Καταγγελία δοσμένη αριστοτεχνικά στο παρακάτω κείμενο που αλίευσα στην μπλογκόσφαιρα, είναι η βλακεία που μας δέρνει. Δεκαοχτώ αιώνες σκλαβιάς δεν λένε να ξεκολλήσουν από το πετσί μας. Γι αυτό και έχουμε όλο αυτόν τον τραγέλαφο να μας κυκλώνει. Λίγοι εδώ, λίγοι εκεί, κάποιοι ταξιτζήδες, κάποιοι οικοδόμοι, κάποιοι δημόσιοι υπάλληλοι, η χούντα είναι ακόμα δίπλα μας, μέσα μας.
Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ
και μυρσίνη συ δοξαστική
μη παρακαλώ σας μη
λησμονάτε τη χώρα μου!
Το πρωί της 25 Νοεμβρίου του 2005, κατέβαινα με ένα ταξί τη Βουλιαγμένης για να παραλάβω το καινούριο μου αυτοκίνητο. Είχα περάσει ένα χρόνο χωρίς αμάξι, με αποτέλεσμα να κυκλοφορώ αρκετά με ταξί και συχνά έπιανα την κουβέντα με τους ταξιτζήδες. Εκείνος ο διάλογος όμως της τελευταίας κούρσας με έκανε να συνειδητοποιήσω κάποια πράγματα που ήταν χρόνια μέσα στα μούτρα μου και δεν τα έβλεπα.
Ο διάλογος με τον γύρω στα 55 με 60 οδηγό, είχε ξεκινήσει με αφορμή κάτι έργα που γίνονταν εκείνη την περίοδο στη Βουλιαγμένης και είχαν σαν αποτέλεσμα να έχουν μειωθεί κάποιες λωρίδες από την κίνηση. Έλεγε τα γνωστά περί αληταράδων, που το μόνο που ξέρουν να κάνουν είναι να ενοχλούν τον κόσμο, χωρίς να προσφέρουν τίποτα και διάφορες γκρίνιες. Εγώ πάλι που είχα το μυαλό μου στο ότι δεν θα ξαναείχα σχέσεις για αρκετό καιρό με την κίτρινη φυλή λόγω του καινούριου τουτού, προσπαθούσα να τον ηρεμίσω λέγοντάς κάτι χαριτωμένα μεν, χωρίς καθόλου νόημα για το δικό του σκεπτικό και για το θέμα στο οποίο προσπαθούσε να καταλήξει δε, περί του ότι και τα έργα χρειάζονται και ότι κάτι καλό θα γίνει, ενώ η ενόχληση είναι προσωρινή και διάφορα τέτοια. Αυτός αρνούνταν πεισματικά να δεχτεί το οτιδήποτε θετικό με εντελώς αστήριχτα επιχειρήματα τύπου "γιατί, πότε έγινε κάτι της προκοπής για να γίνει και τώρα;" και διάφορα άλλα.
Αργότερα, το γύρισε στο αφού τελειώσουν τα έργα και ότι θα τα παρατήσουν όλα χάλια, με το δρόμο γεμάτο τρύπες και λοιπά, και πριν προλάβω να του πω άσε πρώτα να τελειώσει το έργο και το συζητάμε μετά, αλλά έχοντας καταφέρει να δημιουργήσει εικόνα απόλυτου χάους και κυρίως ασυδοσίας, μου πετάει την επωδό των μισών και πλέον ελληνικών συζητήσεων: "Αυτά, ρε φίλε, επί Παπαδόπουλου δεν γινόντουσαν, τότε υπήρχε μία τάξη"!
Το αν υπήρχε ή όχι τάξη επί Παπαδόπουλου στο συγκεκριμένο θέμα -αν δηλαδή οι εργάτες δημοσίων έργων έκλειναν τις τρύπες τελειώνοντας το έργο- δεν το γνωρίζω, αλλά, τελικά, δεν έχει και σημασία. Ο τύπος εννοούσε τελείως άλλο πράγμα από αυτό που τελικά είπε. Άλλη ήταν η τάξη που του έλειπε.
