Η πολιτική δραστηριοποίηση Μίκη Θεοδωράκη και Βασιλείου Μαρκεζίνη
Ο Σπίθας και το Παιδί Φάντασμα την εποχή του Μνημονίου
του ΔΗΜΗΤΡΗ ΨΑΡΡΑ
Μέχρι πρόσφατα γνωρίζαμε ότι ο Μίκης Θεοδωράκης είχε στενή σχέση με έναν μόνο «σερ», τον χαρισματικό «σερ Μπιθί» του λαϊκού πενταγράμμου, τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Εδώ και μήνες παρατηρούμε τη σύγκλιση του παλαίμαχου μουσικού με έναν πραγματικό «σερ», έναν Ελληνα δηλαδή που έχει λάβει τον τίτλο αυτό για τις υπηρεσίες του προς τη βασίλισσα Ελισάβετ, τον Βασίλειο Μαρκεζίνη.
Και αν ο Θεοδωράκης δεν έλειψε ποτέ από την ελληνική πολιτική επικαιρότητα τα τελευταία 50 χρόνια, ο Μαρκεζίνης κάνει σήμερα τα πρώτα του βήματα, αλλά με ρυθμούς καταιγιστικούς. Αν δεν υπήρχε η Μαριάννα Βαρδινογιάννη που με τις παντοειδείς κοινωνικές δραστηριότητές της μονοπωλεί σχεδόν καθημερινά το τελευταίο δεκάλεπτο των ειδήσεων στα μεγάλα κανάλια, ασφαλώς πρωταγωνιστής στο ίδιο τηλεοπτικό χρόνο θα αναδεικνυόταν ο Βασίλειος Μαρκεζίνης. Ο κ. Μαρκεζίνης δεν είναι βέβαια τυχαίος άνθρωπος. Νομικός και ακαδημαϊκός με αναγνωρισμένη ευρυμάθεια και διεθνή καριέρα, αποφάσισε σχετικά πρόσφατα να στρέψει το ενδιαφέρον του στην πολιτική ζωή της Ελλάδας και με συνεχείς παρεμβάσεις (βιβλία και συνεντεύξεις) να προτείνει λύσεις για την έξοδο της χώρας από την κρίση. Το εντυπωσιακό γεγονός είναι ότι όλο το φάσμα των μέσων ενημέρωσης δείχνει ενδιαφέρον για τις προτάσεις του (Mega, Star, ANT1, Βήμα, Εθνος, Ελεύθερος Τύπος, Ελευθεροτυπία, Παρόν, κλπ), όσο κι αν από πρώτη ματιά οι σκέψεις του αποκλίνουν από την πολιτική γραμμή που υποστηρίζει το καθένα απ’ αυτά.
Από την άλλη πλευρά ο Θεοδωράκης εξακολουθεί να απολαμβάνει το δημόσιο θαυμασμό και την τηλεοπτική προβολή για το τεράστιο καλλιτεχνικό του έργο, αλλά τα κανάλια δεν έδωσαν ανάλογη προσοχή στην εξαγγελία του πολιτικού του κινήματος («Σπίθα», Κίνηση Ανεξάρτητων Πολιτών). Βέβαια ο Θεοδωράκης δεν έχει λόγους να απογοητεύεται. Την τρίωρη σχεδόν ιδρυτική του Διακήρυξη για τη Σπίθα φιλοξένησε σε δώδεκα σελίδες η Ελευθεροτυπία (4.12.2010), ενώ και την πιο πρόσφατη ομιλία του αναπαρήγαγε σε δυο σελίδες μεγάλου σχήματος η Ελεύθερη Ωρα (19.1.2011).
Ο παραλληλισμός της πορείας των δύο ανδρών δεν είναι αυθαίρετος. Τη σύνδεση κάνουν οι ίδιοι με κάθε ευκαιρία, ενώ ο ένας παρουσιάζει τα βιβλία και τις απόψεις του άλλου με θαυμαστικά σχόλια και επαίνους. Ο Μαρκεζίνης περιλαμβάνει μάλιστα στο βιβλίο του ως «παράρτημα» τους ύμνους που του απευθύνει ο Θεοδωράκης, ο οποίος τον κατατάσσει στους «πνευματικούς θησαυρούς που διαθέτει σήμερα η χώρα μας». Από την πλευρά του ο Θεοδωράκης καλεί τον Μαρκεζίνη να παρουσιάσει το δικό του βιβλίο και εκείνος μαζί με τους ύμνους εξηγεί ότι «παρότι με τον Μίκη ξεκινήσαμε από διαφορετικά σημεία της πυξίδας, με την πάροδο του χρόνου συναντηθήκαμε κάπου στη μέση».
