Πολύκαρπος Παριορίτσας (Eκδόσεις Ενάλιος)
Μέσα στην μαζική υπερπαραγωγή τής ψευδο-ϋπαρξιακής, απρόσωπης -και με εμφανή θεματολογική πενία- νεοελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής τών τελευταίων δεκαετιών αποτέλεσε ευχάριστο ξάφνιασμα η έκδοση του μυθιστορήματος «Ματωμένες ασπίδες» τού νέου συγγραφέα Πολύκαρπου Παριορίτσα.
Η διήγηση αφορά στο καθοριστικότερο ίσως γεγονός της Ευρωπαϊκής Ιστορίας: την απόκρουση των βαρβαρικών ορδών από Αθηναίους και Πλαταιείς στην πεδιάδα του Μαραθώνα το 490 π.Χ. και την ανάσχεση της περαιτέρω προέλασής τους στην Ευρώπη (όπου, ως γνωστόν, δεν υπήρχε τότε κανείς άλλος λαός ικανός να τους σταματήσει).
Το συγγραφικό αυτό εγχείρημα αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σπουδαιότητα αν αναλογιστεί κανείς πως το ιστορικό μυθιστόρημα με αρχαιοελληνική θεματολογία δεν έχει καλλιεργηθεί σοβαρά στην Ελλάδα (μια χώρα κατεξοχήν γνωστή για το παγκόσμιας εμβέλειας κλασικό παρελθόν της, παρά για το πολιτισμικά αυτιστικό παρόν της). Το κλασικό αυτό παρελθόν της Ελλάδας θα μπορούσε να προμηθεύσει με μια σχεδόν αστείρευτη θεματολογία, την καλλιέργεια, όχι μόνο μιας σχετικής λογοτεχνίας, αλλά και ενός εξίσου σχετικού και σπουδαίου κινηματογράφου (πράγματα τα οποία έχουν επιτύχει άλλοι λαοί με πολύ μικρότερη παγκόσμια συνεισφορά, παρουσιάζοντας την -ιστορική τους-«τρίχα» ως ολόκληρη «τριχιά»).
Μέχρι σήμερα, από τους σπουδαιότερους συγγραφείς που έχουν καταπιαστεί με το απαιτητικό αυτό λογοτεχνικό είδος (που προϋποθέτει, όχι μόνο «πένα» αλλά και εις βάθος ιστορική γνώση) κανείς δεν ήταν ελληνικής καταγωγής. Δύο παλαιότερα γνωστά παραδείγματα αποτελούν οι γλαφυροί Μαίρη Ρενώ και Ρόμπερτ Γκρέηβς. Πιο πρόσφατοι είναι ο Αμερικανός Στήβεν Πρέσφηλντ (γνωστός κυρίως για τη συναρπαστική προσέγγισή του στη μάχη των Θερμοπυλών) και ο Βρετανός Ουάλλας Μπρημ (γνωστός για την εξίσου συναρπαστική προσέγγισή του στην κατάρρευση τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και του –βασισμένου κατά μεγάλο μέρος στην Ελλάδα- πολιτισμού που αυτή αντιπροσώπευσε). Όπως ήταν αναμενόμενο λόγω της ζήτησης, η εν Ελλάδι αγορά του βιβλίου έχει κατακλυστεί και από αρκετά προχειρογραμμένα σκουπίδια του είδους (μερικά εκ των οποίων είναι γραμμένα από νεοέλληνες).
Υπ’ αυτή την έννοια το εγχείρημα του Πολύκαρπου Παριορίτσα αποτελεί πραγματικό τόλμημα, αφού ο συγγραφέας θα συγκριθεί αναπόφευκτα με λογοτεχνικούς ογκόλιθους, όπως οι προαναφερθέντες. Αλλά και με τον σωρό της «αρπαχτής» των εκδοτικών οίκων, οι οποίοι τα τελευταία χρόνια πλασάρουν νεόκοπους «αρχαιογνώστες» μυθιστοριογράφους σε ένα αναγνωστικό κοινό, τόσο διψασμένο, όσο και αδαές. Και από τις δύο παραπάνω συμπληγάδες, ο συγγραφέας καταφέρνει να περάσει πανάξια, με μερικές μόνο –όπως άλλωστε και η Αργώ- αμυχές.
