ΤΟΥ ΠΑΝΟΥ ΘΕΟΔΩΡΙΔΗ
Ανήσυχος άνθρωπος. Εζησε την εποχή του θαρρείς και απαιτούσε λύτρα από αυτόν. Με τη δική του λογική, ακαταπόνητος και καταπονημένος ταυτόχρονα, είχε ένα δώρο σταλμένο από τον ουρανό. Ηξερε να μιλήσει απλά, να συμπιέσει κάτω από μια κοινοτοπία, μεταλλάσσοντας απλώς έναν τόνο, μια στίξη, ένα κλικ, ένα στιχάκι σε μια κοσμαγάπητη αρχή. Μέσα του υπήρχε μια μηχανή, μια γεννήτρια γνωμικών. Βοηθούσε και η φωνή του, αλλά και ο τρόπος που οργάνωνε τις νότες του. Ηταν υπάκουος στην προσωδία, σεβόταν περισσότερο το λόγο, τη μουσική την αισθανόταν υποτακτική του ανθρώπινου ύφους. Σε πιο έντονο βαθμό το έκανε ο Τζιμάκος. Αλλά τον Ρασούλη κανένας δε θα τον μπέρδευε με ένα μεταπολεμικό κομπέρ. Δεν είχε καμία διάθεση να σαρκάσει, να σατιρίσει. Πόναγε. Το «Πότε Βούδας, πότε Κούδας» και τα «Δήθεν» με πείθουν απόλυτα.
Φυσικά, ο Μανώλης Ρασούλης έζησε τον τεταραγμένο του βίο σε συνθήκες νεοελληνικής αναστάτωσης. Του ήταν αδύνατον να πράξει αυτό που κάλυπτε πάντα τους συνέλληνες: να φερμαριστεί στην κοινωνία ως πολιτειολόγος - μουσικοσυνθέτης, ως ζωγράφος - οδοντίατρος, ως μυαλοπώλης και πλασιέ μεταφυσικών εννοιών. Φλέρταρε με το βουδισμό, με τον ινδουισμό, έψαξε ρίζες μεταξύ Εβραίων και Κρητικών, του άρεσαν οι αναζητήσεις αλλά και οι επιθέσεις. Μόνο σε αυτό το τελευταίο, επειδή εύκολα συγχωρούσε εχθρούς και εύκολα θεωρούσε εχθρούς αυτούς που αδιαφορούσαν για την ύπαρξή του, βρήκε το μεγαλύτερο εμπόδιο του βίου του. Ηταν σχετικά ολιγογράφος κι έτσι οι κοινωνικοί του αντίπαλοι, σοφώς διευρυμένοι και άφθονοι, είχαν πάντα περισσότερους συμμάχους. Και καθώς ο ίδιος εύκολα κατέτασσε στους αντιπαλους του ακόμη και αυτούς που έκαναν ένα «κιχ» το οποίο δε σεβόταν ο ίδιος, τον άφησαν στον καταραμένο (στην Ελλαδα) χώρο του περιθωρίου. Περιθώριο στην Ελλαδα είναι αυτός που πεινάει ή κινδυνεύει να πεινάσει και ο περίγυρος σχολιάζει «καλά να πάθει». Ανευ λόγου. Οπως προικισμένος στην Ελλαδα είναι ο σαχλαμπίχλας που όλοι τον συγχωρούν, τον λυπούνται, λένε «το καημένο το παιδί, να το βοηθήσουμε». Πάλι άνευ λόγου.
Τελευταία φορά τον αντάμωσα στην εφημερίδα, τέλος του 2009. Μιλήσαμε καμιάν ώρα και ήταν πάντα ζωντανός, απαισιόδοξος, ορμητικός και αφανής. Ολα τα στοιχεία που συνήργησαν να πεθάνει μόνος και να τον βρουν μετά από μέρες. Πριν από ένα χρόνο, ανησυχώντας για την κατάσταση στη χώρα, κατέθεσε στο μπλογκ του αυτό το κείμενο: http://rasoulis.blogspot.com/2010/03/blog-post_05.html. Παραπέμπω να το διαβάσει όποιος επιθυμεί, επειδή περιέχει μερικές «ανάγωγες» λέξεις και κάποιος μπορεί να προσβληθεί. Ανευ λόγου.
Η δική του οδύσσεια δύσκολα θα βρεί τον Ομηρό της, επειδή θαρρεί κανένας πως την ιστορία του την έγραψε για να την καταλάβουν οι σύντροφοί του, που όμως είχαν γίνει γουρούνια στις κοιλάδες της Κίρκης. Την Κίρκη του αυτή φρόντισε και τη στόλισε αθυρόστομα και με γενναιότητα, αλλά αυτηνής τις μέρες ζούμε τώρα και πρέπει να φυλαγόμαστε, όσοι ζωντανοί.
Καληνύχτα, Μανώλη Ρασούλη. Σε λίγο μεγαλώνει ανυπόφορα το φεγγάρι -προλαβαίνεις να απορροφηθείς, όπως επιθυμούσες, από την αστρική ύλη
Πολύ ωραίο κείμενο (αν κι ο Θεοδωρίδης πάντα γράφει ωραία).
ΑπάντησηΔιαγραφήναι είναι καλός ο Θεοδωρίδης.
ΑπάντησηΔιαγραφή