Η ροκ υπήρξε ένα από τα δημοφιλέστερα μουσικά ιδιώματα όλων των εποχών και επίσης μια από τις τρεις κυριότερες διεθνείς μουσικές «γλώσσες» των τελευταίων εκατό ετών (οι άλλες δύο είναι η τζαζ και η κλασική).
Προήλθε από μια παθιασμένη συνεύρεση της δημώδους μουσικής των αφροαμερικανών (blues) και της επίσης δημώδους μουσικής των λευκών βορειοαμερικανών (folk και country). Στα χρόνια μάλιστα από το 1955 μέχρι το 1995 περίπου, υπήρξε το κατεξοχήν εκφραστικό μέσο τού πιο «ανήσυχου» κομματιού της παγκόσμιας νεολαίας, αλλά και η μουσική υπόκρουση μιας διεθνούς πολιτισμικής επανάστασης, οι μετασεισμοί της οποίας γίνονται αισθητοί μέχρι σήμερα.
Μέσα από τη ροκ περιγράφτηκε και εκφράστηκε η πιο πρόσφατη εκδοχή ενός ανθρωπότυπου, ο οποίος ανιχνεύεται ήδη στην ελληνιστική και ρωμαϊκή αρχαιότητα. Ο ανθρώπινος αυτός τύπος ιστορικά δεν έπαψε έκτοτε να υπάρχει και να διαιωνίζεται υπογείως (κοινωνιολογικός όρος: underground), αλλά και να αναδύεται δυναμικά, όποτε η Ανάγκη το αποφάσιζε. Τα ειδοποιά χαρακτηριστικά του είναι η αποστροφή για την υποκρισία που συνήθως κρύβεται πίσω από τις διάφορες κοινωνικές συμβάσεις, ο πόλεμος εναντίον κάθε είδους αλλοτρίωσης (εργασιακής, πολιτικής, υπαρξιακής), η αποκλειστικά ιδίοις χερσί (=φιλοσοφική) αναζήτηση του εαυτού, ο επίμονος αγώνας για προσωπικό (και άρα συλλογικό) αυτοκαθορισμό, για να ζήσουμε τη δική μας ζωή και όχι τη ζωή «φασόν» που μας επιβάλλεται. Η αναζήτηση μιας αυθεντικής ζωής και η προσπάθεια εύρεσης και ανάκτησης του εαυτού, αρχικά γέννησε φιλοσοφικά ρεύματα όπως ο Επικουρισμός, που ανέδειξε την Ηδονή (=χαρά της ζωής) σαν την μόνη πραγματική απελευθέρωση από τις αγκυλώσεις και τις φοβίες, επάνω στις οποίες έχτιζαν ανέκαθεν οι πολιτικές, θρησκευτικές και οικονομικές εξουσίες. Ή όπως ο Κυνισμός, που ανέδειξε (και επέβαλε) την Αμφισβήτηση, την Αυθάδεια και το Χιούμορ σαν το τρίπτυχο της καθημερινής πρακτικής κάθε γνήσια ελεύθερου μυαλού. Ο ανθρωπότυπος του underground «λανθάνει» κατά την περίοδο του χριστιανικού Μεσαίωνα, επανεμφανίζεται περιορισμένα κατά την εποχή της Αναγέννησης, «ξαναχάνεται» μέχρι τη Βιομηχανική Επανάσταση, ξαναεμφανίζεται σε ανοδική πορεία τον 18ο και 19ο αιώνα (Ρομαντισμός, ουτοπικοί σοσιαλιστές, Νίτσε, Αναρχισμός) και αποκτά διαστάσεις «επιδημίας» (το αποκληθέν «χάσμα γενεών») στις πρώτες δεκαετίες μετά τον β’ παγκόσμιο πόλεμο.