Αλλά ας επιστρέψουμε στο βιβλίο. Ας ξεκαθαριστεί από την αρχή ότι δεν πρόκειται για άλλη μία νεοελληνική εθνικιστική κορώνα από αυτές που κατά καιρούς μάς έχουν βομβαρδίσει, προσβάλλοντας τη νοημοσύνη μας. Ο χειρισμός του θέματος από τον συγγραφέα είναι τέτοιος, ώστε αποφεύγεται η κατρακύλα στην γραφικότητα του εθνικισμού και, συνακόλουθα, στον γελοίο και καλλιεργημένο από την προπαγάνδα συνειρμό τού πόσο σπουδαίος λαός υπήρξαν δήθεν ανέκαθεν οι Έλληνες. Αντιθέτως με ό,τι έχουμε συνηθίσει, ο συγγραφέας εμμένει πεισματικά στην γενεσιουργό ουσία του Ελληνικού Πολιτισμού και όχι στο σημερινό -δημιουργημένο από την προπαγάνδα- γραφικό επιφαινόμενό του. Έτσι η σύγκριση των αρχαίων με τους σημερινούς ΄Ελληνες, υποδηλώνεται αδιάκοπα μέσα στην αφήγηση και αποβαίνει συντριπτική για τους τελευταίους (οι οποίοι θα πρέπει κάποτε να πάψουν να κομπορρημονούν για τους καταξιωμένους προγόνους τους και να κοιτάξουν στον καθρέφτη την βυζαντινορωμέϊκη κενότητά τους).
Αλλά ποιά είναι η ουσία του Πολιτισμού, για τον οποίο πολέμησαν οι Έλληνες στον Μαραθώνα; Ο συγγραφέας δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι πρόκειται για την αυθεντική ελευθερία τους δηλαδή, την άσκηση τής πολιτικής εξουσίας άμεσα και απευθείας από την αυτοθεσμιζόμενη συλλογικότητα τών πολιτών (και όχι υπηκόων) χωρίς την πολιτική «μεσιτεία» κανενός «αντιπροσώπου», «εκφραστή», «κυβέρνησης», κλπ.. Σε αυτή την αυθεντική κοινωνική αυτονομία, οι ήρωες του έργου, ο αφηγητής Αισχύλος, ο αδελφός του, Κυναίγειρος, ο πατέρας τους Ευφορίων κ.α. αποδίδουν τα θεωρούμενα σήμερα ως επιτεύγματα του Ελληνικού Πολιτισμού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η πατρίδα υπέρ της οποίας πολέμησαν οι αρχαίοι Έλληνες εναντίων τών βαρβάρων γίνεται κάτι χειροπιαστό και συγκεκριμένο, μια όαση όπου η ανθρώπινη ύπαρξη ολοκληρώνεται και κατακτά την πληρότητα (και όχι απλώς μια αφελή «ευτυχία», ή έναν εξίσου αφελή «παράδεισο»). Αντίθετα με το σήμερα, όπου η αυθεντική έννοια τής πατρίδας έχει εκφυλιστεί στην χυδαία ιδεολογική αφαίρεση, την οποία προπαγανδίζει το νεώτερο ευρωπαϊκό «εθνοκράτος».
Το βιβλίο είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο. Αφηγητής είναι ο ποιητής Αισχύλος, που πολέμησε στον Μαραθώνα και έχασε εκεί τον αδελφό του. Μέσα από τα λεγόμενά του ζωντανεύουν οι εκπληκτικές προσωπικότητες που ανέδειξε η Αθήνα της εποχής του, ο Μιλτιάδης, ο Αριστείδης, ο ποιητής Φρύνιχος κ.α..