Σημειωτέον ότι και οι δύο πέρα από την προσοχή των μέσων ενημέρωσης έχουν εξασφαλίσει και τη στήριξη συγκεκριμένων επιχειρηματικών ομίλων. Ο μεν Μαρκεζίνης του Πάνου Λασκαρίδη που του διαθέτει τη Μεγάλη Βρετανία για τις πολιτικές του συγκεντρώσεις, ενώ ο Θεοδωράκης του ομίλου Κυριακίδη-Λαυρεντιάδη, μέσω της ΜΚΟ του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων «Ρωμηοσύνη».
Βέβαια τόσο ο κ. Θεοδωράκης όσο και ο κ. Μαρκεζίνης δεν είναι αυτό που θα λέγαμε «νέο αίμα» στην πολιτική. Εχουν συγκεκριμένη και πολυσυζητημένη πορεία. Ο πρώτος πέρασε από όλα τα κόμματα του πολιτικού φάσματος έως ότου καταλήξει υπουργός της αλήστου μνήμης κυβέρνησης Μητσοτάκη, ενώ ο δεύτερος άργησε να εμφανιστεί στην πολιτική σκηνή γιατί τον βάραινε το άγος της συμμετοχής του πατέρα του Σπύρου Μαρκεζίνη ως δοτού πρωθυπουργού στην κυβέρνηση του δικτάτορα Παπαδόπουλου την περίοδο της σφαγής του Πολυτεχνείου το Νοέμβρη του 1973. Φυσικά δεν είναι υπεύθυνος ο ίδιος για τις πολιτικές επιλογές του πατέρα του. Αλλά με δική του απόφαση ο Βασίλειος εμφανίζεται ως συνεχιστής του Σπύρου Μαρκεζίνη και διεκδικεί την πολιτική του αποκατάσταση. Μιλώντας στον Παύλο Τσίμα κ. Μαρκεζίνης θα επικαλεστεί και πάλι τον φίλο του: «Υπάρχουν άνθρωποι όπως ο κ. Θεοδωράκης και ο κ. Κύρκος οι οποίοι έχουν πει ότι η επιχείρηση που έκανε [σ.σ. ο Σπύρος Μαρκεζίνης] με τον Παπαδόπουλο για να επαναφέρει τη δημοκρατία είναι κρίμα –αυτές είναι οι φράσεις του κ. Θεοδωράκη- που δεν επέτυχε. Αλλά είχε και τα λάθη του. Το ένα λάθος ήταν ότι κάλυψε το Πολυτεχνείο ενώ δεν είχε καμία ευθύνη» (Mega, 28.10.2010).
Βέβαια σημασία δεν έχει τόσο η πορεία των πολιτικών ή των στοχαστών παρά το τι ακριβώς λένε σήμερα και αν πραγματικά προτείνουν λύσεις στα κρίσιμα προβλήματα που σωρεύει η κυβερνητική πολιτική τα τελευταία χρόνια. Για το περιεχόμενο των θέσεων που προβάλλει από τα βιβλία του ο κ. Μαρκεζίνης παραπέμπουμε στην εύστοχη (όσο και απελπιστικά μοναχική) κριτική του Νίκου Χρυσολωρά στην Καθημερινή (12.12.2010), όπου επισημαίνονται τα κλισέ, η περιαυτολογία, η ανάπτυξη θεωριών συνωμοσίας και οι επαναλήψεις, ενώ ο αρθρογράφος θεωρεί «δυσερμήνευτο» και αναρωτιέται «για ποιο λόγο τέτοιες απόψεις συνεχίζουν να τυγχάνουν τόσο μεγάλης προβολής από τα ελληνικά μίντια». Προσθέτουμε ότι τα βιβλία αυτά διανθίζονται με έντονες προσωπικές επιθέσεις και προσωπικούς χαρακτηρισμούς για όσους διαφωνούν με τις απόψεις του «σερ» (π.χ. τον κ. Βερέμη), ενώ η υποστήριξή του προς τον Κώστα Καραμανλή φτάνει στο σημείο να χαρακτηρίζει «εξέγερση» την προσέγγισή του με τη Ρωσία και να την παρομοιάζει με την «εξέγερση της επονομαζόμενης Ανοιξης της Πράγας»…
Η Διακήρυξη Θεοδωράκη -ίσως και εξαιτίας του μεγέθους της- δεν έτυχε καμιάς ανάλογης κριτικής, με αποτέλεσμα να της αποδίδει καθένας αυτά που «θα περίμενε» από τον Θεοδωράκη, σύμφωνα με την εικόνα που έχει πλάσει για την προσωπικότητα του μουσικού. Και έτσι εμφανίζονται ως υποστηρικτές της Σπίθας πολιτικά στελέχη που αυτοπροσδιορίζονται σε όλο το φάσμα της πολιτικής σκηνής: από την ακροδεξιά μέχρι την εξωκοινοβουλευτική αριστερά.