Όταν το 1967 ο ανωτέρω συνταγματάρχης και η παρέα του κατέλυσαν το Σύνταγμα και τη Δημοκρατία, η κατάσταση στη χώρα μας δεν ήταν η καλύτερη δυνατή, αλλά δεν ήταν και στα χειρότερά της. Ήδη από το 1963 με την κατάκτηση του βραβείου νόμπελ από τον Γιώργο Σεφέρη είχε αρχίσει κάτι να αλλάζει. Η Αθήνα είχε άρχιζε να αποκτά μία έφεση στις τέχνες και τα γράμματα, να γνωρίζει κάποιους ποιητές, Έλληνες και ξένους, και να ασχολείται κατά τι παραπάνω με την μόρφωση και την παιδεία. Αυτό, βέβαια, είχε σαν αποτέλεσμα και το να πλησιάσει ιδεολογικά την, κοσμοπολίτικη τότε, αριστερά. Γενικώς κυκλοφορούσαν αρκετοί ελευθεριάζοντες.
Σε ένα ντοκιμαντέρ που είχα δει κάποτε στη ΝΕΤ, ο δημοσιογράφος είχε ασχοληθεί με το πολιτιστικό έγκλημα της χούντας. Έλεγε για το κιτς που επικράτησε, για τη φίμωση ανθρώπων που είχαν ανακαλύψει κάτι παραπάνω από το αρνί το Πάσχα και γενικώς για το πόσο πίσω μας πήγε πολιτιστικά αυτή η επταετία των στρατιωτικών. Σκεφτόμουν όμως εγώ τότε, γιατί ύστερα από τόση καταπίεση και μάλιστα πάνω στην πιο ακμαία φάση -μόλις αρχίσαμε να έχουμε την επαφή- δεν μας βγήκε εκατό φορές πιο δημιουργικά μετά την πτώση; Και αφού είχαμε κάνει τόσα άλματα, πως καταφέραμε να αντέξουμε επτά χρόνια;
Ο Νίκος Δήμου έγραφε κάποτε ότι η μαύρη μέρα της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας δεν ήταν η 21η Απριλίου αλλά η 22η. Αντιγράφω από το βιβλίο "Οι Δρόμοι μου":
"Την άλλη μέρα το πρωί σηκώθηκα χαράματα και πήρα τους δρόμους. «Δεν μπορεί», σκεπτόμουν «από κάπου θα ξεκινήσει η αντίδραση». Οραματιζόμουν ποτάμια λαού να κατηφορίζουν προς το Σύνταγμα σε μία έστω σιωπηλή διαδήλωση διαμαρτυρίας.
Τίποτα. Οι οικοδόμοι, οι μαχητικοί οικοδόμοι που έκαναν τις κυβερνήσεις να τρέμουν, ήταν πρώτοι και καλύτεροι στις δουλειές τους. Οι φίλοι, που τους τηλεφώνησα από το γραφείο, ήταν όλοι στο «περίμενε» και στο «άσε να δούμε». Ήταν ο αιφνιδιασμός, ήταν η κούραση από τις συνεχείς πολιτικές διαμάχες, ήταν η έλλειψη δημοκρατικής παιδείας και ανακλαστικών; Ένιωσα μία πικρή γεύση απογοήτευσης".
Αλλά μήπως και επταετής παραμονή της χούντας στην εξουσία, ήταν αποτέλεσμα σκληρής διακυβέρνησης, η οποία απέτρεψε το όποιο αντιστασιακό κίνημα; Η χούντα στην Ελλάδα, παρ' ότι δεν ήταν αγία, οπωσδήποτε ήταν light σε σχέση με εκείνη του Φράνκο στην Ισπανία ή ακόμα και του Κάστρο στην Κούβα και σε θύματα αλλά και σε βασανισμούς. Χωρίς να υποτιμώ νεκρούς ή βασανισμένους έχουν υπάρξει και χειρότερα.
Ακόμα και το ξεκίνημα της πτώσης της -και όχι η πραγματική της πτώση, όπως νόμιζα μέχρι πριν από μερικά χρόνια- με τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιας μαζικής εκδήλωσης, παρά μονάχα κάποιων φοιτητών, που κλείστηκαν στο ίδρυμα κατά λάθος, μετά από ένα λάθος συναγερμό στη Νομική. Βέβαια όποιον και να ρωτήσεις σήμερα, θα σου πει ότι ήταν μέσα εκείνο το βράδυ της 17ης Νοεμβρίου, σε σημείο που το Πολυτεχνείο να φαντάζει σαν να έχει μεγαλύτερο campus και από το πανεπιστήμιο του Michigan.
