθε περίσταση με την ανάλογη θυσία.
Ο λόγος που δεν κυνηγάω είναι προφανής. Δεν βρέθηκα σε κατάσταση πείνας και οι εξαιρετικές περιπτώσεις είναι λίγες στην ζωή του κάθε ανθρώπου. Διότι η θεά φύση με δίδαξε πως το κυνήγι είναι ανάγκη και όχι ευχαρίστηση. Η ευχαρίστηση του θηρευτή όταν θανατώνει το θήραμα δεν είναι στην θανάτωση αλλά στην κάλυψη της ανάγκης του, της πείνας δηλαδή. Στην διάρκεια αυτής της εικοσιπενταετίας δυο φορές αποδέχθηκα προσκλήσεις από κυνηγούς που τους θεώρησα καταρχήν ως τέτοιους αλλά η απογοήτευση που ακολούθησε ήταν απείρου μεγέθους. Αυτό που κάνουν δεν λέγεται κυνήγι. Πρόκειται περί διαστροφής με όλη την σημασία της λέξης. Ότι και να πω είναι λίγο αλλά θα προσπαθήσω να δώσω μια εικόνα για να καταλάβετε τι εννοώ.
Ήταν στα μέσα της δεκαετίας του ’90. Ήμουν στο σπίτι μου στο χωριό και καθόμασταν στο ίδιο τραπέζι που κάθομαι και τώρα με τον θείο μου (μακαρίτης πια) που γέρος όντας μόνο αγνάντια έβλεπε τις κορυφές και δάκρυζε και με δύο συγγενείς της γυναίκας του, της θειάς μου που είχαν έρθει για μερικές μέρες χαλάρωσης και για κάποιο κυνήγι αν τύχαινε να βρουν οδηγό αφού τα μέρη μου είναι δύσβατα και μόνο οι γνώστες μπορούν να τα περπατήσουν. Ήταν φθινόπωρο εθνική επέτειος και είχαμε τέσσερεις μέρες ελεύθερες. Είχαν και δυο σκυλιά γιούρα που τα είχαν μαζί να ξεμουδιάσουν στο βουνό και αυτά όπως όλοι μας. Καθόμασταν λοιπόν και κουβεντιάζαμε για κυνήγια και περί ανέμων και υδάτων γενικώς. Μου έδωσαν την εντύπωση ανθρώπων σοβαρών που καμία σχέση δεν είχαν με φανατικούς ψευτοκυνηγούς κι έτσι όταν ο μπάρμπας μου ζήτησε να τους οδηγήσω στο κυνήγι δέχτηκα αν και είχα τις αμφιβολίες μου βλέποντας τους σκύλους τους και το πόσο καταπιεσμένοι ήταν. Κάποια στιγμή μάλιστα ξεμονάχιασα τον μπάρμπα και του έθεσα τις αμφιβολίες μου πως δεν έχω εμπιστοσύνη γιατί βλέπω τα σκυλιά πολύ πιεσμένα και άνθρωπος που δεν σέβεται τον σκύλο του πως θα σεβαστεί τ’ άγρια; Τις ίδιες αμφιβολίες είχε και αυτός αλλά τους το είχε τάξει από χρόνια το κυνήγι, την τελευταία φορά που τους είχε δει και δεν μπορούσε να κάνει πίσω. Έκανα λοιπόν την ανάγκη φιλοτιμία και κανονίσαμε για την επόμενη πουρνό πουρνό να βγούμε στο πανοδιάσελο. Θα έπαιρνα κι εγώ την θηλυκή την σκύλα μαζί αφού τα ξένα δεν γνώριζαν τον τόπο και θελαν και αυτά τον οδηγό τους.