Αν όμως μπει κανείς στον κόπο να διαβάσει την πολυσέλιδη Διακήρυξη θα διαπιστώσει ότι κι εδώ έχουμε ένα κακογραμμένο κείμενο, το οποίο έχουν ασφαλώς συντάξει περισσότεροι του ενός, με αποτέλεσμα να περιλαμβάνονται αντιφατικές θέσεις, αλληλοσυγκρουόμενες προτάσεις και κακοχωνεμένες αναλύσεις μερίδας του Τύπου. Την ίδια στιγμή που η Σπίθα ζητάει μείωση των αμυντικών δαπανών, απαιτεί και «να οχυρωθούμε σαν αστακοί». Κατά την εκφώνηση της Διακήρυξης ο χαρισματικός Θεοδωράκης το διαπίστωσε σε κάποια στροφή του λόγου του και μιλώντας εκτός κειμένου μουρμούρισε ότι «αυτό έρχεται σε κατάφωρη αντίθεση με όσα είπα προηγουμένως» για να προσθέσει αμέσως χαριτολογώντας: «γι’ αυτό είμαι άνθρωπος των αντιθέτων».
Αλλά όλοι αυτοί που τόσο εύκολα σπεύδουν να τον ανακηρύξουν σε νέο Κολοκοτρώνη καλό θα ήταν να προσέξουν ότι μεταξύ των προτάσεών του είναι και η πρόταση της συνεκμετάλλευσης από Ελλάδα και Τουρκία των πετρελαίων του Αιγαίου. Ενα από τα πρώτα μέτρα που εισηγείται είναι να επισκεφτεί ελληνική αντιπροσωπεία την Αγκυρα για «την εξέταση μεμονωμένων ή κοινών προσπαθειών για την εκμετάλλευση πιθανών κοιτασμάτων».
Ταλαντευόμενος μεταξύ της γνωστής του θέσης υπέρ της ελληνοτουρκικής φιλίας και της πιο δημοφιλούς τουρκοφοβικής στάσης, ο Θεοδωράκης προσπαθεί να ικανοποιήσει τους πάντες. Όπως ποζάρισε στη βεράντα του σπιτιού του αγκαλιά με τον Ερντογάν και τον Παπανδρέου πριν ξιφουλκήσει κατά των «επίβουλων» Τούρκων και του «κατοχικού» πρωθυπουργού, τώρα εφευρίσκει ότι δεν είναι εχθροί μας οι Τούρκοι, αλλά «οι Αμερικάνοι που τους βάζουν».
Παρασυρμένος από τον ενθουσιασμό του ο Μίκης θα πει από μικροφώνου και ορισμένες ατάκες που δεν περιλαμβάνονται στο επίσημο κείμενο της Διακήρυξης. Μιλώντας για τη μειονότητα στη Θράκη θα ξεπεράσει ακόμα και τον πιο ακραίο εθνικιστή: «Πολλοί λένε ότι πρέπει να σεβόμαστε τη θέληση των ανθρώπων για την καταγωγή τους. Εγώ θα έλεγα: θες να είσαι Τούρκος; Πήγαινε στην Τουρκία». Τη φράση του σκέπασε το χειροκρότημα των παρισταμένων. Και συνέχισε γελώντας: «Τι κάθεσαι και υποφέρεις;» Στο ίδιο μήκος κύματος και ορισμένα κείμενα που προβάλλει η επίσημη ιστοσελίδα της Κίνησης Ανεξάρτητων Πολιτών. Ανάμεσά τους και η θέση ότι «καλός ως αρχή ο φράκτης των 12,5 χλμ., θα χρειαστεί όμως να επεκταθεί σε όλο το μήκος των συνόρων στον Εβρο».