Η πραγματικότητα όμως, περιγράφεται κάπως σε μια ταινία με τον Κώστα Βουτσά -δυστυχώς μου διαφεύγει ο τίτλος- στην οποία αυτός έχει ένα μικρό μαγαζάκι και ο αδερφός του είναι αντιστασιακός. Αυτός παίζει ένα φοβισμένο ανθρωπάκι που θέλει απλώς να κάνει τη δουλειά του και δεν τον ενοχλεί τίποτα. Μέχρι που τη νύχτα του Πολυτεχνείου, αναγκάζεται να βγει έξω επειδή έχει μείνει μόνος του και τρώει μια σφαίρα στον κώλο. Αυτό τον έκανε αντιστασιακό;
Όμως σαν το χαρακτήρα που έπαιξε ο Κώστας Βουτσάς ήταν οι Έλληνες στην καλύτερη περίπτωση. Φοβισμένα και αμόρφωτα ανθρωπάκια, που είχαν έρθει στην Αθήνα ελπίζοντας σε ένα κομμάτι ψωμί και δεν τους ενδιέφερε τίποτα άλλο. Η όλη εξέλιξη και η πρόοδος, ήταν για αυτούς τρομακτικά πράγματα, που δεν τα σήκωναν. Άλλωστε και ο δικτάτωρ ήταν σαφής: Δεν κινδυνεύει κανείς που κοιτάει τη δουλειά του και δεν ενοχλεί.
"Τι πάει να πει ελευθερία λόγου και κουραφέξαλα. Εγώ κάνω τη δουλειά μου"; Αυτό ήταν και είναι το μόνο άγχος στην Ελλάδα και οι συνταγματάρχες το είχαν αφουγκραστεί πολύ καλά. Ο Έλληνας θέλει πολύ συγκεκριμένα πράγματα για να είναι ευτυχής. Θέλει μια θέση στο δημόσιο και ένα σπίτι. Η κυβέρνηση που θα του τα εξασφαλίσει αυτά θα του λείπει για μια ζωή έτσι και πέσει και ας έχει καταστρέψει εν τω μεταξύ το σύμπαν. "Με την ελευθερία γεμίζει το στομάχι"; "Και τι σε νοιάζει εσένα; Άσε τον κόσμο να καίγεται". "Τι δουλειά έχουμε εμείς με τους κομμουνιστές";
Αυτή την αίσθηση της ασφάλειας έδωσε ο Παπαδόπουλος και κατάφερε να παραμείνει εφτά χρόνια. Ο μέσος Έλληνας δεν ενδιαφέρεται για πολλά πολλά, ούτε και ανέχεται περίεργες συμπεριφορές. "Και τι έγινε άμα δεν σε αφήνει να έχεις μακριά μαλλιά, να κουρευτείς. Είναι αυτός λόγος για να επαναστατήσεις"; "Και τι έγινε που δεν μπορείς να πεις δημόσια τη γνώμη σου; Κράτα τη για την πάρτη σου". "Και γιατί να βάλεις κοντή φούστα";
Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια. Δε νομίζω να κατάφερε ποτέ σύνθημα στην Ελλάδα να ενώσει τόσους πολλούς ανθρώπους όσο αυτό. Όλα τα άλλα είναι επικίνδυνα και πρέπει να παταχθούν.
Και βέβαια το εθνικό σπορ του κουτσομπολιού, έγινε καθήκον. Είδες κάτι; Πες το μας και καθαρίζουμε εμείς. Το κάνεις που το κάνεις με το γείτονα, το φίλο, τον πελάτη, γιατί να μην ωφελήσεις και την πατρίδα σου; Στην ταινία "Θα σε κάνω βασίλισσα" ο Θανάσης Βέγγος λέει μια πολύ χαρακτηριστική ατάκα στον υπάλληλό του. Ο τελευταίος τον έχει δει να φοράει το ψεύτικο μουστάκι και ο Βέγγος, για να μην γίνει ρεζίλι αφού το έχει βάλει για το θείο της γυναίκας του που τον νομίζει νεκρό, του λέει ότι έχει πρόβλημα με τα πολιτικά. Οπότε εκείνος νομίζει ότι είναι αριστερός και εκδηλώνεται. Του λέει λοιπόν ο Βέγγος: "Α, ρε λαγό που έβγαλε η μουστάκα. Έτσι να τελειώσω με το θείο ρε Γεράσιμε και σου τάζω ένα καρφί, να, σα λαμπάδα".