Το επόμενο πρωί λοιπόν πριν ακόμα χαράξει ξύπνησα και τους άλλους και κατέβηκα στον κήπο μέχρι να ετοιμαστούν και αυτοί. Στην πόρτα μ’ έπιασε ο μπάρμπας. «Ανιψιέ έχω λαχταρήσει στιφάδο από πέρυσι, κανόνισε γι αύριο εσύ το ζούδι κι εγώ τα… κρεμμύδια» μου είπε μισογελώντας πίσω απ’ τα μουστάκια του. «Καλά μπάρμπα» του απάντησα «θα δούμε αν είμαστε τυχεροί». Γυρνώντας στο χειμωνιάτικο μου κούνησε το χέρι απαξιωτικά «αμα θέλεις ξέρεις που θα τα βρεις, καλά κυνήγια». Το πιασα το νόημα, ο μπάρμπας ήθελε οπωσδήποτε να φάει λαγό. Περίμενα κανα μισάωρο κάτω, είχε πιά αρχίσει να φωτίζει το λυκόφως της μέρας κι εμείς δεν είχαμε ακόμα ξεκινήσει. Έβαλα τις φωνές. «Εεεε τι θα γίνει θα ξεκινήσουμε ή να πάμε αύριο»; Ξεσηκώθηκαν λοιπόν και να σου μου εμφανίστηκαν στην πόρτα. Τρόμαξα μόλις τους είδα. Από τρείς ζωστήρες φυσίγγια ο καθένας τουλάχιστον από εκατό δηλαδή, ήτοι επί δύο μας κάνουν διακόσια φυσίγγια. Αρβύλες, στολές παραλλαγής, τζόκεϊ στρατιωτικά, σακίδια πολυτελείας και κάτι τεράστια μαχαίρια να κρέμονται στο πλάι λες και θα σφάζαμε βόδια ενώ στον ώμο κρέμονταν οι πανάκριβες επαναληπτικές καραμπίνες τους. Πάνοπλοι σαν αστακοί, είχα μείνει αποσβολωμένος να τους κοιτώ που κατέβαιναν την σκάλα. Ούτε για πόλεμο να πηγαίναμε δεν θα είχαν αρματωθεί έτσι. Απελπισία μ’ έπιασε. Με πλησίασαν και καλημερίζοντας μ’ έπιασε ακόμα μεγαλύτερη απελπισία. Είχαν μόλις ξυριστεί και πασαλειφτεί με τόσο after save που η μυρουδιά και μόνο θα μας πρόδιδε από χιλιόμετρα μακριά. «Πάει στον κόρακα» σκέφτηκα «κυνήγι δεν έχει σήμερα για χόρτα θα πάμε». Είχαν όμως και αυτοί τις απορίες τους όταν με είδαν με το τζιν παντελόνι κι ένα μάλλινο γκρι πουλοβεράκι. «Φυσίγγια δεν θα πάρεις»; με ρώτησαν κοιτάζοντας υποτιμητικά την παλιά τσέχικη διμούτσουνη που κράταγα στα χέρια. Έβαλα το χέρι στην τσέπη κι έβγαλα τα πέντε φυσίγγια που είχα μαζί. «αυτά μου φτάνουν και περισσεύουν» τους απάντησα δείχνοντας τα δύο εννιάρια δύο εξάρια κι ένα εννιάβολο που παίρνω πάντα μαζί. Άνοιξα το δίκαννο φόρτωσα το εξάρι στην αριστερή κι ένα εννιάρι στην δεξιά και ξεκινήσαμε. Ξεκινήσαμε τρόπος του λέγειν δηλαδή γιατί μόλις πήραμε τον ανήφορο κι έλυσαν τα σκυλιά αυτά άρχισαν να κάνουν σαν τρελά. Τα ‘βλεπα και τα λυπόμουν. Όταν τους ρώτησα από πότε έχουν να βγουν μου απάντησαν πως από πέρυσι τα είχαν στην αυλή του σπιτιού δεμένα. Κατάθλιψη. Η σγούρω η σκύλα μου (γκέκας) το είχε καταλάβει και αυτή και σημασία δεν έδινε στ’ άλλα. Ακλούθαγε δυο βήματα πίσω μου εντελώς βαριεστημένα και με κοιτούσε με ύφος παρακλητικό «ή αφήστε με ή πάμε όλοι πίσω μου ‘λεγε». Δίκιο είχε το σκυλί, τι να λέμε τώρα…