Και βέβαια δεν λείπουν από την επιχειρηματολογία της Διακήρυξης και όλοι οι μεταπολιτευτικοί μύθοι, με πρώτη-πρώτη την (ανύπαρκτη) δήλωση Κίσινγκερ περί «επίθεσης στον ελληνικό πολιτισμό και την ελληνική γλώσσα», για τη χρήση της οποίας έχει ζητήσει συγνώμη ακόμα και ο Γιάννης Μαρίνος. Αλλά ο Μίκης την τροποποιεί και εμφανίζει τον Κίσινγκερ να στρέφει τα βέλη του ειδικά κατά του ελληνικού πολιτιστικού κινήματος της δεκαετίας του ’60, δηλαδή εναντίον του ίδιου. Τώρα πώς συμβιβάζεται το ξαναζέσταμα της πλαστής δήλωσης με τον νεότερο ισχυρισμό του Θεοδωράκη ότι οι Αμερικάνοι την εποχή εκείνη (δηλαδή τον Ιούνιο του 1974) του είχαν αναθέσει την αποστολή να πείσει τον Καραμανλή να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας (ομιλία στο ΡΕΞ, 17.1.2011), αυτό ας αποδοθεί στον «άνθρωπο των αντιθέσεων».
Αυτά όλα ασφαλώς ικανοποιούν το ακροδεξιό ακροατήριο. Αλλά η αριστερά; Αυτή ανακάλυψε στον Θεοδωράκη τον ηγέτη του αντιμνημονιακού αγώνα. Αλλά κανείς δεν πρόσεξε ότι η Διακήρυξη ταυτίζεται απολύτως με την άποψη Σαμαρά για την κρίση; Οτι δηλαδή αποδίδει τη σημερινή κρίση στην κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου το 1981 και τη σημερινή του Γιώργου Παπανδρέου, απαλλάσσοντας τις ενδιάμεσες και κυρίως του Κώστα Καραμανλή.
Οσο για τις συγκεκριμένες προτάσεις «ανυπακοής» που εξαγγέλλει ο Θεοδωράκης, εκείνη που βγάζει μάτια είναι η υπόδειξή του προς τους πολίτες να μην πληρώνουν φόρους! Πραγματικά αξιοπρόσεκτη πρόταση για την έξοδο από μια κρίση που οδηγηθήκαμε (μεταξύ άλλων) και εξαιτίας της προκλητικής φοροδιαφυγής και φοροαπαλλαγής των οικονομικά ισχυρών.
Στην πραγματικότητα υπάρχει ένα κόκκινο νήμα που συνδέει τις αναλύσεις και των δύο προβεβλημένων προσωπικοτήτων (Μαρκεζίνη και Θεοδωράκη). Είναι η πρόταση ότι τη λύση στην κρίση θα τη δώσει η ανάδειξη των «αρίστων», οι οποίοι θα αναλάβουν τη διακυβέρνηση της χώρας και οι οποίοι μέχρι σήμερα έχουν μείνει αναξιοποίητοι. «Κατά την άποψή μου», γράφει ο Θεοδωράκης, «το μέγιστο λάθος που μας ακολουθεί σε όλη τη διάρκεια του ελληνικού έθνους είναι η συστηματική περιφρόνηση από μέρους των πολιτών προς τους αρίστους, με συνέπεια την επιλογή των μετριοτήτων και συχνά ανίκανων στις θέσεις όλων αυτών που αποτελούν την καθηστηκυία τάξη, στην οποία ένα λαός εμπιστεύεται τις τύχες του». Περιττό να πούμε ότι ο ένας προβάλλει ως «άριστο» τον άλλο, ενώ κανείς τρίτος «άριστος» δεν κατονομάζεται.