Για τον περισσότερο κόσμο μόνο κατ' ευφημισμόν ήταν χούντα. Ένιωθαν ασφάλεια -τώρα με τον Παπαδόπουλο δεν κουνιέται κανένας. Παράδεισος. Είχαν διώξει μακριά το φάντασμα του κομμουνισμού και είχαν αφοσιωθεί στο γνωστό τρίπτυχο, κάτι για το οποίο ήταν σίγουροι ότι ήταν σωστό, αφού έτσι έκαναν και οι παππούδες τους. Είχαν αποδεχτεί τόσο πολύ την έννοια του ρουφιάνου, που το θεωρούσαν φυσιολογικό. Όλοι σήμερα λένε ότι δεν τολμούσες να μιλήσεις γιατί δεν ήξερες ποιος ήταν ο διπλανός. Πως τυχαίνει ρε παιδί μου να μην μου έχει πει ποτέ κανένας "εγώ έδινα κόσμο";
Με τη χούντα, η επαρχιώτικη νοοτροπία της μη προόδου αλλά της πεπατημένης των προγόνων, σταμάτησε να δυσφορεί με την εξέλιξη που ελάμβανε χώρα και, ουσιαστικά, ήρθε στην εξουσία. Με τον Παπαδόπουλο -άνθρωπο καθαρά επαρχιώτη και "επαρχιώτη"- ηγέτη, είχαν πάρει το αίμα τους πίσω. Δεν υπήρχε τώρα τίποτα που να τους ενοχλεί και ό,τι δεν καταλάβαιναν, ήταν σίγουρα κάτι που έπρεπε να παταχθεί.
Όταν η δικτατορία ανετράπη και το Πολυτεχνείο έγινε η κολυμπήθρα του Σιλωάμ για όλες τις τυχών ενοχές, φάνηκε και το πραγματικό μας πρόσωπο. Ο πολιτισμός μας περιορίστηκε στην παραγωγή σκυλάδικων της εθνικής, ελαφρολαϊκών και, αργότερα, βιντεοταινιών. Η πολυπόθητη και άρτι επανακτηθείσα ελευθερία του λόγου και της σκέψης δεν κατάφερε ποτέ να δημιουργήσει ένα κλίμα σαν και εκείνο που άφησε με την έλευση της χούντας. Τα σποραδικά δείγματα ποιότητας ήταν ανάλογα με τον αριθμό των ανθρώπων που πραγματικά ήθελαν την ανατροπή. Οι μαχητικοί οικοδόμοι που έκαναν τις κυβερνήσεις να τρέμουν βολευόντουσαν καλύτερα με την τάξη που αποζητούσε ο ταξιτζής, παρά με τα κόκκινα πανό στο Σύνταγμα.
Οι συνταγματάρχες, όσο και αν δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε, νίκησαν. Το βλέπεις στο ύφος αρκετών ανθρώπων, μάλιστα ανθρώπων που έζησαν την επταετία, όταν γίνεται κάποια αναφορά στο πως θα τιμωρούνταν κάποιος για κάτι έστω και ελαφράς απόκλισης, αν ήταν "στα πράγματα" ο Παπαδόπουλος. Τους βλέπεις να φουσκώνουν από χαρά, σκεπτόμενοι να τραβάνε οι μπάτσοι έναν μακρυμάλλη από τα μαλλιά σέρνοντας στην γενική ασφάλεια, σκεπτόμενοι έναν πατέρα να μπορεί να χαστουκίσει στο δρόμο την κόρη του για δύο πόντους λιγότερους στη φούστα της σε όποια ηλικία και αν είναι, σκεπτόμενοι την πολυπόθητη τάξη που είχε επιβάλλει ο Παπαδόπουλος.