Ο λόγος τών πρωταγωνιστών τού έργου αποκτά συχνά μια χροιά ιδεαλισμού. Κάποιες φορές, μάλιστα, κλαίνε, όπως άλλωστε κάνουν συχνότατα και οι τρομεροί πολεμιστές των ομηρικών επών. Κάτι το οποίο ίσως ξενίσει όσους έχουν συνηθίσει στην πιο «ρεαλιστική» -και «κινηματογραφικώς» οικεία - ομιλία των πρωταγωνιστών π.χ. του Πρέσφηλντ. Ωστόσο η συγκινησιακή φόρτιση δεν ξεπέφτει ποτέ στον μελοδραματισμό και γι’ αυτό δεν αποβαίνει ποτέ εις βάρος της ουσίας: οι διάλογοι ποτέ δεν ξεφεύγουν από το κεντρικό πολιτικό ζήτημα του μυθιστορήματος.
Μάλιστα, η πλήρης πολιτικών/πολιτισμικών συσχετισμών δημηγορία του Μιλτιάδη αμέσως πριν δώσει την διαταγή για την κρίσιμη έφοδο της οπλιτικής φάλαγγας, καταχωρείται κατευθείαν στις μεγάλες στιγμές του ιστορικού μυθιστορήματος: «Τί είναι πατρίδα, άντρες; […] Δεν είναι καν ο τόπος. Πατρίδα είναι ο καθένας από εσάς χωριστά και όλοι μαζί […] Πατρίδα είναι ο διπλανός σας στον στοίχο […] Στον στοίχο, άνδρες, δεν πολεμάμε για να σώσουμε τη ζωή μας, πολεμάμε για να σώσουμε τη ζωή του διπλανού μας. Ποιός θα εμπιστευθεί τη ζωή του σε εμένα, άνδρες; […] Σε ποιόν θα εμπιστευτώ τη ζωή μου άνδρες; Ποιός θα είναι η πατρίδα μου; […] όλοι ξέρουμε πόσο δοξάζονται οι Ολυμπιονίκες και πως σε όλη την Ελλάδα θεωρούνται ήρωες ή ακόμη και ημίθεοι. Σήμερα θα γίνετε όλοι Ολυμπιονίκες. Οπλίτης δρόμου είναι το αγώνισμά σας και θα νικήσετε όλοι σας. Σήμερα θα δοξαστείτε το ίδιο με τους τιμημένους Ολυμπιονίκες και ακόμη περισσότερο, άνδρες Αθηναίοι και Πλαταιείς».
Τέτοια λόγια μόνο από αυθεντικούς, δηλαδή αυτοκυβερνώμενους, πολίτες μπορούν να γίνουν κατανοητά. Στους υπόλοιπους, τους υπήκοους, τους ψηφοφόρους, τους «φιλάθλους», τους καταναλωτές άρτου και θεαμάτων, τούς αγόμενους και φερόμενους τού σύγχρονου κοινοβουλευτικού ολιγαρχισμού, ή της μεγαλομανιακής εθνικιστικής υστερίας, μόνο κούφια πατριδοκάπηλα συνθήματα μπορεί να πετάξει κανείς.
Ως προς τον ιστοριογραφικό κορμό των εξιστορουμένων, ο συγγραφέας ακολουθεί την «επίσημη»–και προβληματική σε ορισμένα σημεία- ηροδότεια εκδοχή. Σύμφωνα με την οποία οι Σπαρτιάτες δεν ανταποκρίθηκαν έγκαιρα στο αίτημα των Αθηναίων για στρατιωτική βοήθεια, λόγω του ότι προτίμησαν να τελέσουν πρώτα μια σημαντική γιορτή τους. Η εκδοχή του Ηροδότου οφείλεται σε προκατάληψη, κάτι που έχει επισημανθεί ήδη από την αρχαιότητα (βλ. Πλουτάρχου, «Περί της Ηροδότου κακοηθείας»). Για την ιστορία ας αναφέρουμε ότι ο λόγος που οι Σπαρτιάτες δεν πρόλαβαν να αποστείλουν έγκαιρα στρατιωτική βοήθεια υπήρξε η μή έγκαιρη ειδοποίησή τους: η παραγκωνισμένη ολιγαρχική μερίδα της Αθήνας καιροσκοπούσε προβάλλοντας προσχήματα που καθυστέρησαν την αποστολή αιτήματος βοήθειας στη Σπάρτη, πιστεύοντας ότι οι Πέρσες όταν νικούσαν θα εγκαθίδρυαν μια εντόπια φιλοπερσική τυραννία.