Έτσι, δεν είναι περίεργο που η καλλιτεχνική έμπνευση και αναζήτηση των μουσικών της ροκ τούς οδήγησε πολύ γρήγορα, όχι μόνο στην ενστικτώδη επανανακάλυψη αρχαίων ελληνικών φιλοσοφικών τρόπων, αλλά και (σε συνδυασμό με τη δημώδη καταγωγή της) στην υιοθέτηση αρχετυπικών παραστάσεων που εκπληρούν τις παραπάνω προϋποθέσεις. Η ελληνική μυθολογία προμήθευσε (για άλλη μια φορά) το φαντασιακό υλικό: μορφές όπως του μακρυμάλλη Διονύσου, ή του Πανός, (αυτο)εξόριστων θεών -που μάλιστα συνδέονται με φιλία- που ζουν έξω από το «κατεστημένο» των Ολυμπίων, που δεν αναγνωρίζουν καμμία εξουσία και καμμία ιεραρχία, θεϊκή ή ανθρώπινη, ούτε σεμνότυφες κοινωνικές συμβάσεις, που βρίσκονται στις υγιείς ρίζες της «ακατέργαστης» -και ανυπότακτης- ζωικότητας (Παν), ή δείχνουν τον δρόμο του ανατροπέα που χορεύει «εκτός εαυτού» επάνω στα κομμένα κεφάλια των βασιλιάδων (Βάκχος), είναι υπεύθυνες για μερικές από τις πιο μεγάλες στιγμές τής σύγχρονης μουσικής.
Εδώ θα ασχοληθούμε με τον Αρκάδα Πάνα.
Τον Ιούνιο του 1967 διεξάγεται στην αμερικανική πόλη Μοντερέυ το αρχετυπικό ίσως φεστιβάλ ροκ μουσικής. Το εισιτήριο είναι συμβολικό (ένα δολλάριο), ο καιρός ιδανικός (βρισκόμαστε στο εμβληματικό Καλοκαίρι του Έρωτα), η περιοχή όμορφη σαν την Αρκαδία (Πολιτεία της Καλιφόρνια) και το παρόν δίνουν μερικά από τα μεγαλύτερα μουσικά ονόματα της εποχής, σε ένα ακροατήριο από σχεδόν εκατό χιλιάδες χίππυς.
Στην διαφημιστική αφίσα της διοργάνωσης, αλλά και στους δίσκους που κυκλοφόρησαν μεταγενέστερα με τα ηχητικά ντοκουμέντα της, δεσπόζει ο Παν σε μια εξαιρετική απεικόνισή του. Η επιλογή του ως ψυχεδελικού συμβόλου δεν υπήρξε τυχαία: ο «σεξομανής», χορευτής και συχνά μεθυσμένος θεός θεωρείται ότι θα θεραπεύσει το γιγάντιο ψυχολογικό μπλοκάρισμα από το οποίο κατεξοχήν πάσχει (κατά τα «παιδιά των λουλουδιών») ο βιομηχανικός πολιτισμός.
Ο τίτλος του πρώτου δίσκου ενός από τα κορυφαία ροκ μουσικά σχήματα όλων των εποχών, των Βρετανών Pink Floyd, The Piper at the Gates of Dawn (Ο Αυλητής στις Πύλες της Αυγής, 1967), παραπέμπει εμφανώς στον Πάνα. Έχει ληφθεί από το κλασικό έργο της παιδικής λογοτεχνίας Ο Άνεμος στις Ιτιές (1908) του Κέννεθ Γκραίηαμ.
Ο Ίαν Άντερσον, τραγουδιστής και φλαουτίστας των επίσης κορυφαίων Βρετανών Jethro Tull, απεικονίζεται επανειλημμένα στα εξώφυλλα των δίσκων τους σε «πανική» στάση.
