του ΔΙΟΔΟΤΟΥ
διαβάστε το πρώτο μέρος
ΤΟ "ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ" ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΟΤΙ Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΒΑΣΙΣΤΗΚΕ ΣΤΗΝ ΘΡΗΣΚΕΙΑ
νεοδωδεκαθέου, ούτε η εγκυρότητα που οι ίδιοι προσδίδουν στα σύμβολά τους.
Η θεωρητική -ιστορική- δικαιολόγηση (γιατί υπάρχει και αυτή η πλευρά) που επιχειρείται από τους νεοδωδεκαθεϊστές ως προς την ιδεολογική επιλογή τους και την πρακτική τους, προβάλλει την ελληνική θρησκεία ως το αποφασιστικής σημασίας γενεσιουργό αίτιο του ελληνικού πολιτισμού. Στην πράξη αυτό τίθεται ως ζήτημα, είτε «συνέχειας», είτε «αναβίωσης», είτε «επανεφεύρεσης» τής αρχαιοελληνικής θρησκευτικής πρακτικής. Πρόκειται για επιχείρημα το οποίο αφορά στον χώρο της λαογραφίας, της ιστορίας και της ιστορίας των ιδεών.
Βέβαια και οι τρεις αιτιάσεις περί «συνέχειας», «αναβίωσης», ή
«επανεφεύρεσης» της αρχαιοελληνικής θρησκευτικής πρακτικής δεν είναι δύσκολο να καταρριφθούν:
α) Συνέχεια της ελληνικής θρησκείας δεν μπορεί να υπάρξει γιατί, αυτή είχε ήδη κλείσει τον ιστορικό της κύκλο πολύ πριν την επικράτηση του χριστιανισμού. Αυτό το γνώριζαν οι μορφωμένοι Έλληνες αλλά, το διαισθανόταν και η πλειοψηφία, η οποία είχε βγεί από τον πελοποννησιακό πόλεμο, είτε με περισσότερο σκεπτικισμό για τη θρησκεία, είτε με περισσότερη δεισιδαιμονία και θρησκοληψία. Η θρησκεία της πόλης αποτελεί το ιστορικό αδιέξοδο της ελληνικής θρησκείας: ούτε λίγο ούτε πολύ, είναι η στιγμή κατά την οποία ο Αθηναίος προσεύχεται στην Πρόμαχο Αθηνά για να βγάλει τά άντερα του Σπαρτιάτη, ο οποίος προσεύχεται για τον ίδιο λόγο στην Χαλκίοικο Αθηνά. Μια τέτοια θρησκευτικότητα δεν υπάρχει παρά ως υποχείριο της πολιτικής εξουσίας (ακόμα κι αν αυτή είναι μια αυθεντική άμεση δημοκρατία) και φυσικά θυμίζει θρησκείες νεώτερου τύπου. Από εκεί και μετά η παλινδρόμηση της ελληνιστικής θρησκείας και των στωικών και νεοπλατωνικών θρησκευτικών φαντασιώσεων της ύστερης αρχαιότητας (π.χ. η πίστη ότι τα άστρα είναι θεοί, η πίστη στην προδιαγεγραμμένη μοίρα, ή η πίστη στην ύπαρξη δαιμόνων και στη μαγεία), προετοίμασαν απλώς τον δρόμο για τον χριστιανικό μεσαίωνα (μάλιστα οι θεολογικώς θορυβημένοι στωικοί συνέδραμαν τα μέγιστα ώστε να μήν γίνει δεκτή η ηλιοκεντρική θεωρία που είχε εισηγηθεί και τεκμηριώσει από τον -3ο αιώνα ο Αρίσταρχος από τη Σάμο).