Ωστόσο, οι πάντα ετοιμοπόλεμοι Σπαρτιάτες, αμέσως μόλις ειδοποιήθηκαν, διένυσαν με μια φρενήρη πορεία τριών μόλις ημερών την απόσταση μέχρι τον Μαραθώνα (ήτοι πάνω από εβδομήντα χιλιόμετρα την ημέρα, πιθανότατα τροχάδην με πλήρη οπλισμό…) και έφτασαν ασθμαίνοντες το βράδυ της ημέρας της μάχης. Από την άλλη ο Μιλτιάδης βιάστηκε να δώσει τη μάχη χωρίς να περιμένει τους Σπαρτιάτες γιατί, φοβόταν μην εκδηλωθεί φιλοπερσικό ολιγαρχικό πραξικόπημα στα μετόπισθεν, ενόσω ο στρατός θα έλειπε στον Μαραθώνα. Η υιοθέτηση της πραγματικής αυτής εκδοχής ίσως θα έδινε ακόμα μεγαλύτερη έμφαση στην αναπαράσταση των ενδοαθηναϊκών κοινωνικών συγκρούσεων και του πολεμικού πυρετού. Θα κατεδείκνυε επίσης ότι οι μαραθωνομάχοι αγωνίστηκαν σε δύο μέτωπα, ένα εσωτερικό και ένα εξωτερικό. Αλλά αυτά ανήκουν στις «αμυχές» του βιβλίου, που λέγαμε (την ηροδότεια εκδοχή ακολουθεί εξάλλου και ο Πρέσφηλντ όταν παρουσιάζει τον Λεωνίδα να διώχνει όσους Έλληνες δήθεν έκρινε άσκοπο να πολεμήσουν, ενώ στην πραγματικότητα –όπως έχει τεκμηριωθεί από αρχαίους και νεώτερους μελετητές- επρόκειτο για μαζική εγκατάλειψη θέσης από τους τελευταίους).
Εκεί όπου οι ιστοριογραφικές πηγές δεν βοηθούν με λεπτομέρειες, ο συγγραφέας αποδεικνύεται γνήσια ευρηματικός και άκρως απολαυστικός. Έτσι σκηνές, όπως η πρώτη οπτική «αναμέτρηση» των δύο στρατών, με την συντονισμένη μεταλλική κλαγγή των σιδηρόφρακτων οπλιτών να «ταπώνει» την αντίστοιχη των κατάπληκτων και υπεροπτών Περσών, καταφέρνει να γίνει από τις αρχετυπικές τής σοβαρής ιστορικής μυθιστοριογραφίας. Το ίδιο ισχύει για σύμπασα την περιγραφή της σύγκρουσης, όπου η αναπαράσταση της ιδιάζουσας ψυχικής κατάστασης/καταληψίας εκείνου που πολεμάει βρίσκεται σε στενή συνάφεια με την περιγραφή της μάχης.
Ο πόλεμος δεν έχει τίποτα το μεγαλειώδες: ο ιδρώτας από την υπερπροσπάθεια, το αίμα που αναπηδά από ένα κομμένο μέλος, η διαδεδομένη ούρηση ή αφόδευση λόγω φόβου, οι αβάσταχτες κραυγές των θανάσιμα πληγωμένων, είναι δοσμένα χωρίς ωραιοποιήσεις, όπως στα μυθιστορήματα των «μαιτρ» του είδους.
Η στρατιωτική εκπαίδευση των αυθεντικά ελευθέρων πολιτών αναπαρίσταται με τρόπο που να αναδεικνύεται συνεχώς ο στόχος της: οι ευφυέστατες ειρωνείες των εκπαιδευτών και των «παλιών» απέναντι στα «στραβάδια» έχουν σαν σκοπό να τά παρακινήσουν στο να γίνουν ολοκληρωμένοι οπλίτες/πολίτες και όχι να τά εκμηδενίσουν (όπως σε έναν σημερινό στρατό) σε αναλώσιμα στρατιωτάκια/κρέας για τα όπλα κάποιων εξουσιαστών. Η εισαγωγή των ανδρών στη στρατιωτική ζωή γίνεται με μια μεγαλοπρεπή πάνδημη τελετή (κάτι ιστορικώς εξακριβωμένο) και όχι στα μουλωχτά, σε κάποια σημερινά στρατόπεδα/καταγώγια. Οι οπλίτες μαθαίνουν αποκλειστικά την πολεμική τέχνη και δεν καταντούν αγγαρειοδόχοι και παιδιά για τα θελήματα, όπως σε έναν σημερινό στρατό. Φυσικά, αυτά τα συλλογικά ήθη δεν κατασκευάστηκαν κατά ιδεολογική, ή ηθικολογική παραγγελία αλλά, είχαν ως αποκλειστικό γενεσιουργό υπόβαθρο μια εντελώς άλλου τύπου κοινωνία, αυτοκαθοριζόμενων υποκειμένων.