Ο Παν έχει δεχτεί επανειλημμένα τιμές από τον Σκωτσέζο Μάικ Σκοτ και το προσωπικό μουσικό του όχημα, τους Waterboys. Στο τραγούδι The Pan Within από τον δίσκο This Is The Sea του 1985, οι εραστές αναζητούν τον εσώτερο Πάνα υπό την καταιγιστική συνοδεία ηλεκτρικής κιθάρας, πιάνου και βιολιού. Αλλά η μεγάλη ανατριχίλα έρχεται με το τραγούδι Τhe Return Of Pan (Η επιστροφή του Πάνα) από τον δίσκο Dream Harder του 1993, όπου με αφορμή μία ιστορία του Πλούταρχου από το Περί των Εκλελοιπότων Χρηστηρίων ο Σκοτ πετάει το γάντι σε όσους πιστεύουν την φήμη για τον θάνατο του εν λόγω θεού: «από τις πανάρχαιες ημέρες και σε όλους τους χρόνους/ από την Αρκαδία μέχρι τα πέτρινα λειβάδια του Inisheer/ κάποιοι λένε, πως οι θεοί είναι απλώς ένας μύθος/ αλλά μάντεψε με ποιόν έχω χορέψει/ ο Μέγας Παν ζει! [...] Λοιπόν, ακολούθησε τον Χριστό όσο καλύτερα μπορείς/ Ο Παν είναι νεκρός – ζήτω ο Παν!». Στο τραγούδι εκτός από τα κατά παράδοση χρησιμοποιούμενα στη ροκ μουσικά όργανα γίνεται και εκτεταμένη χρήση κλαρίνου (!). Για την ιστορία να αναφέρουμε, ότι ο Σκοτ επισκέπτεται συχνά την Αρκαδία.
Αλλά και οι εγχώριοι ροκάδες τίμησαν τον «προστάτη θεό» τους. Πρόκειται για το τραγούδι Ο Παν τού σημαντικού (και όχι μόνο για τα ελληνικά δεδομένα) συγκροτήματος Ακρίτας, από έναν σπάνιο μικρό δίσκο τους τού 1973. Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι πίσω από τους Ακρίτας βρισκόταν ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες συνθέτες και μουσικούς των τελευταίων δεκαετιών, ο Σταύρος Λογαρίδης.
Ο Παν εξακολουθεί να αποτελεί σταθερό σημείο αναφοράς για τους ροκ μουσικούς της νεώτερης γενιάς. Π.χ. οι Γάλλοι Northwinds έχουν τιτλοφορήσει έναν ολόκληρο δίσκο τους ως Great God Pan (1998).
Ενώ και οι Καναδοί Blood Ceremony στον δίσκο τους Living With The Ancients (2011) έχουν συμπεριλάβει ένα μικρό έπος διάρκειας επτάμισυ λεπτών, επίσης με τίτλο The Great God Pan.
Τα παραπάνω είναι φυσικά μόνο μερικά αντιπροσωπευτικά παραδείγματα που δεν εξαντλούν με κανέναν τρόπο το –τεράστιο- θέμα.
«Πιστεύουν» άραγε οι ροκ μουσικοί στον Πάνα; Στην τέχνη τέτοια ερωτήματα προφανώς δεν έχουν νόημα. Ειδικά η ροκ, ούτε υπήρξε ποτέ θρησκευτική τέχνη, ούτε λειτούργησε σαν θρησκεία, ούτε προπαγάνδισε ποτέ ετοιματζίδικες «αλήθειες» και συνταγές ζωής. Ο Τραγοπόδαρος πιθανότατα θα θεωρούσε τίμια και αντάξιά του τη στάση της αυτή...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σκέψου δυο φορές πριν σχολιάσεις. Διαβάζεις ένα διαδικτυακό προσωπικό ημερολόγιο του οποίου η ανάγνωση ΔΕΝ είναι υποχρεωτική. Βαριέμαι τ' ανούσια μπλα μπλα και δαγκώνω όταν μου χαλάνε την ησυχία. Θα μπορούσα να έχω κλείσει τον σχολιασμό αλλά ακόμα νομίζω πως υπάρχουν κάποιοι που όντως έχουν κάτι να πουν κι εύχομαι να είσαι ένας από αυτούς αλλά οι πιθανότητες είναι λίγες και γι αυτό σου λέω: Για να μην σε φάει η μαρμάγκα σκέψου δυο φορές πριν σχολιάσεις, σαν να δίνεις εξετάσεις. Αλλιώς άστο καλύτερα!