Ανεβαίναμε το μονοπάτι λες και είχαμε βγει εκδρομή για πικ νικ. Τι πέτρες κουτρουβάλαγαν, τι ξερόκλαδα τσάκιζαν, τι χαχανητά και ανέκδοτα ακούγονταν και δώστου τα τσιγάρα το ‘να πίσω απ’ τ’ άλλο είχα αρχίσει να φουσκώνω από τα νεύρα εκτός του ότι ήδη από ώρα είχα αποφασίσει πως δεν θα πάω στα κουμάσια, ούτε στο νερό, ούτε στην βοσκή, αλλά θα πιάναμε ένα δρόμο κι ότι κάτσει. Πράγματι μετά από κανα μισάωρο φτάσαμε εκεί που ήθελα τους έδωσα τις μεριές τους στα περάσματα και τους είπα ν’ αμολήσουνε τους σκύλους. Τρίχες, τα σκυλιά ήταν άχρηστα. Μόλις πιάναν τον ντορό γκλιαφούνιζαν σαν τρελά και τον έχαναν μετά από πενήντα μέτρα και δώστου πάλι. Μόνο η παλιά η καραβάνα η Σγούρω τον κράταγε αλλά την μάζεψα και την γύρισα τα μπρος πίσω κι έφυγε πράγματι μες την καλή χαρά. Εγώ έπρεπε να μείνω για χάρη του μπάρμπα αλλά ο σκύλος δεν μου ‘φταιγε σε τίποτα. Καθίσαμε στα πόστα λοιπόν και κάποια στιγμή όταν ο ήλιος είχε υψωθεί ένα μπόι να σου και με βρίσκει ο ένας από τους δυό. «δεν έχει κυνήγι εδώ» μου λέει «δεν πα να το περπατήσουμε λίγο»; Δέχτηκα με ανακούφιση, ήθελα να τους ξεφορτωθώ και πιάσαμε το ρέμα-ρέμα από τις δυό μεριές στον ανήφορο. Δεν θέλω να θυμάμαι τι έγινε σ’ εκείνο το ρέμα. Θέλω να το ξεχάσω. Περπατούσαν και ντουφέκαγαν ότι πετούσε και ότι περπατούσε. Σε μια ώρα μέσα είχαν αδειάσει από πενήντα φυσίγγια έκαστος. Πόλεμος. Τσίχλες, γερακότσιχλες, κοτσύφια μέχρι και χελιδόνια ντουφέκαγαν. Ε δεν άντεξα άλλο τους βρήκα και αφού τους κατέβασα όλες τις χριστοπαναγίες της μάνας τους και του πατέρα τους, τους παράτησα και πήρα κι εγώ τα μπρος πίσω.
Πίσω στο χωριό ο μπάρμπας με περίμενε στο μπαλκόνι δαγκώνοντας τα μουστάκια του. Η Σγούρω είχε γυρίσει από ώρα πολλή και την ψυλλιάστηκε την δουλειά ο γέρος. «Τι ναι ρε»; Με ρώτησε μόλις κοντοζύγωσα. «τουτους να τους πάρεις και να τους πας από κει που’ ρθαν» του γύρισα φουσκωμένος. «δικά τους τα σμπάρα που ‘πεφταν;» με ρώτησε και όταν του ‘γνεψα πως ναι κατάλαβε ο γέρος.
Φτιάξαμε δεκατιανό να φάμε κι έπεσα για ύπνο να ηρεμίσω γιατί τα νεύρα μου είχαν γίνει τσατάλια. Κατά το μεσημέρι αργά με σκούντηξε ο μπάρμπας. «Σήκω» μου λέει «ετούτοι δεν γύρισαν ακόμα και σμπάρα δεν ακούω, που τους άφησες»; Σηκώθηκα νωχελικά «τι σμπάρα ν’ ακούσεις μωρέ μπάρμπα τ’ αδειάσανε πάνω στα κοτσύφια» του απάντησα αλλά αυτός επέμεινε. «Σήκω και βγες τ’ αγνάντιο, τους άφησες και θα χαθήκανε». Σηκώθηκα ήπια ένα νερό και τράβηξα για τ’ αγνάντιο μπας και ακούσω κάτι. Έμεινα κανα μισάωρο εκεί αλλά τίποτα μέχρι που χτύπησε το κινητό. Ήταν ο μπάρμπας πάλι «τράβα να τους μαζέψεις χαθήκανε κι έχουν βγει στον δρόμο, στον αη Νικόλα πρέπει να ‘ναι απ’ ότι μου ‘δωσαν να καταλάβω. Πάρε τ’ αμάξι και τράβα να τους μαζέψεις». Γύρισα και πήγα στον κουμπάρο μου να πάει αυτός και θα καθόμουν εγώ με τα γίδια. Δεν ήθελα να τους ξαναδώ στα μάτια μου μην και κάνω κανα κακό. Τόσο θυμωμένος ήμουνα. Πράγματι πήρε το αγροτικό ο κουμπάρος και πήγε και τους βρήκε μια ώρα με το αυτοκίνητο μακριά και μια ώρα να γυρίσουν είχε πάρει να πέφτει ο ήλιος πια. Μήτε που γύρισα στο σπίτι να δω τι έγινε. Έμεινα στο μαντρί μέχρι την άλλη μέρα που γύρισα όταν είδα πως έλειπε τ ‘αμάξι τους. Οι δολοφόνοι έφυγαν.