Οι «προσωκρατικοί» φιλόσοφοι είχαν προχωρήσει αρκετά ενωρίτερα σε έναν διαχωρισμό του Μύθου από την θρησκεία, απελευθερώνοντας τις θεμελιώδεις του έννοιες (π.χ. Χάος, Κόσμος, θείον, Ζευς, Ανάγκη κλπ.) από την θρησκευτική τους διάσταση και μετατρέποντάς τες σε επιστημονικές υποθέσεις εργασίας. Επανέφεραν έτσι τον Μύθο στις εγγενείς λογικές καταβολές που είχε, πριν παρεκτραπεί στο ψυχολογικό φαινόμενο της Θρησκείας. Κατʼ αυτόν τον τρόπο γεννήθηκε ο επιστημονικός στοχασμός και ο πολιτισμός εν γένει. Σε αυτή την αποκάθαρση του Μύθου από τη θρησκεία οφείλεται η γέννηση του Επιστημονικού Στοχασμού και ο ελληνικός κλασικός πολιτισμός και όχι φυσικά στη ...θρησκεία. Η ταυτόχρονη γέννηση της πολιτικής σκέψης και του θεάτρου, αλλά και η εικαστική έκρηξη της κλασικής εποχής δεν είναι φαινόμενα που εμφανίστηκαν προοδευτικά αλλά, συνέβησαν με τη μορφή πολιτισμικής κοσμογονίας. Η εκ φύσεως α(ργο)κινησία μιας θρησκείας είναι αδύνατον να προκαλέσει τέτοιες πολιτισμικές ρήξεις. Εδώ θα πρέπει να γίνει ιδιαίτερη μνεία στην ελληνική τέχνη, μια και οι συχνές παραπομπές της στον Μύθο χρησιμοποιούνται ως το κύριο επιχείρημα υπέρ της κεντρικής σημασίας, που είχε δήθεν η θρησκεία στον ελληνικό πολιτισμό. Αντιθέτως με ό,τι πιστεύεται, οι Έλληνες δεν παρήγαγαν ποτέ θρησκευτική τέχνη. Η σχετική με τη «θρησκεία» τέχνη τους, ήταν απλώς η αφορμή για να διαπραγματευθούν τις θεμελιώδεις έννοιες του Μύθου, αφού πρώτα τον είχαν διαχωρίσει και αποκαθάρει από το θρησκευτικό φαινόμενο. Οι Παρθενώνες δεν είναι θρησκευτική τέχνη και δεν οφείλονται σε κανένα θρησκευτικό συναίσθημα. Είναι μια δήλωση κορυφαίας συλλογικής συνειδητότητας , που αντηχεί στους αιώνες. Ο Παρθενώνας είναι θείος, όπως και το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Διός στην Ολυμπία, όχι ως «θεόπνευστη» θρησκευτική καλλιτεχνία αλλά, επειδή η απόσταση που καλύφθηκε ως προς αυτή την εκπληκτικά γόνιμη κατανόηση και ανάδειξη των συμβόλων τους, διανύθηκε εκτός θρησκείας, στο επίπεδο της φιλοσοφικής-επιστημονικής επίγνωσης (άλλωστε ο Παρθενώνας υψώθηκε μόνο αφού είχαν τεθεί οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτικού, επιστημονικού και φιλοσοφικού στοχασμού και όχι πιο πριν). Οι Φυσικοί φιλόσοφοι της Ιωνίας και οι συνεχιστές τους Σοφιστές υπήρξαν (στη συντριπτική πλειοψηφία τους) ολοκληρωμένοι επιστήμονες γιατί, δεν είδαν κάποια ανακολουθία στην διαδοχή της Μυθικής αντίληψης του Κόσμου από την Επιστημονική αλλά, τις θεώρησαν ως ένα συνεχές. Αφού αποκάθαραν τον Μύθο από τη θρησκεία, τον επανέφεραν στις αρχικές ορθολογικές του προδιαγραφές και τον έκαναν προπομπό της Επιστήμης. Ογκόλιθοι του Στοχασμού, όπως ο Ηράκλειτος, ή ο Πρωταγόρας, διατύπωναν τη σκέψη τους με τρόπο που να εκπληρώνονται τόσο οι ανάγκες της ποίησης και του Μύθου, όσο και του φιλοσοφικού-επιστημονικού συλλογισμού.