Η ξεκάθαρη επιτυχία της χούντας φαίνεται και από άλλες, λιγότερο εμφανείς, καταστάσεις. Από την ανοχή σε φασιστικές συμπεριφορές, από τη στήριξη της αστυνομίας σε ακροδεξιές οργανώσεις, από την είσοδο του ΛΑΟΣ στη βουλή, από την προβολή του κάθε Πλεύρη και Γεωργιάδη. Και κυρίως από τη σιωπή σε κατάφορες αδικίες, όπως στην περίπτωση της απόσυρσης του βιβλίου της Έρσης Σωτηροπούλου από τις σχολικές βιβλιοθήκες. Διαβάστε απόφαση δικαστή, προσέξτε επιχειρήματα (δεν σχολιάζω την ορθογραφία) και πείτε μου σε ποια δημοκρατική χώρα του κόσμου θα άφηναν αυτόν τον άνθρωπο στη θέση του.
Η μόνη επανάστασις του Παπαδόπουλου ήταν ότι κατάφερε να μη γίνει ποτέ καμία πραγματική επανάσταση. Και σε αυτό κερδίζει μέχρι και σήμερα και θα κερδίζει όσο κάποιοι νοσταλγούν την τάξη που τους παρείχε και ξεσπάνε σε φανταστικές λακκούβες.
Λίαν εύστοχο κείμενο, με πολλές πικρές αλήθειες.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο ότι ο νεοέλληνας κρύβει επιμελέστατα μέσα του έναν αξιοθρήνητο κομπλεξικό φασιστάκο, έναν θλιβερό πνευματικώς σακάτη μικροαστό, έναν βυζαντινό "ελληνοχριστιανό" υπάνθρωπο, που τρέμει κάθε έννοια εξέλιξης ("καλής" και "κακής"), χρειάστηκε να ζήσω για λίγο στο εξωτερικό, για να το συνειδητοποιήσω.
Ο νεοέλληνας είναι επιρρεπής στον φασισμό. Τόσο στο να δέχεται τον φασισμό όταν χέζεται σαν κοτούλα από τις φοβίες του, όσο και στο να τον εξασκεί νταηλίδικα-όταν φυσικά "τον παίρνει".
Η χούντα των συνταγματαρχών δεν είναι το μοναδικό εθνικό πισωγύρισμα που μας έχει συμβεί. Υπάρχει και ιστορικό προηγούμενο: η παράδοση της χώρας στους Οθωμανούς, ακριβώς τη στιγμή που ανεμένετο ο εκδυτικισμός της, το πολιτισμικό της άλμα και η έξοδός της από τον μεσαίωνα.
Θα κλείσω με ένα ντοκουμέντο που αποδεικνύει τί έκαναν οι «δημοκρατικοί» αντίποδες του ελληνοχριστανικού φασισμού τις ημέρες της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, το 1973.
Πρόκειται για το κατάπτυστο κείμενο της ΚΝΕ (γνωστής μετέπειτα και ως …ΚΝΑΤ), που χαρακτήριζε ως προβοκάτορες τους καταληψίες του Πολυτεχνείου. Βρίσκεται στο φύλλο αρ. 8, Νοέμβριος 1973, της «Πανσπουδαστικής». Φυσικά όταν είδαν ότι ένα πλήθος από «μαλλιάδες» συγκεντρώνονταν εξαγριωμένοι γύρω από και μέσα στο Πολυτεχνείο, οι Δαμανάκησες και οι Λαλιώτηδες πήραν εντολή από τους κομματάρχες τους να πάνε κι αυτοί, για να καπελώσουν και για να μπορέσουν οι κομματικές στρούγκες τους να κλέψουν μεταπολιτευτικά την «δόξα».
Το εμετικό αυτό «πολιτικό» κείμενο το αφιερώνω στους «προδεφτικούς» αντίποδες του βυζαντινισμού:
http://www.anarchy.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=104&Itemid=60
πικρές αλήθειες Κλείτορα
ΑπάντησηΔιαγραφήμου άρεσε
Σε ευχαριστώ πολύ που το αναδημοσίευσες και το έκανες με διεύθυνση πηγής.
ΑπάντησηΔιαγραφή