Να απαγορευτεί λοιπόν το κυνήγι σε όλη την επικράτεια. Κανείς μας δεν πεινάει για να έχει την ανάγκη κυνηγιού. Κατσίκια έχουμε, κότες έχουμε, κουνέλια έχουμε, γουρούνια έχουμε, τίποτα δεν μας λείπει ας αφήσουμε τ’ άγρια ήσυχα. Κάθε χρόνο 500.000 άρρωστοι διεστραμμένοι σαν τους προαναφερόμενους, οργώνουν τα βουνά απ’ άκρη σ’ άκρη για να ξεθυμάνουν την αρρώστια τους πάνω στην μάνα φύση. Κάθε χρόνο μιλιούνια από αυτούς αδειάζουν τα ντουφέκια τους πάνω σε ότι κινείται είτε τρώγεται είτε όχι. Κάθε χρόνο η ιεροσυλία επαναλαμβάνεται στ’ όνομα του άθλιου αυτού «σπορ» και της διαστροφικής “ηδονής” των άρρωστων. Κάθε χρόνο λεηλατούν την πανίδα λες και προσπαθούν να μην μείνει τίποτα κι έχουν το θράσος να μιλάνε και για… οικολογία. Αν θέλουν κυνήγι να πληρώσουν και να φτιάξουν κυνηγητικά πάρκα όπου μόνο εκεί μέσα να έχουν δικαίωμα. Η παραπάνω ιστορία δεν είναι κάτι που συνέβη μόνο σ’ εμένα. Είναι μια γενική πραγματικότητα και υπάρχουν και χειρότρα. Τους βλέπω με τα τζιπ τους κάθε σαββατοκύριακο και τρελαίνομαι. Αν θέλουν πόλεμο οι άρρωστοι να πάνε στο Αφγανιστάν να ευχαριστηθούν ντουφεκιές. Αλλά βλέπεις ημερολογιάκι μου εκεί κινδυνεύουν να σκοτωθούν και οι ίδιοι ενώ εδώ ντουφεκάνε ανενόχλητοι. Τα θρασίμια. Οι ιερόσυλοι.
Αχ! φίλε μου πόσο δικαιο έχεις!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήαλλά ποιος ακούει ??
Κανείς! έχει γεμίσει ο τόπος, με το συμπάθιο, μαλ***ς.
δεν μπορεί κάποια στιγμή θ' ακούσουν έστω και αν χρειαστεί να τους ξεκουφάνω τους μαλάκες.
ΑπάντησηΔιαγραφή"Να απαγορευτεί λοιπόν το κυνήγι σε όλη την επικράτεια."
ΑπάντησηΔιαγραφήΠροφανώς. Το λογικό είναι να ορίζονται λίγες περιοχές που επιτρέπεται, όχι λίγες που απαγορεύεται (που τις καταπατάνε κι αυτές).
Το κακό είναι πως το κυνήγι είναι στην κουλτούρα πολλών ανθρώπων, ιδίως στην επαρχία. Είναι συνδεδεμένο με αντριλίκι και μαγκιά. Είναι πολύ δύσκολο να απαλλαγούμε από αυτή τη μάστιγα.
Ο τρόπος, νομίζω, δεν είναι η απαγόρευση (που πρέπει να έρθει βέβαια κι αυτή) αλλά η κοινωνική απαξίωση και περιθωριοποίηση. Να ακούμε κυνηγός και αντί να λέμε "λεβέντης" να λέμε "ξεφτίλας". Χρειάζεται ριζική αλλαγή νοοτροπίας.
@αόρατη μελάνη, συμφωνούμε περί κοινωνικής απαξίωσης. Δεν είναι το κυνήγι η κουλτούρα μακάρι να ήταν. Οι ντουφεκιές είναι και η επίδειξη ακριβών όπλων και σινιέ παρελκόμενων. Η όλη μαγκιά τους περιορίζεται στο ότι προκαλούν θόρυβο πυροβολώντας. σε τίποτα δεν διαφέρουν από κάτι σχιζοφρενείς που βγάζουν τις εξατμίσεις από τα μηχανάκια.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠροτείνω να τούς καλύπτει το ΙΚΑ όλα τα έξοδα για μεγέθυνση πέους. Ίσως έτσι να σταματήσουν να αναζητάνε στα φυσεκλίκια και στις στολές τον ανδρισμό τους.
ΑπάντησηΔιαγραφήπάλι εμείς να τα πληρώσουμε δηλαδή;
ΑπάντησηΔιαγραφήΦίλε μου πίστεψέ με είχα καιρό να δακρύσω διαβάζοντας κείμενο ...
ΑπάντησηΔιαγραφήΑνώνυμε ευχαριστώ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕτσι. Σ' ευχαριστώ γι' αυτό που διάβασα. Μακάρι να υπήρχαν κι' άλλοι σαν και σένα.
ΑπάντησηΔιαγραφή