Σε ό,τι αφορά δε την «θρησκευτικότητα» των φιλοσόφων, το πολύ να προέτρεπαν για συμμετοχή στις δημοτελείς εορτές, είτε γιατί αναγνώριζαν κάποιον συνεκτικό για την κοινωνία ρόλο τους, είτε γιατί απλώς δεν ήθελαν να προκαλέσουν το κοινό αίσθημα. Η προσωπική τους όμως στάση απέναντι στο θρησκευτικό φαινόμενο ποίκιλε από σκεπτικισμό μέχρι απροκάλυπτη αμφισβήτηση. Υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι αντιμετώπιζαν και διώξεις για θρησκευτικούς λόγους: π.χ. ο Αναξαγόρας καταδικάστηκε σε θάνατο γιατί δίδασκε ότι ο Ήλιος είναι «λίθος διάπυρος» κι ότι η Σελήνη δεν είναι αυτόφωτη αλλά απλώς αντανακλά το φως του (η ποινή μετατράπηκε σε εξορία μόνο χάρις στην παρέμβαση του Περικλή- βλ. π.χ. το κλασικό σύγγραμμα του E.R. Dodds, Οι Έλληνες και το Παράλογο). Μετά από αυτούς, η παγανιστική θρησκεία ακολούθησε μια αναμενόμενη εκφυλιστική φθίνουσα πορεία συγχώνευσης με τον ανατολίτικο μυστικισμό, την ανατολίτικη μοιρολατρεία και δεισιδαιμονία και εξελίχθηκε φυσιολογικότατα σε αυτό που σήμερα ονομάζουμε χριστιανισμό.
β) Αναβίωση της ελληνικής θρησκείας δεν μπορεί να υπάρξει γιατί αγνοείται σχεδόν το σύνολο του τελετουργικού της σώματος. Οποιαδήποτε απόπειρα «αναβίωσης» της ελληνικής θρησκείας δύσκολα θα αποφύγει τον χαρακτηρισμό της απάτης (βλ. υποτιθέμενες «αρχαιοελληνικές» γιορτές, που έχουν επινοήσει διάφοροι αρχιερείς του νεοδωδεκαθέου, εν είδει αρχαιοελληνικών ...χριστουγέννων κλπ. -«γιορτές» για την καθιέρωση των οποίων βασίζονται μόνο στην άγνοια και στην ευπιστία των οπαδών τους και για τις οποίες δεν έχουν να επικαλεστούν απολύτως καμία επιστημονική βιβλιογραφία).
γ) «Επανεφεύρεση» της ελληνικής θρησκείας είναι επίσης αδύνατον να συμβεί. Αν συμβεί κάτι τέτοιο (και φαίνεται ότι οι νεοδωδεκαθείστές είναι αποφασισμένοι να το επιτύχουν με κάθε τρόπο) δεν θα πρόκειται φυσικά για επανεφεύρεση της ελληνικής θρησκείας αλλά, για κάτι άλλο που συνειρμικά μόνο θα παραπέμπει σε αυτή. Γιʼ αυτό προκρίναμε εξʼ αρχής τον όρο «νεοδωδεκάθεο» για να προσδιορίσουμε ονομαστικά το φαινόμενο.
Όσο για τη λαογραφική συνέχεια του ελληνισμού, δεν διεκόπη ποτέ και δεν υπάρχει λόγος να την ψάχνουμε. Είναι μπροστά μας. Οι περισσότεροι από αυτούς τους όψιμους λαογράφους του καναπέ, «συνεχιστές», «αναβιωτές», «επανεφευρέτες» αρχιερείς κλπ. του δωδεκαθέου δεν γνωρίζουν καν να χορεύουν δημοτική μουσική.
Ενώ την πνευματική συνέχεια του ελληνισμού, υπάρχει πράγματι σοβαρός λόγος να την ξαναβρούμε. Ας την αναζητήσουμε λοιπόν εκεί που αποδεδειγμένα την έχει ήδη βρεί ένα μεγάλο κομμάτι της ανθρωπότητας: στην παιδεία και στην αδογμάτιστη σκέψη θα ανακαλύψουμε τους θεούς (το θείον) της Ελλάδας. Εκεί και στην παμμήτειρα Φύση είναι πλέον τα ιερά τους.
Και όχι προσπαθώντας να μπούμε δυο φορές στο ίδιο ποτάμι: δις εις τον αυτόν ποταμόν ουκ αν εμβαίης.
Συνέχεια στο τρίτο μέρος
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.
ΑπάντησηΔιαγραφή