Επίσης οι προβληματισμοί και οι διαξιφισμοί των Αθηναίων πολεμικών ειδικών γύρω από την δέουσα πολεμική τακτική, όπως αναπαριστώνται από τον συγγραφέα, φανερώνουν το πώς λειτουργούν και αποδίδουν οι θεσμοί μιας αυθεντικής δημοκρατίας. Φανερώνουν όμως κυρίως ότι, οι λαοί αναδεικνύουν πάντα τους ηγέτες που τους ταιριάζουν: ο Μιλτιάδης, ο Λεωνίδας, ή ο Θεμιστοκλής δεν έπεσαν ως σωτήρες εξ’ ουρανού αλλά κυοφορήθηκαν στα σπλάχνα των κοινωνιών τους.
Αλλά και άλλα ζητήματα, όπως οι θεοφάνειες του Πανός που αναφέρονται και από τον Ηρόδοτο, πραγματεύονται από τον συγγραφέα με έναν απολύτως αιτιοκρατικό (και καθόλου μεταφυσικό και θρησκευόμενο) τρόπο. Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει επίσης για τον τρόπο που ο συγγραφέας παρουσιάζει τις ριζοσπαστικές σκηνοθετικές καινοτομίες του Αισχύλου.
Η σύγκρουση στον Μαραθώνα δεν ήταν «εθνική», «θρησκευτική», «πολιτισμική» και όλα αυτά τα ύποπτα που επινοούνται κατά περίπτωση για να ιδεολογικοποιήσουν, ή να εξωραϊσουν τον πόλεμο και να πείσουν τις ανθρωπομάζες να αλληλοσφαχτούν πρόθυμα για ξένες προς αυτές υποθέσεις. Ήταν πρωτίστως μια σύγκρουση μεταξύ μιας συλλογικότητας αυθεντικά ελευθέρων ανθρώπων και ενός στρατού σκλάβων.
Το βιβλίο προβάλλει με διαύγεια και δύναμη αυτή την υπόπτως αποσιωπημένη πλευρά της Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας. Εν ολίγοις θα πρέπει να επισημάνουμε ότι πρόκειται για το πρώτο σοβαρό ιστορικό μυθιστόρημα αρχαιοελληνικής θεματολογίας στην νεοελληνική λογοτεχνία Και έτσι αρχίζει να καλύπτεται ένα –αδικαιολόγητο- κενό στη νεοελληνική βιβλιογραφία. Αλλά επειδή ένα χελιδόνι δεν φέρνει την άνοιξη, ελπίζουμε ότι τώρα άνοιξε ο δρόμος και για άλλους.
Θεόδωρος Α. Λαμπρόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σκέψου δυο φορές πριν σχολιάσεις. Διαβάζεις ένα διαδικτυακό προσωπικό ημερολόγιο του οποίου η ανάγνωση ΔΕΝ είναι υποχρεωτική. Βαριέμαι τ' ανούσια μπλα μπλα και δαγκώνω όταν μου χαλάνε την ησυχία. Θα μπορούσα να έχω κλείσει τον σχολιασμό αλλά ακόμα νομίζω πως υπάρχουν κάποιοι που όντως έχουν κάτι να πουν κι εύχομαι να είσαι ένας από αυτούς αλλά οι πιθανότητες είναι λίγες και γι αυτό σου λέω: Για να μην σε φάει η μαρμάγκα σκέψου δυο φορές πριν σχολιάσεις, σαν να δίνεις εξετάσεις. Αλλιώς άστο καλύτερα!