Ποιοί είναι λοιπόν αυτοί οι άριστοι δεν γνωρίζουμε ακόμα. Το μόνο δεδομένο είναι ότι μεταξύ των «αρίστων» δεν θα βρίσκονται τα σημερινά πολιτικά στελέχη. Αλλά τότε πώς θα προκύψουν οι «άριστοι»; Από ποιες διαδικασίες και με ποιανού την επιλογή; Πρόκειται για μια άποψη που προβάλλει εδώ και πολύ καιρό ο Γιώργος Καρατζαφέρης, ο οποίος λειτουργεί πολύ συχνά ως «λαγός» του πολιτικού συστήματος και ως έμπειρος διαφημιστής ρίχνει στην πολιτική αγορά ιδέες και ό,τι πιάσει. Με επιμονή τους τελευταίους μήνες υποστηρίζει τη συγκρότηση κυβέρνηση «αρίστων», ενώ στα πρόσωπα που συγκαταλέγει μεταξύ των αρίστων προβάλλει συστηματικά μόνον ένα, αυτό του σερ Μαρκεζίνη. «Πιστεύω ότι η συνδρομή ικανών, ολοκληρωμένων, φωτεινών και δημιουργικών προσωπικοτήτων όπως του κ. Β. Μαρκεζίνη, θα ήταν καταλυτική για την Ελλάδα», θα δηλώσει στις 27.10.2010. Και λίγες μέρες αργότερα θα συμπληρώσει: «Απαιτείται η δημιουργία οικουμενικής κυβέρνησης, για να βρούμε ικανούς ανθρώπους. Υπάρχουν προσωπικότητες. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να είναι ο Βασίλης Μαρκεζίνης» (8.11.2010).
Εδώ βρίσκουμε ίσως και τη λύση του μυστηρίου με την έντονη προβολή των θέσεων αυτών των δύο φίλων από τα μέσα ενημέρωσης. Η «κυβέρνηση των αρίστων» είναι μια από τις εναλλακτικές λύσεις του κυρίαρχου συντηρητικού πολιτικού συστήματος μπροστά στον ορατό κίνδυνο να κινητοποιηθεί μαζικά ο λαϊκός παράγοντας και να επιβάλει αυτός τις δικές του λύσεις. Με την ευγλωττία που τον διακρίνει είχε διατυπώσει αυτό το φόβο ο κ. Μαρκεζίνης. Αποκρούοντας την ιδέα να συγκροτηθεί οικουμενική κυβέρνηση από όλα τα κόμματα (ή συνασπισμός των δύο μεγαλύτερων), αντιπρότεινε την αναζήτηση ανθρώπων με φαντασία για να προκύψει «επανάσταση νοοτροπίας, επανάσταση ιδεών», έτσι ώστε «να μην καταλήξουμε στην πιο οδυνηρή από όλων των ειδών τις επαναστάσεις: την επανάσταση του πεζοδρομίου».
Κατά σύμπτωση αυτά τα λόγια του σερ Μαρκεζίνη εκφωνήθηκαν κατά την παρουσίαση του (αυτό)βιογραφικού βιβλίου του Μίκη Θεοδωράκη (25.11.2010). Τον τρόμο μπροστά στον λαϊκό ξεσηκωμό επιβεβαίωσε ο «σερ» και στη συνέντευξή του στο Mega: «Το πρώτο θέμα είναι να βρεθεί ένας τρόπος ήρεμος και οργανωμένος να αλλάξει το πολιτικό κατεστημένο. Αυτό είναι πολύ δύσκολο να γίνει, αλλά πρέπει να γίνει ήρεμα και μελετημένα για να μη γίνει αλλιώς βίαια, δηλαδή μέσω του πεζοδρομίου».
Ετσι εξηγείται το γεγονός ότι οι πρώτοι παλιοί πολιτικοί που έσπευσαν να συνταχθούν με το κίνημα των «αρίστων» και να δώσουν το παρών στης εκδηλώσεις της Σπίθας δεν ήταν άλλοι από τον Στέλιο Παπαθεμελή και τον Πάνο Καμμένο.
Γράφτηκε στις 25.1.2011
Συγγνώμη, αλλά με τόσα που γράφονται δεν είναι λογικό να μη δημοσιευτεί ποτέ αυτό το άρθρο; Λάβρος είναι κατά των δύο ανδρών. Δε θα διαφωνήσω πουθενά. Ο ένας ποτέ δε μυθοποιήθηκε από εμένα -και όσα έργα του διάβασα με βρήκαν αντίθετο κυρίως λόγω του μετανεωτερικού εθνικισμού που μεταχειρίζεται- και ο άλλος απομυθοποιήθηκε πολλά χρόνια όταν καλούνταν να ψηφίσει τον Καραμανλή για Πρόεδρο Δημοκρατίας.
ΑπάντησηΔιαγραφήλογικό δεν είναι, αναμενόμενο ναι.
ΑπάντησηΔιαγραφή